Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ-ΛΟΓΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΩΦΕΛΕΙΑΣ!!!ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΙΝ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ!!

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ-ΛΟΓΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΩΦΕΛΕΙΑΣ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΙΝ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
 
 
     Σκέψου, αγαπητέ μου, ότι όπως είναι συναρμολο­γημένος άπ’ όλα τα κτί­σματα αυτός ό αισθητός απέρα­ντος κόσμος, έτσι ακόμη είναι κα­μωμένος ένας άλλος κόσμος νοη­τός πού αποτελείται από αμαρτω­λούς, του οποίου τα στοιχεία είναι οι τρεις διεστραμμένοι έρωτες, πού αναφέρει ό Θεολόγος Ιωάννης: δηλ.
α) ό ερωτάς των ηδονών,
β) ό ερωτάς του πλούτου καί
γ) ό ε­ρωτάς της δόξας·
«Πάν εν τω κο­σμώ ή επιθυμία της σαρκός καί  ή επιθυμία των οφθαλμών καί η αλαζονεία του βίου» (Α ‘Ίω. 2, 16)
Αυτός ό πονηρός κόσμο αντίκειται στο σκοπό του καί εξουσιάζεται από τον εωσφόρο(ό όποιος γι’ αυτό καί ονομάζεται κοσμοκράτορας) είναι  ό μεγάλος εχθρός, τον όποιο ο σαρωθείς Λόγος του Θεού και Πατρός, αφού γεννήθηκε στη γη για να πολεμήσει πρώτα με το παράδειγμά του το σιωπηλό και μετα, στον κατάλληλο καιρό, με  τον λόγο καί τη διδασκαλία.
1. Με τη φτώχεια γιατρεύει τον ερωτά τον πλούτου.

Συλλογίσου λοιπόν πώς πρώτα πολεμάει με την φτώχεια του τον άτακτο έρωτά του πλούτου. Ό κο­σμικός άνθρωπος νομίζει πώς κά­θε καλό το βρίσκει στα πρόσκαι­ρα αγαθά· γι’ αυτό για να τ αποτυ­πώσει ή για να μη τα χάσει ξοδεύ­ει σχεδόν όλο τον καιρό, πού του έδωσε όμως ό Θεός για να κερδί­σει τα αιώνια αγαθά.
Και ιδού πού ό προαιώνιος Λό­γος καί Υιός του Θεού και Πα­τρός κατεβαίνει από τον ουρανό για να μας λυτρώσει άπ’ αυτή την πλάνη καί να ξεριζώσει από τις καρδιές μας την καταραμένη ρί­ζα όλων των κακών, την φιλαργυ­ρία, όπως την χαρακτηρίζει ό Απόστολος Παύλος· «Ρίζα πάντων των κακών εστίν ή φιλαργυρία» (Α’ Τιμ. 6,16). Πρόσεξε όμως σε τι εί­δους ταλαιπωρία κατάντησε από αγάπη για μας Εκείνος πού διαμοιράζει τα πλούτη καί τους θησαυ­ρούς στην παρούσα καί στη μέλλου­σα ζωή· «έμόν γαρ, το άργύριον και έμόν το χρυσίον, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Άγγ. 2,8).
Στοχάσου που είναι το παλάτι πού γεννή­θηκε;
Που είναι οί προετοιμασίες;
Που οί μαίες;
Που το βασιλικό στρώμα;
Πού τα βρεφικά λουσίμα­τα;
Που είναι ή ακολουθία των δούλων;
Που ή θαλπωρή καί ή α­νάπαυση;
Που είναι ή συμπαράστα­ση των συγγενών καί φίλων;
Έλα μέσα καί δες το φτωχότατο σπή­λαιο οπού γεννήθηκε καί την ευτε­λέστατη φάτνη οπού «άνεκλίθη».
Σίγουρα όχι μόνο δεν θα βρεις κα­νένα περιττό, αλλά αντίθετα θα διαπιστώσεις μεγάλη έλλειψη άπ’ όλα τα αναγκαία· γιατί ό γλυκύτα­τος μου Ιησούς γεννιέται σε τόπο σχεδόν ξέσκεπο, τα μεσάνυχτα στην καρδιά του χειμώνα, μόνος με μόνη την μητέρα του καί τον θεωρούμενο πατέρα του, χωρίς σκεπάσματα, χωρίς ζεστά φαγη­τά πού συνηθίζονται στις γεννή­σεις καί των πιο φτωχών παιδιών χωρίς τις ελάχιστες εκείνες ανέ­σεις του φτωχικού σπιτιού πού εί­χε στη Ναζαρέτ.
Καί το πιο σημαν­τικό είναι ότι, εκτός από αυτή τη φτώχεια πού προτίμησε ό Ιησούς εκουσίως, θέλησε ακόμη καί άλλη περισσότερη πτώχεια σχεδόν βί­αιη καί αφύσικη: παραγγέλλει εκεί στο σπήλαιο να μη του γίνει κα­μιά υποδοχή καί φιλοξενία από κανένα άνθρωπο· ήθελε να διαφέ­ρει από τους συμπατριώτες του πού ανέβηκαν στην Βηθλεέμ για απογραφή· όλοι αυτοί είχαν πολ­λές προμήθειες μαζί τους καί ξεκουράζονταν φιλοξενούμενοι μέσα στα σπίτια καί στα πανδοχεία·
«ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι» (Λουκ. 2, 7).

Άλλα επει­δή ό κόσμος, όχι μόνο βδελύσσεται την φτώχεια καί την θεωρεί μεγάλη ντροπή, παρακινώντας α­κόμη τους φτωχούς να υποκρίνον­ται καί να παριστάνουν τους πλου­σίους, γι’ αυτό ακριβώς ό Ιησούς Χριστός δεν νοιώθει ντροπή για την φτώχεια του, αντίθετα κάνει επίδειξη της φτώχειας του· καί α­πό μεν τους ουρανούς φωνάζει τους Αγγέλους, από τους αγρούς δε καί τα χωράφια καλεί τους ποι­μένες για να τον προσκυνήσουν, όταν γεννήθηκε σε κείνη την κατάσταση της ένδειας καί της εγκατά­λειψης, σε κείνο το θρόνο μιας ευ­τελέστατης φάτνης καί σε κείνη την αυλή ενός πενιχρότατου σπη­λαίου!
Ω πτώχεια ύπέρπλουτος! Ω συγκατάβασης υπερύψιστος!
Τώρα εσύ πού μελετάς αυτές τις αλήθειες, τι έχεις να πεις; Ποι­ος από αυτούς τους δύο νομίζεις πώς δικαιούται να σε νικά καί να σε κυριεύει; Ό κόσμος ή ό Χρι­στός πού νίκησε τον κόσμο; Ό κό­σμος σε προτρέπει να ζητάς πρώτα τα επίγεια αγαθά καί να τα θεω­ρείς μεγάλη ευτυχία. Ό Χριστός πάλι σε συμβουλεύει με το παρά­δειγμα του καί την διδασκαλία του να ζητείς πρωτίστως την Βα­σιλεία του Θεού καί να καταφρονείς όλα τα καλά της γης σαν ένα πηλό· «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού καί την δικαιοσύνην αυτού» (Ματθ. 6,33). Ακό­μη σου ζητά να στερείσαι τα γή­ινα αγαθά ή μερικά άπ’ αυτά δί­νοντας τα ελεημοσύνη στους φτω­χούς ή ακόμη αποτασσόμενος τα πάντα για την καλογερική ζωή καί εξαγοράζοντας ένα θησαυρό στον παράδεισο. «Πώλησόν σου τα υπάρχοντα καί δός πτωχοίς καί έξεις θησαυρόν εν ούρανώ καί δεύρο ακολουθεί μοι» (Ματθ. 19, 21). Καί πάλι  «πάς εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού ύπάρχουσιν, ου δύναται είναι μου μαθητής» (Λουκ. 14, 33).
Λοιπόν εσύ καί σαν μαθητής του Χριστού καί σαν φρόνιμος καί στοχαστικός άνθρωπος, πρέπει ν’ αποφασίσεις να ακούσεις καί να κάνεις πράξη εκείνο πού σου λέ­γει ό Χριστός καί όχι ότι σου επι­βάλλει ό κόσμος. Γιατί δεν θα σωθούν αυτοί πού άκούουν μόνο τον νόμο του Θεού, άλλ’ αυτοί πού τον εφαρμόζουν στην πράξη. (Ρωμ. 2,13).
Είναι αλήθεια πώς δεν είσαι υ­ποχρεωμένος, αν είσαι λαϊκός, να είσαι ακτήμων καί πάμπτωχος· εί­σαι όμως υποχρεωμένος να εκτιμάς τόσο λίγο τα πλούτη καί τα χρήμα­τα, ώστε για όλα αυτά ποτέ να μην
παρακινηθείς να παραβείς ούτε μία εντολή του Θεού· τόσο δε να είναι αποκολλημένη ή καρδιά σου άπ’ αυτά, ώστε να τα αποκτάς καί να τα έχεις με τόση άπροσπάθεια σαν να μη τα έχεις καί να μη τα ξοδεύεις στα μάταια καί περιττά καί πάνω από όσα χρειάζεσαι πρά­γματα καθώς λέγει ό Παύλος· Ό καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστίν … ίνα ώσιν οι χρώμενοι τω κοσμώ τούτω ως μη καταχρώμενοι· παράγει γαρ το σχήμα του κό­σμου τούτου» (Α’ Κορ. 7, 29, 31).
Άλλα γι’ αυτό το θέμα να συζη­τήσεις με το Πανάγιο βρέφος, τον Ιησού, καί να νοιώσεις ντροπή μπροστά του, πού ως τώρα είχες σε τόση υπόληψη καί αγάπη εκείνα τα πλούτη πού το Θείον Βρέφος τόσο καταφρονεί κι’ ακόμη πώς ένοιωθες τόσο μίσος καί καταφρό­νηση για την πτώχεια εκείνη καί την ευτέλεια πού αυτό τόσο αγαπά. Ζήτησε Του αμέσως συγχώρεση για όλα τα κακά πού έκανες για ν’ αποκτήσεις πλούτο κι’ επίγεια αγαθά ή για να τα χρησιμοποιή­σεις παρακάλεσε Τον να σου δώ­σει χάρη· γιατί, όπως ό Ίδιος από πλούσιος έγινε φτωχός από αγά­πη για σένα, έτσι καί συ να γίνεις φτωχός για την αγάπη Του, για να πλουτίσεις από τη Θεότητα Του· «Γινώσκετε γαρ την χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι δι’ υμάς έπτώχευσε πλούσιος ων, ίνα υμείς τη εκείνου πτώχεια πλουτήσητε» (Β’ Κορ. 2,9). Ακό­μη να τον παρακαλέσεις να μη σ’ αφήσει ξανά να πλανηθείς από τον κόσμο· αλλά όταν έχεις τα υπάρχοντα σου ή όταν τα στερείσαι για την αγάπη του Κυρίου, να μη τα μεταχειρίζεσαι για άλλο σκο­πό, παρά μόνον καί μόνο για να εξαγοράσεις με αυτά την αιώνια ευδαιμονία, καθώς είναι γραμμέ­νο· «Λύτρον ανδρός ψυχής ό ίδιος πλούτος» (Παροιμ. 13, 8).
2. Γιάτρεψε τον έρωτα των ηδονών.
 
Συλλογίσου αδελφέ, ότι ό Χρι­στός με τη γέννηση του ήρθε να πολεμήσει τον άτακτο έρωτα των ηδονών με τις οδύνες καί τους πόνους πού δοκίμασε· ό σαρκικός άνθρωπος πιστεύει πώς ή μόνη απόλαυση είναι εκείνη των αισθή­σεων γι’ αυτό δεν κυριαρχεί πά­νω σ’ αυτές, όπως ταιριάζει σε λο­γικό όν, αλλά αφήνει τον εαυτό του να συμπεριφέρεται όπως ένα άλογο ζώο καί να παρασύρεται από τις αισθήσεις του: τρέχει αχαλί­νωτα για να χαίρεται καί να απολαμ­βάνει όλες τις παρανομίες· επιζη­τεί την ηδονή σαν σκοπό καί την θεωρεί έντιμη, αν καί τη βρίσκει
μέσα στις μεγαλύτερες ατιμίες καί βρωμιές. Ό Υιός του Θεού από συμπόνια για την τύφλωση αύτη του ανθρώπου ήρθε για να τον γιατρεύσει από ένα τέτοιο μεγά­λο σφάλμα.
Γι’ αυτό, ενώ μπορούσε να γεν­νηθεί μ’ ένα σώμα σκληραγωγημέ­νο ωρίμου ανδρός, θέλησε να γεννη­θεί μ’ ένα απαλό σώμα βρέφους για να αισθανθεί την οδύνη (της τρυ­φερής σάρκας) καί ακολούθως για να υποφέρει περισσότερο. Καί υστέ­ρα από την βασανιστική φυλακή πού υπέφερε μέσα στην κοιλιά της Παρθένου, θέλησε να υποφέρει κι’ όλα τα βάσανα καί τις δοκιμασίες της νηπιακής ηλικίας, σα να στερείτο την χρήση του λογικού.
Εξ αρχής έπρεπε ό Ιησούς να λάβει ένα σώμα,  όχι μόνο τελειότε­ρο από το σώμα του Αδάμ, αλλά ένα σώμα απαθές, ανώδυνο, μακά­ριο καί άξιο κατοικητήριο της πα­ρόμοιας μακαριάς ψυχής  Του Παρ’ όλα αυτά στη θέση εκείνου παίρνει ένα σώμα πολύ απαλό, πο­λύ λεπτό καί τρυφερότατο, κατάλ­ληλο να αντιλαμβάνεται δια των αισθήσεων κάθε ταλαιπωρία καί καμωμένο έτσι ώστε να μπορεί να δέχεται άπ’ όλες τις αισθήσεις ό­λους τους πόνους, όπως το πέλα­γος δέχεται όλους τους ποταμούς. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο παρομοιά­ζει τον εαυτό του με το σκουλήκι, όχι μόνο γιατί γεννήθηκε χωρίς σπέρμα (όπως γεννιούνται τα σκου­λήκια), αλλά καί γιατί ή σάρκα του είχε την αίσθηση καί την τρυφερότητα  των σκουληκιών. « εγώ δε ειμί σκώληξ και ούκ άνθρωπος» Ψαλμός 21.6

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
2. Οι θεολόγοι υποστηρίζουν ότι ό Κύριος κατά το σώμα δεν ήταν τέλειος αλλά αυτό το απέκτησε κατά την πορεία της ζωής του, όπως καί οι άλλοι άγιοι· γιατί είχε καί αυτό το σώμα παθητό καί θνητό, ώστε να μπορέσει δια μέσου αυτού να πάθει καί να εκπληρώσει την οικονομία: κατά την ψυχή όμως ήταν τέλειος διότι δεν είχε μόνο τη φυσική λεγόμενη γνώση καί φιλοσοφία καί την θεόπνευστη, αλλά είχε καί την μακαρία δράση του θείου προσώπου, με την οποία ακόμη καί όταν ήταν σ` αυτήν εδώ την ζωή χαιρόταν την απόλαυση της θεωρίας του προσώπου του Θεού, την οποία α­ξιώνονται οί άγιοι μετά θάνατον. Γι’ αυτό καί ό ιερός Αυγουστίνος στο τελευταίο κε­φάλαιο του δ’ βιβλίου «περί συμφωνίας των Ευαγγελιστών» λέγει ότι ό Χριστός διέφερε από τους άλλους ανθρώπους, διότι σε κανένα σ` αυτή τη ζωή δεν έχει επιτραπεί να δει το Θεό, όπως σ` εκείνον. Σ` αυτό συμβάλλουν καί τα εξής ρητά: «Θεόν ουδείς έώρακε πώποτε· ό μονογενής υιός ό ων εις τον κόλπον του πατρός, εκείνος έξηγήσατο (Ίω. 1,18) καί πάλι «ουδείς άναβέβηκεν εις τον ούρανόν, ει μη ό εκ του ουρανού καταβάς, ό υιός του ανθρώπου, ό ων εν τω ούρανώ» (Ίω. 3,13). Είναι δηλαδή φανερό ότι ήταν στον ουρανό δια μέσου της μακαριάς οράσεως (Βλέπε Αθανασίου Αλεξανδρείας, Λόγος εις τον Ευαγγελισμό).
Εξ αιτίας αυτής της απαλότητας μόλις γεννήθηκε δέχτηκε με την αφή την προσβολή του ψυχρού αέρος καί της υγρασίας του σπηλαίου· με τη φωνή κλαίει· με την όσφρηση αισθάνεται την έντο­νη κακοσμία της φάτνης καί των ζώων με την δράση βλέπει μία σκοτεινή καί άχαρη σπηλιά· καί με την ακοή δεν ακούει άλλο από τις τραχιές φωνές των αγρίων ζώ­ων. Καί για να συνοψίσουμε μό­λις γεννήθηκε ό Ιησούς, αφιερώ­νει την αρχή της ζωής του σε ένα χώρο υπερβολικά στενό καί σε μια έλλειψη όλων των αναπαύσεων καί σε κάθε είδος οδύνης καί βασάνων πού μπορούσε να δεχθεί ή τρυφερή εκείνη ηλικία του. «Ω! αφήστε με να πάω κοντά στη φά­τνη καί να πω στον Ιησού· «τι εί­ναι αυτή ή άκρα συγκατάβασης σου, γλυκύτατε μου Ιησού; Εσύ είσαι εκείνος ό επιθυμητός Μεσ­σίας από όλα τα έθνη καί ευθύς να γεννηθείς με τοιαύτα βάσανα;» Ναι, μου αποκρίνεται· αυτό ήταν από την αρχή το θέλημα του Ουρα­νίου Πατρός μου· να καταργηθεί ή ηδονή με την οδύνη· αυτό το πα­τρικό θέλημα ήρθα να εκπληρώ­σω ευθύς μόλις γεννήθηκα στον  κόσμο, καθώς εκ μέρους μου προείπε ό Δαβίδ καί με τον Δαβίδ ό Απόστολος· «Διό εισερχόμενος εις τον κόσμον θυσίαν καί προσφορά ουκ ήθέλησας, σώμα δε κατηρτίσω μοι’ τότε είπον ιδού ήκω του ποιήσαι ό θεός το θέλημα σου» (Έβρ. 10, 5,7), (Ψαλμ. 39,7· 8).
Εδώ τώρα, εσύ αγαπητέ, να γί­νεις κριτής ανάμεσα στο Χριστό καί στον κόσμο καί να αποφασί­σεις ποιος θα σ` εξουσιάζει, ό Χρι­στός ή ό κόσμος; Ποιόν πρέπει ν’ ακολουθείς, εκείνον πού θέλει τη σωτηρία σου με την οδύνη, ή εκεί­νον πού ζητεί την απώλεια σου με την ηδονή; Είναι φανερό ότι το πρώτο· «εις τούτο γαρ εκλήθητε, ότι καί Χριστός έπαθε υπέρ ημών, υμίν ύπολιμπάνων ύπογραμμόν, ίνα έπακολουθήσητε τοις ίχνεσιν αυτού» (Α’ Πέτρ. 2, 21). Όμως ό κόσμος είναι τόσο τυφλός, πού όχι μόνο δεν γνωρίζει την αλήθεια, αλλά ούτε μπορεί να την γνωρί­σει, καθώς λέγει ή ίδια ή αύτοαλήθεια· «καί εγώ ερωτήσω τον πατέ­ρα καί άλλον παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας, ο ό κόσμος ου δύναται λαβείν, ότι ου θεωρεί αυτό ουδέ γιγνώσκει αυτό» (Ίω. 14, 16-17). Εάν λοι­πόν εσύ θέλεις να θεραπευθείς μέ­σα σ` αυτόν τον τυφλό κόσμο καί είσαι ικανοποιημένος να κυβερνάς τη ζωή σου με τα ψεύτικα διατά­γματα του, ω ταλαίπωρος πού εί­σαι! Μόνος σου παραδόθηκες στα χέρια του θανατηφόρου εχθρού σου, όπως έκανε ό Σαμψών πού παραδόθηκε στα χέρια των αλλοφύ­λων κι ακόμη έγινες μόνος σου φανερός αποστάτης του Κυρίου, του μόνου ευεργέτου σου· γιατί θέλησες να υπηρετείς τίς αισθήσεις σου με τίς ηδονές και προτίμησες μια ζωή τρυφηλή, μαλθακή και η­δονική, την οποία τόσο πολύ μίση­σε ό Ιησούς μόλις γεννήθηκε, αν και αυτή ή ζωή θεωρείται από τους άφρονες αλάνθαστη και αθώα! «Αχ αδελφέ μου! Και πιστεύ­εις εσύ ποτέ πώς ή άπειρη σοφία του Θεού θέλησε να βασανίσει τό­σο πολύ το Πανάγιον της σώμα, ό­χι μόνο κατά την γέννηση του αλλά και σ` ολόκληρη τη ζωή του και στο θάνατο του, εάν δεν ήταν αναγ­καίο σε σένα να αποφεύγεις τίς η­δονές και να σκληραγωγείς το σώ­μα σου; Και σε τι θα ωφελήσει ή ασεβής σου πρόφαση πού λες πώς ό Χριστός δεν σε προστάζει με εν­τολή να απέχεις από τίς ηδονές και τίς αναπαύσεις των αισθήσε­ων και του σώματος, αλλά ότι σε συμβουλεύει μόνο λέγοντας «όστις θέλει οπίσω μου άκολουθείν, άπαρνησάσθω εαυτόν και άράτω τον σταυρόν αυτού, και άκολουθείτω μοι»; (Μάρκ. 8,36). Καλά, και έτσι υπολογίζεις εσύ τίς συμβουλές της άκτίστου σοφίας, προφασιζόμενος προφάσεις εν αμαρτίαις θέλοντας να εξουσιάζεις (και να υπερασπί­ζεσαι) την τρυφηλή ζωή σου; Να ξέρεις λοιπόν ότι πρέπει να μιμεί­σαι τον Ιησού Χριστό, αν θέλεις να είσαι προορισμένος για την Βα­σιλεία των ουρανών. Άκουσε τώ­ρα εκείνες τίς φοβερές αποφάσεις πού φωνάζει με δυνατή φωνή μέ­σα από τη φάτνη το Βρέφος ό Ιησούς· «Ουαί υμιν τοις πλουσίοις, ότι απέχετε την παράκλησιν υμών Ουαί υμιν οι έμπεπλησμένοι, ότι πεινάσετε· Ουαί υμιν οί γελώντες νυν, ότι πενθήσετε και κλαύσατε· Ουαί, όταν καλώς υμάς ειπωσιν πάν­τες οί άνθρωποι» (Λουκ. 6,24-26), Τι απαντάς σ` αυτά εσύ, πού θέ­λεις να περνάς τη ζωή σου με ανέ­σεις κι’ έπειτα επιδιώκεις γι’ αυτό να βρίσκεις ακόμη και δικαιολο­γίες; Θεωρείς πώς αυτά πού λέγει ό Κύριος είναι λόγια κενά και πώς ό Θεός μίλησε χωρίς να μπορούν να εκπληρωθούν τα λόγια του; Αυτό βγάλτο από το μυαλό σου. «Ό ουρανός και ή γη παρελεύσονται, οί δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Να αισχύνεσαι λοιπόν, να αισχύνεσαι για όλες τίς ηδονές και απολαύσεις και να θεωρείς τον εαυτό σου ανάξιο του ονόματος του Χριστιανού, επειδή με τη ζωή καί τα έργα σου πρόσ­βαλες πολύ την χριστιανική σου ιδιότητα καί τόσες φορές προτίμη­σες να υπηρετήσεις τη σάρκα σου παρά το Θεό. Με την συμπεριφο­ρά σου αυτή έγινες αιτία να βλασφημείται από τα έθνη ό χριστια­νισμός καί το ύπερύμνητον όνομα του Θεού, καθώς αυτός ό ίδιος παραπονείται καί λέγει· «δι’ υμάς δια παντός το όνομα μου βλασφη­μείται εν τοις έθνεσιν» (Ήσ. 52, 5).
Γι’ αυτό αποφάσισε επιτέλους να απαρνηθείς όλες τις ηδονές πού αποδεδειγμένα δεν είναι απαραίτη­τες στη ζωή σου καί να δεχτείς στο έξης ευχαρίστως όλους τους σταυ­ρούς καί τις θλίψεις πού θα σου στείλει ό θεός· να αγκαλιάσεις την σκληραγωγία πού περιλαμβά­νει ή αληθινή μετάνοια καί να μη λογαριάζεις τίποτε άλλο για να την αγαπάς, παρά να λογαριάζεις μόνο την αγάπη πού έδειξε ό Χρι­στός γι’ αυτήν ήδη από την γέννη­ση του. Ευχαρίστησε τον Κύριο, πού για την αγάπη σου θέλησε να γεννηθεί με τέτοια βάσανα· καί προπάντων παρακάλεσε Τον να σου δώσει χάρη να καταλάβεις κα­λά από το παράδειγμα του αυτή την αλήθεια· ότι δηλ. ή παρούσα ζωή είναι καιρός για να κλαις καί να θλίβεσαι κι όχι για να γελάς καί να ξεφαντώνεις καθώς τονί­ζει ό Εκκλησιαστής «καιρός του κλαίειν» (3, 4) καί με τον Εκκλησια­στή καί ό Απόστολος· «ό καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστίν, ινα καί οι έχοντες γυναίκα, ως μη έχοντες ώσι, καί οι κλαίοντες ως μη κλαίοντες, καί οι χαίροντες ως μη χαίροντες… παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου» (Α’ Κορ. 7, 29).
3. Γιάτρεψε τον ερωτά της δόξης
Σκέψου ακόμη ότι ό Χριστός με την γέννηση του ήρθε να πολεμήσει με την ταπείνωση του τον άτακτο έρωτα της δόξας. Ό κοσμι­κός άνθρωπος επιδιώκει να υπερέ­χει από τους άλλους, να τιμάται καί να δοξάζεται καί γενικά να φαίνεται ότι είναι ό εκλεκτότερος των υπολοίπων να δίνει διαταγές με δεσποτική αλαζονεία, να μιλά­ει άφ’ υψηλού καί να παρουσιάζε­ται ως αυθεντία. Αν καμιά φορά τύχει κι έρθουν σε αντιπαράθεση ή δόξα του Θεού καί ή δόξα ή δι­κή του, τότε αυτός καταφρονεί την δόξα του Θεού καί εκ των προτέ­ρων προτιμά τη δική του δόξα.
Αυτά όλα είναι ανόητες θέσεις καί διδασκαλίες πού διδάσκει ό κόσμος στους μαθητές του καί αυ­τά τα σφάλματα ήρθε να θεραπεύ­σει ό λυτρωτής μας, αφότου άρχι­σε να ζει στον κόσμο. Μπορούσε ό ίδιος ασφαλώς καί βρέφος ακό­μη να κάνει έργα ωρίμου ανδρός· μπορούσε δηλ. μόλις γεννήθηκε να μιλάει με καθαρή άρθρωση· μπορούσε να καταλαβαίνει καί να μιλάει τις γλώσσες όλων των λαών μπορούσε να έχει γύρω του χιλιά­δες καί μυριάδες ηλιόμορφων Αγγέλων για να τον παραστέκονται ολοφάνερα καί να τον υπηρετούν όχι μόνον ως Θεό, αλλά καί ως άν­θρωπο. Ακόμη μπορούσε από την πρώτη στιγμή της ζωής του να χρησιμοποιεί τον χρόνο με το να τρέχει στον κόσμο να τον γεμίζει από τα μεγαλεία των θαυμάτων του, να τον φωτίζει με τις λάμψεις της διδασκαλίας του, να τον διδά­σκει με την αγιότητα των παραδειγμάτων του καί να τον μεταστρέ­φει με τη δύναμη του κηρύγματος του. Μ` αυτά όλα μπορούσε να δο­ξάσει το όνομα του περισσότερο άπ’ όλους τους ανθρώπους πού υ­πήρχαν φιλόδοξοι στον κόσμο· καί οι βασιλείς καί οι άρχοντες καί οί μεγιστάνες του κόσμου καί όλοι οί λαοί να ξεκινούν από τα πέρα­τα της οικουμένης καί να έρχον­ται στην Ιερουσαλήμ για ν’ ακού­σουν την ουράνια σοφία πού διδάσκει ένα βρέφος, όπως ή βασίλισσα του Νότου πού ξεκίνησε μέσα από την Ευδαίμονα Αραβία καί ήρθε να ακούσει τη σοφία του δωδεκαε­τούς παιδιού, του Σολομώντος· να έρχονται να δουν ένα νήπιο να φωτίζει τυφλούς, να καθαρίζει λε­προύς, να ανορθώνει χωλούς, να γιατρεύει αρρώστους, να ανασταί­νει νεκρούς καί γενικά να κάνει παράδοξα καί φρικτά θαύματα, ώστε όλοι να το επαινούν, όλοι να το δοξάζουν, όλοι να το ευφημούν. Άλλα ό Ιησούς δεν ήθελε τέτοια ανθρώπινη καί μάταιη δόξα. «Όχι! ‘Αλλά «σχήματι ευρεθείς ως άνθρω­πος έταπείνωσεν εαυτόν», καθώς λέγει ό θείος Παύλος (Φιλιπ. 2,8) καί κρύβεται με τον ερχομό του σ` ένα τόπο από τους πιο αφανείς της Ιουδαίας καί σ` ένα ενδιαίτη­μα των αλόγων ζώων σκεπάζει δε όλους τους θησαυρούς της σοφίας του μέσα σ’ ένα κομμάτι σάρκας καί κάτω από την διανοητική αδυ­ναμία ενός άγνωστου άφωνου νη­πίου· «εν ω είσι πάντες οί θησαυ­ροί της σοφίας καί της γνώσεως απόκρυφοι»! (Κολ. 2,3) Δι’ αυτό καί ό Ησαΐας για την νηπιώδη αγνωσία του παιδιού αυτού λέγει· «…πριν ή γνώναι το παιδίον καλεί πατέρα ή μητέρα…» (Ήσ. 8, 4). Καί κατά την εποχή πού οί βα­σιλείς της γης -εννοώ ό Αύγουστος Καίσαρ- κυβερνούν το κράτος τους με απογραφές καί εκδίδουν στους λαούς νόμους καί φαίνονται παντού ένδοξοι, αυτός, πού είναι ό βασιλεύς των βασιλευόντων, γεν­νιέται καί ζει εντελώς άγνωστος καί θεωρείται σαν ένα μηδενικό. «Ω της ανυπέρβλητης ταπεινώσεώς σου, ω γλυκύτατο όνομα, ω γλυ­κύτατε υπεράνθρωπε Ιησού! Αύτη ή ταπείνωση σου έκανε τον προ­φήτη Αββακούμ να χάσει σχεδόν το μυαλό του καί να λέει· «Κύριε, κατενόησα τα έργα σου καί έξέστην. Εν μέσω δύο ζώων γνωσθήση» (Άββακ. 3,2). Αύτη ή τα­πείνωση παρακίνησε τον οσίων σου Ισαάκ να πει τα υψηλά αυτά λό­για· «ή ταπεινοφροσύνη στολή θε­ότητας εστίν ό γαρ Λόγος ό ένανθρωπήσας αυτήν ένεδύσατο καί ώμίλησεν ημίν δι’ αυτής εν τω σώ­ματι ημών.. ίνα μη ή κτίσης τη αυ­τοί θεωρία καταφλεχθή» (Λογ. κ’). Επειδή καί ή αιτία της πτώ­σεως των αγγέλων στον ουρανό καί των ανθρώπων στη γη υπήρξε ή διαφορά ανάμεσα στο μεγαλύτε­ρο καί στο μικρότερο, γι’ αυτό εσύ, ό Λόγος του Θεού, με τη γέννηση σου σηκώνεις από τον κόσμο αυτό το μεγάλο σκάνδαλο της απώλειας του κόσμου· καί Σύ, ο ανώτε­ρος καί «υπέρ τα οντά ων», αφού έγινες κατώτερος καί έσχατος όλων,

κανείς μ’ αυτό τον τρόπο όμοια ό­λα σου τα κτίσματα, τόσο τα μεγα­λύτερα καί ανώτερα, όσο καί τα μικρότερα καί κατώτερα καί κατα­δεικνύεις ως άριστη οδό υψώσε­ως, την ταπείνωση, καθώς θεολο­γεί ό δικός σου της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ό Παλαμάς λέγοντας· «Ελευθερώνει με παράδοξο τρό­πο ό Θεός από την αιτία της αρχι­κής πτώσεως (τον άνθρωπο)· καί αυτή (ή αιτία) ήταν ή υπεροχή καί ή κατωτερότητα πού ενυπάρ­χει στα όντα· καί από εδώ ξεκι­νάει ό φθόνος καί ό δόλος καί οι φανερές καί κρυφές αντιπαλότη­τες. Ό Θεός λοιπόν ευδόκησε πρό­σφατα (με την ενανθρώπηση του Χρίστου) να διαλύσει την αιτία της υπερηφάνειας πού καταστρέ­φει τα λογικά του κτίσματα· εξομοι­ώνει δηλ. τα πάντα με τον εαυτό του καί επειδή βέβαια ό ίδιος με τον εαυτό του είναι ίσος καί όμοι­ος κατά φύσιν, κάνει καί την φύ­ση ίση κατά χάριν με τον εαυτό της. Καί αυτό πώς έγινε; Ό ίδιος ό εκ Θεού Θεός Λόγος, αφού άδεια­σε τον εαυτό του απόρρητα καί μυστικά, κατέβηκε από ψηλά στην εσχάτη ανθρώπινη ύπαρξη καί αυτή αφού την έδεσε μαζί του κα­τά τρόπο άλυτο καί αφού ταπει­νώθηκε καί πτώχευσε σαν άνθρω­πος (όμοιος μας) έκανε τα κάτω πάνω, μάλλον δε συνένωσε καί τα δύο σε ένα. Με τη Θεότητα δηλ. συνένωσε την ανθρωπότητα καί έτσι υπέδειξε σε όλους την ταπείνω­ση ως δρόμο πού οδηγεί προς τα άνω, αφού πρόσφερε τον εαυτό του σήμερα υπόδειγμα μπροστά στους ανθρώπους καί στους αγί­ους Αγγέλους» (Λόγος στη Γέννη­ση τον Χρί­στου).
Τώρα, εσύ αγαπητέ, μπο­ρείς να βρεις μεγαλύτερη άπ’ αυτή τη διαφορά με­ταξύ του Θεού καί του κό­σμου; Λοιπόν, από αυτούς τους δύο ποι­ος είναι δίκαιο ; να σ` εξουσιάζει; Ό Χριστός ή ό κόσμος; Βέβαια ό Χριστός· γιατί ό Χριστός ούτε πλανά ούτε πλανάται, ενώ ό κόσμος καί πλανά καί πλανάται. «Έπειτα, σκέψου, πώς για τον Χριστό δεν ήταν αρκετό πού γεννήθηκε υπήκοος του Καί­σαρος Αυγούστου, αλλά θέλησε ακόμη να γεννηθεί καί στην επο­χή πού γινόταν επίσημη δήλωση έμπρακτης υποταγής· ενταίς  ημέρες εκείνες εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεστε πάσαν την οικουμένη» (Λουκ. 2, 1) καί θέλησε να φέρει άνω – κάτω όλα τα πράγματα, κυ­ρίως όμως να βάλει τον εαυτό του κάτω άπ’ αυτήν την υποταγή. «Ανέβει δε καί Ιωσήφ από της Γαλιλαίας εκ ι πόλεως Βη­θλεέμ… άπογράψασθαι συν Μαριάμ τη μεμνηστευμένη αύτω γυναικί οΰση έγκύω» (Λουκ. 2,4).
Εσένα ό­μως αδελφέ φαίνεται πώς σ` ευχαριστεί να τα κάνεις όλα άνω κά­τω, να συγχύ­ζεις όλο τον κόσμο, μόνο για να εκπληρώσεις την επιθυμία σου, μόνο για να υποτάξεις όλους στη γνώμη σου, μόνο για να γίνεις με­γάλος καί για να αποκτήσεις δό­ξα στον κόσμο· μ’ αυτό πού κάνεις φαίνεσαι να λες· εγώ προτιμώ ν’ ακολουθήσω το παράδειγμα του κόσμου από το παράδειγμα του
Χριστού» εγώ επιλέγω την δόξα των ανθρώπων από τη δόξα του Θεού.
«Ω πόσο θα σου φανεί βαριά αύτη ή παράλογη εκλογή σου, ό­ταν στο φως της κρίσεως του Θεού θα δεις τα πράγματα όπως ακριβώς είναι κι όχι καθώς τώρα σου φαί­νονται καί όταν αυτό το βρέφος, πού τώρα βλέπεις μέσα στη φά­τνη άδοξο καί ταπεινό, έρθει ως μέγας βασιλεύς με δύναμη καί δό­ξα πολλή για να κρίνει όλο τον κόσμο.
Άλλα τι απαντάς;
Ναι εγώ πρέ­πει να παραβλέπω την τιμή μου καί να ταπεινώνομαι για το Χρι­στό, αλλά ό κόσμος είναι χωρίς διάκριση καί με περιφρονεί καί δεν με υπολογίζει για τίποτε. Εύγε, σωστά απάντησες. «Άφησε λοιπόν να είναι κρυμμένη καί καταφρονη­μένη άπ’ αυτόν τον κόσμο ή δική σου τιμή καί ή ζωή, για να φανε­ρωθείς καί συ με τιμή καί δόξα, όταν φανερωθεί ό Χριστός. Απεθάνετε γαρ, καί ή ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ· ό­ταν ό Χριστός φανερωθη, ή ζωή ημών, τότε ύμεΐς συν αύτω φανερωθήσεσθε εν δόξη» (Κολ. 3, 3-4).
Ας λέει ό κόσμος τα δικά του· τι σε νοιάζει; Εσύ ν’ ακολουθείς την οδηγία της σοφίας του Χριστού κι όχι της μωρίας του κόσμου, πού είναι καί δικός σου εχ­θρός καί εχθρός του αλυτρώτου σου· είναι τόσο μεγάλος εχθρός του πού ό ίδιος ό Χριστός στο καιρό του πάθους του, ενώ παρακάλεσε τον ουράνιο πατέρα ακόμη καί για τους σταυρωτές του, όμως για τον κόσμο δεν θέλησε να παρακαλέ­σει· «ου περί του κόσμου ερωτώ» (Ίω. 17,9). Γι’ αυτό πρέπει να δια­λέξεις ένα από τα δύο, αν είσαι φί­λος του Ιησού, πρέπει να είσαι εχθρός του κόσμου· καί αν αντίθε­τα θελήσεις να είσαι φίλος του κό­σμου, εξάπαντος θα είσαι εχθρός του Ιησού· «μοιχοί καί μοιχαλί­δες! ουκ οιδατε ότι ή φιλία του κόσμου έχθρα του Θεού εστίν; ός αν ο
βουληθεί  φίλος είναι του κόσμου εχθρός του Θεού καθίστα­ται» (:Ιακώβ. 4,4). Μα σου κακο­φαίνεται επειδή σε καταφρονεί καί σε μισεί ό κόσμος; Ανόητος πού είσαι! Αυτό το μίσος καί αυτή ή καταφρόνηση (του κόσμου) είναι καλό σημάδι· πώς δηλ. δεν είσαι μαθητής του κόσμου, αλλά μαθη­τής του Χριστού· «Ει εκ του κό­σμου είτε, ό κόσμος αν το ίδιον  έφίλει· ότι δε εκ του κόσμου ουκ έστέ, άλλ’ εγώ έξελεξάμην υμάς εκ του κόσμου, δια τούτο μισεί υμάς ό κόσμος» (Ίω. 15,19).
Αδελφέ μου, άνοιξε μία φορά τα μάτια σου για το καλό της ψυχής σου καί αποφάσισε να μην εμπι­στεύεσαι πια τον ψεύτη καί επίβουλο κόσμο, καθώς σε συμβουλεύει καί ό σοφός Σειράχ. «Μη πιστεύσης τω έχθρώ σου εις τον αιώνα» (Σοφ. Σειρ. 12,10). Πάρε σταθερή από­φαση να μελετάς πάντοτε καί να ακολουθείς την οδηγία του φω­τός των παραδειγμάτων, του Ίησοΰ Χριστου ό όποιος μέσα από τα βρεφικά σπάργανα σου φωνά­ζει με γλώσσα ψελλίζουσα εκείνο το φοβερό έλεγχο. «Πώς δύνασθε ύμεΐς πιστεύσαι, δόξα παρά αλλή­λων λαμβάνοντες καί την δόξα την παρά του μόνου θεού ου ζη­τείτε;» (Ιωάννης. 6,44) Καί επειδή αυτός (ό Ιησούς Χριστός) έπαθε τόσα για να σε διδάξει την αλήθεια, παρακάλεσε τον να σου δώσει χάρη να καταλάβεις σ` όλο το βάθος το παράδειγμα του καί την διδασκα­λία του, για να αγαπάς την ταπείνωση του, ή οποία είναι γεμάτη από αληθινό ύψος καί δόξα· να μισείς όμως καί να αποστρέφεσαι την δόξα καί την τιμή του κόσμου, ή οποία είναι αληθινή ατιμία καί άδοξία· γιατί όχι μόνο σου στερεί την ουράνια δόξα, αλλά καί για­τί στο τέλος της ζωής, καταλήγει (ή δόξα του κόσμου) στο χώμα και στην κοπριά σύμφωνα με τη Δαβιτική εκείνη κατάρα.» Καταδιώξω άρα ό εχθρός την ψυχήν μου… και την δόξα μου εις χουν κατασκηνώσαι» (Ψαλμ.1,5).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου