Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

O ΜΩΑΜΕΘ Ο ΠΟΡΘΗΤΗΣ ΕΙΧΕ ΑΣΠΑΣΤΕΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ;;

Μεχμέτ ο Φατίχ

Tου Νίκου Χειλαδάκη

Δημοσιογράφου - Συγγραφέα - Τουρκολόγου

 

Αναδημοσίευση από: http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3795&Itemid=158

 

Ο Μωάμεθ είχε γεννηθεί, μεγαλώσει και ανατραφεί, σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε το ελληνικό πνεύμα μαζί με ένα ιδιαίτερο μυστικιστικό ισλαμισμό, καθαρά ανορθόδοξο, παράλληλα με τις ορθόδοξες μυστηριακές καταβολές της Μικράς Ασίας. Λέγεται ότι λάτρευε την ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μελετούσε ό,τι είχε σχέση με τον μεγάλη στρατηλάτη. Οι σύμβουλοι που τον περιστοίχιζαν, από την πρώτη περίοδο της ανόδου του στην εξουσία της νέας αυτοκρατορίας, ήταν οι περισσότεροι Έλληνες, ή εξισλαμισμένοι Έλληνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο Έλληνας στρατηγός Ζαγανός, τον οποίο αργότερα ο Μωάμεθ τον έκανε πρωθυπουργό. Ο Ζαγανός ήταν αυτός, (όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο), που παρότρυνε τον Μωάμεθ μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, όταν είχε αρχίσει η πολιορκία της βασιλεύουσας, να εφορμήσει και να καταλάβει την πόλη επανιδρύοντας, όπως διακήρυττε, την αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλέξανδρου, ενώ οι εκ γενετής Οθωμανοί μουσουλμάνοι αξιωματούχοι του Μωάμεθ, όπως ο Τσανταρλή ο βεζίρης, είχαν την άποψη ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμοι για την τελική έφοδο και κατάληψη της Πόλης. Τελικά ο Μωάμεθ άκουσε τον Ζαγανό, ενώ ο Τσανταρλής εκτελέστηκε μετά την άλωση της Πόλης.

Ένα ενδιαφέρον σημείο από την προσωπική ιστορία του Μωάμεθ, ήταν η μητέρα του. Η επικρατούσα τουρκική άποψη για την  μητέρα του Μωάμεθ ήταν ότι πάντως δεν ήταν Μουσουλμάνα, αλλά Χριστιανή. Αλλά το ίδιο υποστηρίζεται και για την αρχή της ίδιας της Οθωμανικής δυναστείας. Η επίσημη δυναστική παράδοση αναφέρει ότι ο ίδιος γενάρχη των Οσμανλίδων, ο Οσμάν, παντρεύτηκε κόρη Δερβίση, δηλαδή μη ορθόδοξου μουσουλμάνου που έγινε μητέρα του Ορχάν, δηλαδή η αρχή της ίδιας της αυτοκρατορίας δεν έχει σχέση με το κανονικό ορθόδοξο Ισλάμ. Η ίδια η μητέρα του Μωάμεθ ήταν Χριστιανή ορθόδοξη, ενώ ο ίδιος ο Μωάμεθ, όπως αναφέρουν τα στοιχεία της εποχής, δεν πρέπει να ήταν ορθόδοξος Μουσουλμάνος, αλλά Αλεβίτης. Και γι’ αυτό δεν ήταν τυχαίο ότι έδειχνε μεγάλη προτίμηση σε οτιδήποτε περσικό και σε όλες τις δοξασίες του Σιϊτισμου.

Τον 15ο αιώνα ο Μωάμεθ όταν άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια της αυτοκρατορικής κυριαρχίας του, παράλληλα με το ενδιαφέρον του για κάθε τι το περσικό, έδειχνε και μεγάλο πάθος για τις χριστιανικές αρχές και την θρησκεία του Χριστού. Σαν μεγάλο κατηχητή του στις αρχές αυτές, είχε τον ίδιο τον πρώτο Οικουμενικό Πατριάρχη, μετά την άλωση, τον Γεννάδιο. Οι στενές σχέσεις του Γενναδίου με τον Μωάμεθ, ενίσχυσαν τις φήμες πως ο Σουλτάνος είχε ασπαστεί τον χριστιανισμό, ή τουλάχιστον λάτρευε παράλληλα με την θρησκεία του Προφήτη και της χριστιανικής ορθοδοξίας.  Ο ίδιος ο Μωάμεθ μάλιστα είχε παρακαλέσει στον Πατριάρχη Γεννάδιο να καταγράψει το αποτέλεσμα των μακρών θεολογικών συζητήσεων που είχαν οι δυο άντρες,  στο μοναστήρι της Παμμακάριστου, όπου ο Μωάμεθ μόνος επισκέπτονταν συχνά τον Πατριάρχη. Ο Γεννάδιος τότε κατέγραψε τις σχετικές συζητήσεις σε ένα βιβλίο με τίτλο «Περί της μόνης οδού προς την σωτηρία των ανθρώπων». Το σύγγραμμα αυτό μεταφράστηκε και στα τουρκικά και ήταν ένα από τα βιβλία κατήχησης του Μωάμεθ του Πορθητή.

Ο Μωάμεθ ήταν αυτός που είχε βοηθήσει τον Γεννάδιο να ανέβει στον πατριαρχικό θρόνο και γι' αυτό οι σχέσεις τους ήταν κάτι παραπάνω από σχέση συνομιλητών. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την στέψη του Πατριάρχη, ο Σουλτάνος και Πορθητής είχε σηκωθεί από τον θρόνο του, γεγονός μεγάλης σημασίας  για την εποχή, για να υποδεχτεί τον αρχηγό τον Ορθοδόξων Χριστιανών και να τον συγχαρεί για το αξίωμα που έπαιρνε. Επειδή η μητέρα του Μωάμεθ ήταν συνειδητή Χριστιανή, είχε επηρεάσει για πολύ καιρό και σε μεγάλο βαθμό τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του Πορθητή. Λέγεται ότι από την  πιο τρυφερή ηλικία του, είχε μάθει την προσευχή του «Πάτερ Ημών» και μερικές ακόμα χριστιανικές προσευχές. Συνεπώς οι σχέσεις του με την ορθοδοξία δεν ήταν απλώς σε ένα επίπεδο περιέργειας και ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, αλλά κάτι παραπάνω και πολλοί αναφέρουν ότι παρά το ότι ήταν επίσημα Μουσουλμάνος, εκφραζόταν συχνά, σαν Χριστιανός ορθόδοξος.

Αυτό μαρτυρεί και ο σύγχρονός του ιστορικός, ο Κατακουζηνός Θεόδωρος Σπαντουνής, αυτόπτης μάρτυρας, ο οποίος αναφέρει ότι στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Μωάμεθ είχε εγκαταστήσει στα προσωπικά του διαμερίσματα ένα ολόκληρο χριστιανικό εικονοστάσι με κανδήλια και κεριά. Παράλληλα είχε παραγγείλει στον Ιταλό ζωγράφο Τζεντίλε Μπελίνι, να κάνει το πορτρέτο του, κάτι όπου ήταν τελείως αντίθετο στις ισλαμικές πεποιθήσεις περί απαγόρευσης απεικονίσεως προσώπων και παράλληλα και το πιο εντυπωσιακό, να κάνει και το πορτρέτο της Παναγιάς με τον Χριστό στην αγκαλιά της. Σε όλα αυτά κατά τον Κατακουζηνό, συνέβαλε  ότι την παιδική του ηλικία ο Μωάμεθ την πέρασε απομονωμένος με την μητέρα του στην  Μαγνησία, ανατρεφόμενος αποκλειστικά με χριστιανικό ορθόδοξο τρόπο. Είναι γνωστό πως η μητέρα του Μωάμεθ είχε παντρευτεί τον σουλτάνο Μουράτ και εκείνη την εποχή μια γυναίκα που παντρεύονταν αλλόθρησκο διατηρούσε την θρησκεία της.

Την ίδια περίοδο ένα άλλος βυζαντινός λόγιος, ο γνωστός φιλόσοφος,  Γεώργιος ο Τραπεζούντιος, που είχε επηρεαστεί από αυτή την στάση του Μωάμεθ, είχε πάρει το θάρρος και του έστειλε κάποιες επιστολές τονίζοντας πως δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ του Ισλάμ και της Ορθοδοξίας, ενώ προέτρεπε τον Μωάμεθ να ενοποιήσει τις δυο θρησκείες και να γίνει ο κήρυκας της κοινής θρησκείας. Ο Τραπεζούντιος ήξερε ότι απευθύνονταν σε ένα Αλεβίτη κρυπτοχριστιανό και όχι σε ένα στερεότυπο Σουνίτη Μουσουλμάνο, γι' αυτό και έγραψε αυτές τις επιστολές. 

Ο Φατίχ χρησιμοποιούσε τον τίτλο σαν «Κύριος των Δυο Στεριών, Ρούμελης και Ανατολής και των Δυο Θαλασσών, Μεσογείου και Μαύρης Θάλασσας».  Ήταν ένας πολεμιστής με δίψα για παγκόσμια επιβολή, ταυτόχρονα και ένας άνθρωπος ανεκτικός και πολιτισμένος. Έχοντας διορίσει τον Γεννάδιο, Πατριάρχη των ορθόδοξων, τον πρόσταξε να συνθέσει μια πραγματεία που θα συνόψιζε τις αρχές της χριστιανικής θρησκείας. Στο παλάτι του δεχόταν ουλεμάδες, (θεολόγους μελετητές του Κορανίου), σε καθορισμένες ημέρες της εβδομάδας για να κατηχηθεί στα κηρύγματά τους. Δεχόταν στην αυλή του ακόμα και ουμανιστές και Έλληνες λόγιους. Όλα αυτά τον κατέτασσαν για πολλούς στην ίδια κατηγορία με τους συγχρόνους του ηγεμόνες της Αναγέννησης στην Δύση, αν και οι σύγχρονοι Τούρκοι ιστορικοί τον θεωρούν σαν ένα γνήσιο Μουσουλμάνο, Γαζή, πολέμαρχο, που χρησιμοποιούσε την εξουσία του για να μεταστρέψει το κράτος του στην ισχυρότερη αυτοκρατορία του κόσμου.

Ας δούμε τι γράφει συγκεκριμένα για τον Μωάμεθ ο μεγάλος Τούρκος ιστορικός, Χαλίλ Ινανλτσίκ, στο έργο του, «Η Οθωμανική αυτοκρατορία»:  «Έχει υποστηριχθεί ότι ο Μωάμεθ ο πορθητής ενδιαφέρθηκε ενεργά για τον πολιτισμό της Δύσης και ειδικότερα για την ιταλική αναγέννηση και για τον λόγο αυτό συναναστρέφονταν συχνά με Χριστιανούς. Οπωσδήποτε ο Μωάμεθ ήταν το πιο ανοιχτό μυαλό από κάθε άλλο σουλτάνο και δεχόταν να συναντηθεί με ανθρώπους διαφορετικών θρησκειών και να ανταλλάσσει τις απόψεις του με αυτούς. Προκειμένου να γνωρίσει από την αρμοδιότερη πηγή τις αρχές της χριστιανικής θρησκείας, πρόσταξε τον πατριάρχη Γεννάδιο να γράψει μια πραγματεία για τον Χριστιανισμό. Παράλληλα συγκέντρωσε στο παλάτι του διάφορους Έλληνες και Ιταλούς λόγιους, όπως ο Γεώργιος Αμιρούτσης, ο Κριτόβουλος ο Ίμβριος και ο Κυριάκος ο Αγκωνίτης. Παράγγειλε στον Αμοιρούτση να του κάνει ένα παγκόσμιο χάρτη και φρόντισε για την μετάφραση της γεωγραφίας του Πτολεμαίου, ενώ έφτιαξε μέσα  στο παλάτι του μια μεγάλη βιβλιοθήκη με κλασικά ελληνικά και λατινικά συγγράμματα. Τίμησε πλουσιοπάροχα τον ζωγράφο Τζεντίλε Μπελίνι, τον οποίο έφερε από την Βενετία για να στολίσει τους τοίχους του Σαραγιού με μεταλλικές νωπογραφίες και να φτιάξει το πορτρέτο του. Ο γνωστός τότε λόγιος Μπερλινγκέρι, σκόπευε να χαρίσει την «Γεωγραφία» του στον Μεχμέτ (Μωάμεθ), όπως και ο Ρομπέρτο Βαλιούρο την «Στρατιωτική τέχνη» του ενώ ο Τζιοβάνι Μαρία Φιλελφο έγραψε το έργο «Εν απιστία Αμυρίς», με το  οποίο εγκωμιάζει τον Πορθητή».

Πιο ενδιαφέρουσα  είναι η άποψη για τον Μωάμεθ τον πορθητή, του Βρετανού μελετητή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, Lord Kinros, όπως αναγράφεται στο έργο του «Οθωμανική Αυτοκρατορία». Αναφέρει λοιπόν ο έγκυρος Βρετανός ιστορικός τα εξής: «Ο Αυτοκράτορας έδειχνε να έχει αρκετά καλές διαθέσεις έναντι των Ελλήνων της Πόλης οι οποίοι αντιπροσώπευαν την μεγαλύτερη, πλουσιότερη και πιο καλλιεργημένη μη μουσουλμανική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης. Αντιλήφθηκε πολύ καλά ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα κεφάλαιο για την αυτοκρατορία του, με την δεξιότητα τους γύρω από τη βιομηχανία, το εμπόριο και τη ναυτιλία, στα οποία οι Τούρκοι υστερούσαν σημαντικά. Κατά την διάρκεια των σπουδών του είχε αποκτήσει πολλές γνώσεις γύρω από την ελληνική ιστορία, κλασική και βυζαντινή. Μπορεί ακόμα να είχε και ελληνικό αίμα στις φλέβες του από την Χριστιανή μητέρα του. Έδειχνε ιδιαίτερη εκτίμηση για την μητριά του, κατά το ήμισυ Σέρβα  και το άλλο ήμισυ Ελληνίδα, χήρα του Μουράτ, την αρχόντισσα Μάρα, (η οποία σημειωτέον είχε θεωρηθεί μετά τον θάνατο του συζύγου της σαν πιθανή νύφη για τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο)».     

Έτσι ο Μωάμεθ δεν χρειάστηκε πολλά χρόνια για να δώσει στην ελληνική εκκλησία ένα νέο Πατριάρχη. Ο τελευταίος κάτοχος του πατριαρχικού θρόνου είχε φύγει στην Ιταλία, το 1451 και έτσι θεωρήθηκε παραιτημένος. Η προτίμηση του σουλτάνου στράφηκε προς τον μοναχό Γεννάδιο, ή διαφορετικά Γεώργιο Σχολάριο, ένα έξοχο λόγιο. Ο Γεννάδιος είχε πρωτοστατήσει έναντι της ένωσης της ελληνικής εκκλησίας με την ρωμαϊκή, μια τελευταία προσπάθεια για την εξασφάλιση δυτικής βοηθείας προς την Πόλη και επομένως ήταν απίθανο να συνωμοτήσει με τους Χριστιανούς της Δύσης. Όταν αναζητήθηκε από τον σουλτάνο, ανακαλύφθηκε ότι είχε μεταφερθεί από το μοναστικό κελί του σαν αιχμάλωτος όταν έγινε η κατάληψη και βρίσκονταν σκλάβος στην κατοχή κάποιου πλούσιου Τούρκου, ο οποίος έχει εντυπωσιαστεί από τις γνώσεις του. Αφού εξαγοράστηκε οδηγήθηκε με μεγάλο σεβασμό στον Μωάμεθ, ο οποίος τον μεταχειρίστηκε επίσης με μεγάλο σεβασμό. Τον έπεισε να δεχτεί τον πατριαρχικό θρόνο και συζήτησε μαζί του τους όρους του καθεστώτος που θα εφαρμόζονταν για την Ορθόδοξη κοινότητα της νέας αυτοκρατορίας. Το καθεστώς αυτό όριζε για τους Ορθόδοξους τέτοιες εγγυήσεις, ώστε να τους εξασφαλίσει τις βασικές τουλάχιστον ελευθερίες στην διαχείριση των δικών τους υποθέσεων.

 Με τον Γεννάδιο ο Μωάμεθ ανέπτυξε πολύ φιλικές σχέσεις συζητώντας μαζί του φιλικά πάνω σε θεολογικά ζητήματα. Ο Μωάμεθ επιδείκνυε αξιοσημείωτο ενδιαφέρων για την χριστιανική θρησκεία, μέσα στα πλαίσια της αναζήτησης της γνώσης που τον διέκρινε. Κατόπιν επιθυμίας του ο Γεννάδιος έκανε μια έκθεση για το ορθόδοξο δόγμα, η οποία μεταφράστηκε και στην  οθωμανική γλώσσα. Η κατάσταση αυτή είχε δημιουργήσει στην Δύση ευσεβείς ελπίδες ότι ο Σουλτάνος μπορούσε να αναδειχτεί σε ένα πανίσχυρο προστάτη του χριστιανισμού. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, ένας ξακουστός φιλέλληνας, ο Φραγκίσκος  Φίλφελος, έγραψε στον Πορθητή παρακαλώντας τον να ελευθερώσει την πεθερά του, Ιταλίδα χήρα ενός Έλληνα φιλοσόφου η οποία είχε συλληφθεί μέσα στον Πόλη, απευθύνοντας του μάλιστα την θερμή επιθυμία να ενώσει την χριστιανική θρησκεία. Λέγεται δε ότι και ο Πάπας Νικόλαος ο V, είχε προσευχηθεί για τον προσηλυτισμό του Σουλτάνου μετά από κατάλληλη κατήχηση, η οποία ακολούθησε μια υποτιθέμενη ανταλλαγή επιστολών στις οποίες ο Μωάμεθ αναφερόμενος στον εαυτό σαν τον διάδοχο και εκδικητή του Έκτορα, έκανε νύξη για μια τέτοια πιθανότητα. Λίγο Αργότερα ο Πάπας Πίος ο ΙΙ, φοβούμενος μήπως ο σουλτάνος ανταποκρινόμενος στο ορθόδοξο δόγμα προσηλυτιστεί, του έγραψε διερμηνεύοντας την ανωτερότητα  και αλήθεια του καθολικού δόγματος, και του πρότεινε να βαπτιστεί ώστε να γίνει κάτω από την προστασία του Πάπα, ο μεγαλύτερος χριστιανός άρχοντας της οικουμένης. Στην ίδια την Κωνσταντινούπολη ένας Έλληνας φιλόσοφος, ο Γεώργιος Αμιρούτζης, έγραψε μια μελέτη για τον σουλτάνο για να δείξει ότι υπήρχε κοινό έδαφος μεταξύ του Ισλάμ και του χριστιανισμού, με εισήγηση να ενωθούν σε μια θρησκεία, ή τουλάχιστον η μια να αναγνωρίσει την άλλη σαν αδελφή.

Είναι γεγονός πως η αυλή του Μωάμεθ στην Κωνσταντινούπολη αποτελούνταν κυρίως από Έλληνες εξισλαμισμένους, όπως άλλωστε και των περισσότερων σουλτάνων, ένα γεγονός που έχει κάνει πολλούς ιστορικούς να ισχυριστούν ότι ουσιαστικά η Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν δημιούργημα εξωμοτών παρά των εκ γενετής  μουσουλμανικής καταγωγής.  Ο Μωάμεθ όμως επιχείρησε μια σημαντική καινοτομία που τον έκανε διαφορετικό από τους προγόνους του, ακόμα και από τον πατέρα του τον Μουράτ. Ενώ οι προηγούμενοι σουλτάνοι αναμειγνύονταν και έτρωγαν κοντά με τους υπηκόους τους, αυτός εγκατέλειψε αυτή την τακτική και γευμάτιζε μόνος του απομακρύνοντας ακόμα και τους βεζίρηδες και άλλους αξιωματούχους με ένα νόμο που είχε θεσπίσει και έλεγε ότι: «Δεν επιθυμώ να συντρώγει κανένας με την βασιλική εξοχότητα μου, εκτός από αυτούς όπου έχουν βασιλικό αίμα».

Αυτόν τον τρόπο ζωής του Μωάμεθ, που ήταν ένας μοναχικός τύπος και για πολλούς λάτρης του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον περιγράφει με αναλυτικό τρόπο ο σύγχρονός του βιογράφος ο Έλληνας Κριτόβουλος.

Ο Μωάμεθ ζούσε σε ένα πανέμορφο ανάκτορο (το Τοπ-Καπί),  το οποίο είχε αρχίσει να κτίζει από το 1465 μ. Χ. στην όλο στροφές τοποθεσία της προηγούμενη βυζαντινής ακρόπολης, η κορυφή της οποίας δέσποζε στην συμβολή τριών θαλασσών, του Κερατίου κόλπου, της θάλασσας του Μαρμαρά και του Βοσπόρου. Τα σχέδια του ανακτόρου έγιναν και αυτά από Έλληνες κυρίως αρχιτέκτονες, καθώς και Πέρσες και Άραβες  και ήταν τόσο μεγαλειώδη, που η συμπλήρωσή τους θα κρατούσε, όπως υπολογίστηκε, περίπου 25 χρόνια. Με την εξαιρετική όμως μεγάλη κλίμακα μισθών και τα πλούσια φιλοδωρήματα που μοίρασε απλόχερα ο σουλτάνος στους εργάτες, το ανάκτορο τελικά συμπληρώθηκε στο τέταρτο  χρόνο.  Αξιόλογη είναι και η περιγραφή της εποχής για τα ανάκτορα του Μωάμεθ που αναφέρει, «Μέσα στο σαράγι υπήρχαν τεράστιοι και ωραιότατοι κήποι μέσα στους οποίους καλλιεργείται όποιο φυτό και φρούτο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Νερό δροσερό καθαρό και πόσιμο έτρεχε συνεχώς. Σε κάθε γωνιά κοπάδια τα πουλιά, τόσο από αυτά που τρώγονται, όσο και μελωδικά, τιτίβιζαν και κελαηδούσαν. Αγέλες από οικιακά και αγρία ζώα  έβοσκαν στους κήπους.  Εδώ ο σουλτάνος Μωάμεθ περνούσε απομονωμένος τους χειμερινούς μήνες ανάμεσα σε δυο εκστρατείες».

Μετά από τόσους αιώνες από τον θάνατο του Πορθητή η ταυτότητα του Μωάμεθ είναι ένα περίπλοκο θέμα που σχετίζεται και με την ταυτότητα των ίδιων των Οθωμανών σουλτάνων. Η πραγματική θρησκεία του Πορθητή είναι ένα ζήτημα που αν αποκαλυπτόταν, σίγουρα για πολλούς θα δημιουργούσε μεγάλη κρίση συνειδήσεως για την σημερινή Τουρκία, που έχει ανασκευάσει όλη την ιστορία της, ακριβώς για να στηρίξει ένα οικοδόμημα που είναι για πολλούς τεχνητό. 

Αλλά το μυστήριο της αληθινής ταυτότητας του Μωάμεθ περιπλέχτηκε στις αρχές του αιώνα, τότε που η αυτοκρατορία που ίδρυσε έπνεε πλέον τα λοίσθια και ίσως η πνευματική του μαρτυρία επιζητούσε κάποιο τρόπο για να αποκαλυφθεί η αλήθεια, μια αλήθεια που θα μπορούσε να κλονίσει πολλά ιστορικά ταμπού.

Ο πρώτος που μίλησε αποκαλυπτικά για το θέμα αυτό το  ήταν  ένας μεγάλος Τούρκος πολιτικός και ποιητής, ο Γιαχία Κεμάλ Μπεγιατλί και το γεγονός αυτό  αναφέρει ο Τούρκος συγγραφέας, Ρεσάτ Εκρέμ Κοτσού στο βιβλίο του, «Οθωμανοί ηγεμόνες». Η απαγορευμένη αυτή μαρτυρία  είναι άκρως αποκαλυπτική για την πραγματική θρησκευτική ταυτότητα του μεγάλου Φατίχ των Οθωμανών, του Μωάμεθ του Πορθητή. Γράφει λοιπόν το βιβλίο: «Την εποχή του Αμπντούλ Χαμίτ του Β΄, στις αρχές του εικοστού αιώνα, είχε σπάσει ένας μεγάλος αγωγός νερού στη συνοικία του μεγάλου τεμένους  του Προθητού, το Φατίχ. Το Φατίχ είχε οικοδομηθεί μεταξύ των ετών 1463 και 1470, πάνω στα ερείπια της κατεδαφισμένης από τους Οθωμανούς εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων, κάτω από την οποία βρίσκονται θαμμένοι πολλοί βυζαντινοί βασιλείς. Στην εκκλησία αυτή ο Γεννάδιος είχε εγκαταστήσει το Πατριαρχείο κατόπιν άδειας του Μωάμεθ μετά την άλωση. Το 1454 ο Πατριάρχης εγκατέλειψε οικιοθελώς την εκκλησία, επειδή μέσα σε αυτή είχε βρεθεί το πτώμα ενός Τούρκου και φοβήθηκε μήπως κατηγορηθούν οι Έλληνες για το έγκλημα. Την κατασκευή του τζαμιού είχε αναλάβει ο Έλληνας αρχιτέκτονας, Χριστόδουλος, που φρόντισε όμως να διατηρήσει τα θεμέλια της κατεδαφισμένης εκκλησίας.  Κατά την επισκευή όμως του χαλασμένου αγωγού, ο Αμπντούλ Χαμίτ έδωσε εντολή να ανοιχτεί ο τάφος του Μωάμεθ που βρισκόταν δίπλα στο τζαμί, για να διαπιστωθούν τυχόν ζημιές και να επισκευαστούν. Ο τάφος λοιπόν ανοίχτηκε και σε βάθος τριών μέτρων βρέθηκε μια σιδερένια καταπακτή από όπου μια πέτρινη σκάλα οδηγούσε στην υπόγεια αίθουσα της βυζαντινής εκκλησίας. Εκεί βρέθηκε ο μαρμάρινος τάφος που βρισκόταν το ταριχευμένο πτώμα του Μωάμεθ, ολόιδιο με το πορτρέτο που είχε φιλοτεχνήσει ο Ιταλός ζωγράφος Μπελίνι, πέντε μήνες πριν από τον θάνατο του Πορθητή. Το γεγονός αυτό και μόνο για πολλούς αποτελεί τη μεγαλύτερη απόδειξη ότι ο Μωάμεθ θέλησε να ταφεί σαν χριστιανός και βυζαντινός βασιλιάς, εν μέσω των άλλων βυζαντινών αυτοκρατόρων».

 Ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ, που για λόγους πολιτικούς την εποχή εκείνη είχε εγκαταλείψει το μπεκτασισμό, (δηλαδή το αιρετικό Ισλάμ), τον οποίο ακολουθούσε και ασπάστηκε τον σουνιτισμό, δηλαδή το ορθόδοξο Ισλάμ, κυριεύτηκε από πανικό και έδωσε εντολή να σφραγιστεί αμέσως ο τάφος του Μωάμεθ. Τα παραπάνω συνέβησαν πριν από το 1908 και έκτοτε ο τάφος του Μωάμεθ δεν ξανάνοιξε. Γι' αυτό και σήμερα είναι αδύνατο να αποδειχτεί αυτή η μαρτυρία του Μπεγιατλί. Αποτελεί όμως μαρτυρία επιφανούς Τούρκου, η οποία δεν εξυπηρετεί κάποιες σκοπιμότητες και δεν είχε λόγους να παρουσιάζει τον Μωάμεθ Χριστιανό. Σήμερα το μέρος εκείνο είναι απαγορευμένο και δεν επιτρέπεται σε κανένα, είτε αρχαιολόγο είτε θρησκευτικό αρχηγό να το πλησιάσει, επιτείνοντας έτσι το μυστήριο για τους βυζαντινούς βασιλικούς τάφους αλλά και για τους τάφους των σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Είναι γεγονός ότι παρόμοιες με αυτήν  μαρτυρίες έχουν κυκλοφορήσει κατά καιρούς στην Τουρκία, αλλά χωρίς να τις δοθεί για ευνόητους λόγους μεγάλη έκταση. Χαρακτηριστικό είναι ότι στις 19 Δεκεμβρίου 1996, το εβδομαδιαίο περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας στην Τουρκία, «Ακτουέλ», του συγκροτήματος της γνωστής εφημερίδας, «Σαμπάχ», είχε κυκλοφορήσει με τον εξής εντυπωσιακό τίτλο: «Ο Πορθητής ήταν Χριστιανός;» και από κάτω είχε τον υπότιτλο:  «Οι ιστορικοί δεν μπόρεσαν μέχρι σήμερα να λύσουν αυτό το μυστήριο, 540 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου Φατίχ».

Το ότι στην σημερινή Τουρκία στην οποία αναδύεται δυναμικά το ισλαμικό στοιχειό, δημοσιεύονται αναφορές για ένα τέτοιο θέμα ήταν μια μεγάλη απόδειξη της αμφιβολίας για την πραγματική θρησκευτική ταυτότητα του Μωάμεθ, ακόμα και για το ίδιο το επίσημο τουρκικό κατεστημένο. Και αυτό παίρνει μεγαλύτερη αξία αν κατανοήσουμε τα παρακάτω: Ο Φατίχ, ήταν και είναι ένα από τα πιο μεγάλα ταμπού της τουρκικής ιστορίας, του τουρκισμού και του σύγχρονου τουρκικού εθνικισμού. Γι' αυτό και ένας ηγέτης σαν τον Φατίχ, έπρεπε να προσωποποιεί εκτός από το εθνικό συναίσθημα του λαού και το θρησκευτικό. Δηλαδή δεν χωράει καμία άλλη θεωρία όσον αφορά τα θρησκευτικά πιστεύω του Μωάμεθ του Πορθητή, εκτός από του ότι ήταν ένας θρησκευτικός αρχηγός των Σουνιτών Τούρκων Μουσουλμάνων.

Και όμως εκεί μέσα στον τάφο του Πορθητή υπάρχει το μεγαλύτερο μυστικό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ένα μυστικό που αποδεικνύει ότι ο ιδρυτής του δευτέρου Βυζαντίου, όπως του  άρεσε να ονομάζει την νέα αυτοκρατορία ο Μωάμεθ ο Πορθητής, πιθανώς είχε ασπαστεί στο τέλος της ζωής του τον χριστιανισμό, μια θρησκεία που σε όλη του την ζωή τον ακολουθούσε, ενώ απ' τα παιδικά του χρόνια είχε τις πρώτες επαφές μαζί της μέσω της χριστιανής μητέρας του.

 Η κατάρρευση ενός ταμπού, που  αφορά την θρησκεία του μεγάλου Φατίχ, του Μωάμεθ του Πορθητή, του ιδρυτή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και του επίσημου προστάτη του σουνιτικού Ισλάμ, θα ήταν ένα γερό χτύπημα  για τα ίδια τα θεμέλια της σύγχρονης Τουρκίας, αλλά το κυριότερο θα ήταν μια αρχή για μια αλυσίδα καταρρεύσεων πολλών μύθων πάνω στους οποίους είναι κτισμένο το  οικοδόμημα της σύγχρονης, «ισχυρής», Τουρκίας. Η εσωτερική συνείδηση, η πραγματική θρησκευτική καταβολή ακόμα και η φυλετική καταγωγή των σημερινών Τούρκων, θα ήταν ένα επόμενο ισχυρό ταμπού που θα κατάρρεε και θα διέλυε όλες τις επίσημες ιστορικές κοσμοθεωρίες του κεμαλισμού. Αλλά το κυριότερο, θα δημιουργούσε την μεγαλύτερη κρίση ταυτότητας των σημερινών Τούρκων, για τους οποίους όταν ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ επισκέφτηκε το 1997 για πρώτη φορά  το Τουρκμενιστάν, που υποτίθεται πως είναι η φυσική κοιτίδα των Τούρκων, ο τότε πρόεδρος του Τουρκμενιστάν, Σαπαρμουράτ Τουρκμένμπασί, του είπε με χαιρέκακο ύφος: «Εσείς όταν φύγατε από την κεντρική Ασία ήσασταν σαν και μας, σήμερα όμως δεν μας μοιάζετε καθόλου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου