Κυριακή 13 Αυγούστου 2017

''Η ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΡΠΟΙ ΤΗΣ''...ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

Ο Αββάς Ναθαναήλ πρωτοβγαίνοντας στην έρημο νέος στην ηλικία κι αρχάριος στην μοναχική πολιτεία, βρήκε μια σπηλιά σ' ένα απόκρημνο βράχο. Γεμάτος ζήλο κι ενθουσιασμό για άσκηση, έμεινε εκεί ν' αγωνίζεται μόνος. Γρήγορα όμως απόκαμε από την τραχύτητα του τόπου και τις πολλές στερήσεις. Περνούσε εβδομάδες ολόκληρες χωρίς ψωμί και νερό. Αποφάσισε τέλος ν' αφήσει το σπήλαι...ο και να μείνει σε πιο ήρεμο τόπο. Έφτιαξε μια καλύβα στη σκήτη των Πατέρων για να ζήσει πιο κοντά σ' αυτούς. Την πρώτη νύχτα, που εγκαταστάθηκε στη νέα του διαμονή, αναστατώθηκε κυριολεκτικά από ένα ασυνήθιστο θόρυβο στη στέγη της καλύβας. Χαλούσε ο κόσμος από τα χτυπήματα. Ανήσυχος βγήκε να δει τι συνέβαινε. Μπροστά του στεκόταν ένα απαίσιο υποκείμενο. Φορούσε παλιά χιλιομπαλωμένη στρατιωτική στολή και κρατούσε στα χέρια του ένα πελώριο τσεκούρι. Μ' αυτό φαίνεται θα προξενούσε όλη αυτή τη φασαρία. "Ποιος είσαι του λόγου σου που δεν μ' αφήνεις να ησυχάσω τέτοια ώρα; ρώτησε ο Αββάς." "Δε με γνώρισες ακόμη; είπε εκείνος μ' ένα αποκρουστικό γέλιο που έφερνε ανατριχίλα. Εγώ σ' έδιωξα από τη πρώτη σου κατοικία. Και να 'μαι πάλι πρώτος και καλύτερος να σε βγάλω από εδώ." "Αλίμονο μου, συλλογίστηκε ο Αββάς Ναθαναήλ, έγινα περίγελος του σατανά." Το άλλο πρωί χωρίς αναβολή γύρισε στη σπηλιά που είχε αφήσει. Έμεινε πια εκεί ως το τέλος της ζωής του, υποφέροντας με υπομονή, όχι μόνο την αγριότητα του τόπου, αλλά και τις καθημερινές επιθέσεις του εχθρού.

από το γεροντικό

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου