ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΙΝ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Σκέψου, αγαπητέ μου, ότι όπως είναι συναρμολογημένος άπ’ όλα τα κτίσματα αυτός ό αισθητός απέραντος κόσμος, έτσι ακόμη είναι καμωμένος ένας άλλος κόσμος νοητός πού αποτελείται από αμαρτωλούς, του οποίου τα στοιχεία είναι οι τρεις διεστραμμένοι έρωτες, πού αναφέρει ό Θεολόγος Ιωάννης: δηλ.
α) ό ερωτάς των ηδονών,
β) ό ερωτάς του πλούτου καί
γ) ό ερωτάς της δόξας·
«Πάν εν τω κοσμώ ή επιθυμία της σαρκός καί ή επιθυμία των οφθαλμών καί η αλαζονεία του βίου» (Α ‘Ίω. 2, 16)
Αυτός ό πονηρός κόσμο αντίκειται στο σκοπό του καί εξουσιάζεται από τον εωσφόρο(ό όποιος γι’ αυτό καί ονομάζεται κοσμοκράτορας) είναι ό μεγάλος εχθρός, τον όποιο ο σαρωθείς Λόγος του Θεού και Πατρός, αφού γεννήθηκε στη γη για να πολεμήσει πρώτα με το παράδειγμά του το σιωπηλό και μετα, στον κατάλληλο καιρό, με τον λόγο καί τη διδασκαλία.
1. Με τη φτώχεια γιατρεύει τον ερωτά τον πλούτου.
Συλλογίσου λοιπόν πώς πρώτα πολεμάει με την φτώχεια του τον άτακτο έρωτά του πλούτου. Ό κοσμικός άνθρωπος νομίζει πώς κάθε καλό το βρίσκει στα πρόσκαιρα αγαθά· γι’ αυτό για να τ αποτυπώσει ή για να μη τα χάσει ξοδεύει σχεδόν όλο τον καιρό, πού του έδωσε όμως ό Θεός για να κερδίσει τα αιώνια αγαθά.
Και ιδού πού ό προαιώνιος Λόγος καί Υιός του Θεού και Πατρός κατεβαίνει από τον ουρανό για να μας λυτρώσει άπ’ αυτή την πλάνη καί να ξεριζώσει από τις καρδιές μας την καταραμένη ρίζα όλων των κακών, την φιλαργυρία, όπως την χαρακτηρίζει ό Απόστολος Παύλος· «Ρίζα πάντων των κακών εστίν ή φιλαργυρία» (Α’ Τιμ. 6,16). Πρόσεξε όμως σε τι είδους ταλαιπωρία κατάντησε από αγάπη για μας Εκείνος πού διαμοιράζει τα πλούτη καί τους θησαυρούς στην παρούσα καί στη μέλλουσα ζωή· «έμόν γαρ, το άργύριον και έμόν το χρυσίον, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Άγγ. 2,8).
Στοχάσου που είναι το παλάτι πού γεννήθηκε;
Που είναι οί προετοιμασίες;
Που οί μαίες;
Που το βασιλικό στρώμα;
Πού τα βρεφικά λουσίματα;
Που είναι ή ακολουθία των δούλων;
Που ή θαλπωρή καί ή ανάπαυση;
Που είναι ή συμπαράσταση των συγγενών καί φίλων;
Έλα μέσα καί δες το φτωχότατο σπήλαιο οπού γεννήθηκε καί την ευτελέστατη φάτνη οπού «άνεκλίθη».
Σίγουρα όχι μόνο δεν θα βρεις κανένα περιττό, αλλά αντίθετα θα διαπιστώσεις μεγάλη έλλειψη άπ’ όλα τα αναγκαία· γιατί ό γλυκύτατος μου Ιησούς γεννιέται σε τόπο σχεδόν ξέσκεπο, τα μεσάνυχτα στην καρδιά του χειμώνα, μόνος με μόνη την μητέρα του καί τον θεωρούμενο πατέρα του, χωρίς σκεπάσματα, χωρίς ζεστά φαγητά πού συνηθίζονται στις γεννήσεις καί των πιο φτωχών παιδιών χωρίς τις ελάχιστες εκείνες ανέσεις του φτωχικού σπιτιού πού είχε στη Ναζαρέτ.
Καί το πιο σημαντικό είναι ότι, εκτός από αυτή τη φτώχεια πού προτίμησε ό Ιησούς εκουσίως, θέλησε ακόμη καί άλλη περισσότερη πτώχεια σχεδόν βίαιη καί αφύσικη: παραγγέλλει εκεί στο σπήλαιο να μη του γίνει καμιά υποδοχή καί φιλοξενία από κανένα άνθρωπο· ήθελε να διαφέρει από τους συμπατριώτες του πού ανέβηκαν στην Βηθλεέμ για απογραφή· όλοι αυτοί είχαν πολλές προμήθειες μαζί τους καί ξεκουράζονταν φιλοξενούμενοι μέσα στα σπίτια καί στα πανδοχεία·
«ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι» (Λουκ. 2, 7).
Άλλα επειδή ό κόσμος, όχι μόνο βδελύσσεται την φτώχεια καί την θεωρεί μεγάλη ντροπή, παρακινώντας ακόμη τους φτωχούς να υποκρίνονται καί να παριστάνουν τους πλουσίους, γι’ αυτό ακριβώς ό Ιησούς Χριστός δεν νοιώθει ντροπή για την φτώχεια του, αντίθετα κάνει επίδειξη της φτώχειας του· καί από μεν τους ουρανούς φωνάζει τους Αγγέλους, από τους αγρούς δε καί τα χωράφια καλεί τους ποιμένες για να τον προσκυνήσουν, όταν γεννήθηκε σε κείνη την κατάσταση της ένδειας καί της εγκατάλειψης, σε κείνο το θρόνο μιας ευτελέστατης φάτνης καί σε κείνη την αυλή ενός πενιχρότατου σπηλαίου!
Ω πτώχεια ύπέρπλουτος! Ω συγκατάβασης υπερύψιστος!
Τώρα εσύ πού μελετάς αυτές τις αλήθειες, τι έχεις να πεις; Ποιος από αυτούς τους δύο νομίζεις πώς δικαιούται να σε νικά καί να σε κυριεύει; Ό κόσμος ή ό Χριστός πού νίκησε τον κόσμο; Ό κόσμος σε προτρέπει να ζητάς πρώτα τα επίγεια αγαθά καί να τα θεωρείς μεγάλη ευτυχία. Ό Χριστός πάλι σε συμβουλεύει με το παράδειγμα του καί την διδασκαλία του να ζητείς πρωτίστως την Βασιλεία του Θεού καί να καταφρονείς όλα τα καλά της γης σαν ένα πηλό· «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού καί την δικαιοσύνην αυτού» (Ματθ. 6,33). Ακόμη σου ζητά να στερείσαι τα γήινα αγαθά ή μερικά άπ’ αυτά δίνοντας τα ελεημοσύνη στους φτωχούς ή ακόμη αποτασσόμενος τα πάντα για την καλογερική ζωή καί εξαγοράζοντας ένα θησαυρό στον παράδεισο. «Πώλησόν σου τα υπάρχοντα καί δός πτωχοίς καί έξεις θησαυρόν εν ούρανώ καί δεύρο ακολουθεί μοι» (Ματθ. 19, 21). Καί πάλι «πάς εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού ύπάρχουσιν, ου δύναται είναι μου μαθητής» (Λουκ. 14, 33).
Λοιπόν εσύ καί σαν μαθητής του Χριστού καί σαν φρόνιμος καί στοχαστικός άνθρωπος, πρέπει ν’ αποφασίσεις να ακούσεις καί να κάνεις πράξη εκείνο πού σου λέγει ό Χριστός καί όχι ότι σου επιβάλλει ό κόσμος. Γιατί δεν θα σωθούν αυτοί πού άκούουν μόνο τον νόμο του Θεού, άλλ’ αυτοί πού τον εφαρμόζουν στην πράξη. (Ρωμ. 2,13).
Είναι αλήθεια πώς δεν είσαι υποχρεωμένος, αν είσαι λαϊκός, να είσαι ακτήμων καί πάμπτωχος· είσαι όμως υποχρεωμένος να εκτιμάς τόσο λίγο τα πλούτη καί τα χρήματα, ώστε για όλα αυτά ποτέ να μην
παρακινηθείς να παραβείς ούτε μία εντολή του Θεού· τόσο δε να είναι αποκολλημένη ή καρδιά σου άπ’ αυτά, ώστε να τα αποκτάς καί να τα έχεις με τόση άπροσπάθεια σαν να μη τα έχεις καί να μη τα ξοδεύεις στα μάταια καί περιττά καί πάνω από όσα χρειάζεσαι πράγματα καθώς λέγει ό Παύλος· Ό καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστίν … ίνα ώσιν οι χρώμενοι τω κοσμώ τούτω ως μη καταχρώμενοι· παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου» (Α’ Κορ. 7, 29, 31).
Άλλα γι’ αυτό το θέμα να συζητήσεις με το Πανάγιο βρέφος, τον Ιησού, καί να νοιώσεις ντροπή μπροστά του, πού ως τώρα είχες σε τόση υπόληψη καί αγάπη εκείνα τα πλούτη πού το Θείον Βρέφος τόσο καταφρονεί κι’ ακόμη πώς ένοιωθες τόσο μίσος καί καταφρόνηση για την πτώχεια εκείνη καί την ευτέλεια πού αυτό τόσο αγαπά. Ζήτησε Του αμέσως συγχώρεση για όλα τα κακά πού έκανες για ν’ αποκτήσεις πλούτο κι’ επίγεια αγαθά ή για να τα χρησιμοποιήσεις παρακάλεσε Τον να σου δώσει χάρη· γιατί, όπως ό Ίδιος από πλούσιος έγινε φτωχός από αγάπη για σένα, έτσι καί συ να γίνεις φτωχός για την αγάπη Του, για να πλουτίσεις από τη Θεότητα Του· «Γινώσκετε γαρ την χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι δι’ υμάς έπτώχευσε πλούσιος ων, ίνα υμείς τη εκείνου πτώχεια πλουτήσητε» (Β’ Κορ. 2,9). Ακόμη να τον παρακαλέσεις να μη σ’ αφήσει ξανά να πλανηθείς από τον κόσμο· αλλά όταν έχεις τα υπάρχοντα σου ή όταν τα στερείσαι για την αγάπη του Κυρίου, να μη τα μεταχειρίζεσαι για άλλο σκοπό, παρά μόνον καί μόνο για να εξαγοράσεις με αυτά την αιώνια ευδαιμονία, καθώς είναι γραμμένο· «Λύτρον ανδρός ψυχής ό ίδιος πλούτος» (Παροιμ. 13, 8).
2. Γιάτρεψε τον έρωτα των ηδονών.
Συλλογίσου αδελφέ, ότι ό Χριστός με τη γέννηση του ήρθε να πολεμήσει τον άτακτο έρωτα των ηδονών με τις οδύνες καί τους πόνους πού δοκίμασε· ό σαρκικός άνθρωπος πιστεύει πώς ή μόνη απόλαυση είναι εκείνη των αισθήσεων γι’ αυτό δεν κυριαρχεί πάνω σ’ αυτές, όπως ταιριάζει σε λογικό όν, αλλά αφήνει τον εαυτό του να συμπεριφέρεται όπως ένα άλογο ζώο καί να παρασύρεται από τις αισθήσεις του: τρέχει αχαλίνωτα για να χαίρεται καί να απολαμβάνει όλες τις παρανομίες· επιζητεί την ηδονή σαν σκοπό καί την θεωρεί έντιμη, αν καί τη βρίσκει
μέσα στις μεγαλύτερες ατιμίες καί βρωμιές. Ό Υιός του Θεού από συμπόνια για την τύφλωση αύτη του ανθρώπου ήρθε για να τον γιατρεύσει από ένα τέτοιο μεγάλο σφάλμα.
Γι’ αυτό, ενώ μπορούσε να γεννηθεί μ’ ένα σώμα σκληραγωγημένο ωρίμου ανδρός, θέλησε να γεννηθεί μ’ ένα απαλό σώμα βρέφους για να αισθανθεί την οδύνη (της τρυφερής σάρκας) καί ακολούθως για να υποφέρει περισσότερο. Καί υστέρα από την βασανιστική φυλακή πού υπέφερε μέσα στην κοιλιά της Παρθένου, θέλησε να υποφέρει κι’ όλα τα βάσανα καί τις δοκιμασίες της νηπιακής ηλικίας, σα να στερείτο την χρήση του λογικού.
Εξ αρχής έπρεπε ό Ιησούς να λάβει ένα σώμα, όχι μόνο τελειότερο από το σώμα του Αδάμ, αλλά ένα σώμα απαθές, ανώδυνο, μακάριο καί άξιο κατοικητήριο της παρόμοιας μακαριάς ψυχής Του Παρ’ όλα αυτά στη θέση εκείνου παίρνει ένα σώμα πολύ απαλό, πολύ λεπτό καί τρυφερότατο, κατάλληλο να αντιλαμβάνεται δια των αισθήσεων κάθε ταλαιπωρία καί καμωμένο έτσι ώστε να μπορεί να δέχεται άπ’ όλες τις αισθήσεις όλους τους πόνους, όπως το πέλαγος δέχεται όλους τους ποταμούς. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο παρομοιάζει τον εαυτό του με το σκουλήκι, όχι μόνο γιατί γεννήθηκε χωρίς σπέρμα (όπως γεννιούνται τα σκουλήκια), αλλά καί γιατί ή σάρκα του είχε την αίσθηση καί την τρυφερότητα των σκουληκιών. « εγώ δε ειμί σκώληξ και ούκ άνθρωπος» Ψαλμός 21.6
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
2. Οι θεολόγοι υποστηρίζουν ότι ό Κύριος κατά το σώμα δεν ήταν τέλειος αλλά αυτό το απέκτησε κατά την πορεία της ζωής του, όπως καί οι άλλοι άγιοι· γιατί είχε καί αυτό το σώμα παθητό καί θνητό, ώστε να μπορέσει δια μέσου αυτού να πάθει καί να εκπληρώσει την οικονομία: κατά την ψυχή όμως ήταν τέλειος διότι δεν είχε μόνο τη φυσική λεγόμενη γνώση καί φιλοσοφία καί την θεόπνευστη, αλλά είχε καί την μακαρία δράση του θείου προσώπου, με την οποία ακόμη καί όταν ήταν σ` αυτήν εδώ την ζωή χαιρόταν την απόλαυση της θεωρίας του προσώπου του Θεού, την οποία αξιώνονται οί άγιοι μετά θάνατον. Γι’ αυτό καί ό ιερός Αυγουστίνος στο τελευταίο κεφάλαιο του δ’ βιβλίου «περί συμφωνίας των Ευαγγελιστών» λέγει ότι ό Χριστός διέφερε από τους άλλους ανθρώπους, διότι σε κανένα σ` αυτή τη ζωή δεν έχει επιτραπεί να δει το Θεό, όπως σ` εκείνον. Σ` αυτό συμβάλλουν καί τα εξής ρητά: «Θεόν ουδείς έώρακε πώποτε· ό μονογενής υιός ό ων εις τον κόλπον του πατρός, εκείνος έξηγήσατο (Ίω. 1,18) καί πάλι «ουδείς άναβέβηκεν εις τον ούρανόν, ει μη ό εκ του ουρανού καταβάς, ό υιός του ανθρώπου, ό ων εν τω ούρανώ» (Ίω. 3,13). Είναι δηλαδή φανερό ότι ήταν στον ουρανό δια μέσου της μακαριάς οράσεως (Βλέπε Αθανασίου Αλεξανδρείας, Λόγος εις τον Ευαγγελισμό).
Εξ αιτίας αυτής της απαλότητας μόλις γεννήθηκε δέχτηκε με την αφή την προσβολή του ψυχρού αέρος καί της υγρασίας του σπηλαίου· με τη φωνή κλαίει· με την όσφρηση αισθάνεται την έντονη κακοσμία της φάτνης καί των ζώων με την δράση βλέπει μία σκοτεινή καί άχαρη σπηλιά· καί με την ακοή δεν ακούει άλλο από τις τραχιές φωνές των αγρίων ζώων. Καί για να συνοψίσουμε μόλις γεννήθηκε ό Ιησούς, αφιερώνει την αρχή της ζωής του σε ένα χώρο υπερβολικά στενό καί σε μια έλλειψη όλων των αναπαύσεων καί σε κάθε είδος οδύνης καί βασάνων πού μπορούσε να δεχθεί ή τρυφερή εκείνη ηλικία του. «Ω! αφήστε με να πάω κοντά στη φάτνη καί να πω στον Ιησού· «τι είναι αυτή ή άκρα συγκατάβασης σου, γλυκύτατε μου Ιησού; Εσύ είσαι εκείνος ό επιθυμητός Μεσσίας από όλα τα έθνη καί ευθύς να γεννηθείς με τοιαύτα βάσανα;» Ναι, μου αποκρίνεται· αυτό ήταν από την αρχή το θέλημα του Ουρανίου Πατρός μου· να καταργηθεί ή ηδονή με την οδύνη· αυτό το πατρικό θέλημα ήρθα να εκπληρώσω ευθύς μόλις γεννήθηκα στον κόσμο, καθώς εκ μέρους μου προείπε ό Δαβίδ καί με τον Δαβίδ ό Απόστολος· «Διό εισερχόμενος εις τον κόσμον θυσίαν καί προσφορά ουκ ήθέλησας, σώμα δε κατηρτίσω μοι’ τότε είπον ιδού ήκω του ποιήσαι ό θεός το θέλημα σου» (Έβρ. 10, 5,7), (Ψαλμ. 39,7· 8).
Εδώ τώρα, εσύ αγαπητέ, να γίνεις κριτής ανάμεσα στο Χριστό καί στον κόσμο καί να αποφασίσεις ποιος θα σ` εξουσιάζει, ό Χριστός ή ό κόσμος; Ποιόν πρέπει ν’ ακολουθείς, εκείνον πού θέλει τη σωτηρία σου με την οδύνη, ή εκείνον πού ζητεί την απώλεια σου με την ηδονή; Είναι φανερό ότι το πρώτο· «εις τούτο γαρ εκλήθητε, ότι καί Χριστός έπαθε υπέρ ημών, υμίν ύπολιμπάνων ύπογραμμόν, ίνα έπακολουθήσητε τοις ίχνεσιν αυτού» (Α’ Πέτρ. 2, 21). Όμως ό κόσμος είναι τόσο τυφλός, πού όχι μόνο δεν γνωρίζει την αλήθεια, αλλά ούτε μπορεί να την γνωρίσει, καθώς λέγει ή ίδια ή αύτοαλήθεια· «καί εγώ ερωτήσω τον πατέρα καί άλλον παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας, ο ό κόσμος ου δύναται λαβείν, ότι ου θεωρεί αυτό ουδέ γιγνώσκει αυτό» (Ίω. 14, 16-17). Εάν λοιπόν εσύ θέλεις να θεραπευθείς μέσα σ` αυτόν τον τυφλό κόσμο καί είσαι ικανοποιημένος να κυβερνάς τη ζωή σου με τα ψεύτικα διατάγματα του, ω ταλαίπωρος πού είσαι! Μόνος σου παραδόθηκες στα χέρια του θανατηφόρου εχθρού σου, όπως έκανε ό Σαμψών πού παραδόθηκε στα χέρια των αλλοφύλων κι ακόμη έγινες μόνος σου φανερός αποστάτης του Κυρίου, του μόνου ευεργέτου σου· γιατί θέλησες να υπηρετείς τίς αισθήσεις σου με τίς ηδονές και προτίμησες μια ζωή τρυφηλή, μαλθακή και ηδονική, την οποία τόσο πολύ μίσησε ό Ιησούς μόλις γεννήθηκε, αν και αυτή ή ζωή θεωρείται από τους άφρονες αλάνθαστη και αθώα! «Αχ αδελφέ μου! Και πιστεύεις εσύ ποτέ πώς ή άπειρη σοφία του Θεού θέλησε να βασανίσει τόσο πολύ το Πανάγιον της σώμα, όχι μόνο κατά την γέννηση του αλλά και σ` ολόκληρη τη ζωή του και στο θάνατο του, εάν δεν ήταν αναγκαίο σε σένα να αποφεύγεις τίς ηδονές και να σκληραγωγείς το σώμα σου; Και σε τι θα ωφελήσει ή ασεβής σου πρόφαση πού λες πώς ό Χριστός δεν σε προστάζει με εντολή να απέχεις από τίς ηδονές και τίς αναπαύσεις των αισθήσεων και του σώματος, αλλά ότι σε συμβουλεύει μόνο λέγοντας «όστις θέλει οπίσω μου άκολουθείν, άπαρνησάσθω εαυτόν και άράτω τον σταυρόν αυτού, και άκολουθείτω μοι»; (Μάρκ. 8,36). Καλά, και έτσι υπολογίζεις εσύ τίς συμβουλές της άκτίστου σοφίας, προφασιζόμενος προφάσεις εν αμαρτίαις θέλοντας να εξουσιάζεις (και να υπερασπίζεσαι) την τρυφηλή ζωή σου; Να ξέρεις λοιπόν ότι πρέπει να μιμείσαι τον Ιησού Χριστό, αν θέλεις να είσαι προορισμένος για την Βασιλεία των ουρανών. Άκουσε τώρα εκείνες τίς φοβερές αποφάσεις πού φωνάζει με δυνατή φωνή μέσα από τη φάτνη το Βρέφος ό Ιησούς· «Ουαί υμιν τοις πλουσίοις, ότι απέχετε την παράκλησιν υμών Ουαί υμιν οι έμπεπλησμένοι, ότι πεινάσετε· Ουαί υμιν οί γελώντες νυν, ότι πενθήσετε και κλαύσατε· Ουαί, όταν καλώς υμάς ειπωσιν πάντες οί άνθρωποι» (Λουκ. 6,24-26), Τι απαντάς σ` αυτά εσύ, πού θέλεις να περνάς τη ζωή σου με ανέσεις κι’ έπειτα επιδιώκεις γι’ αυτό να βρίσκεις ακόμη και δικαιολογίες; Θεωρείς πώς αυτά πού λέγει ό Κύριος είναι λόγια κενά και πώς ό Θεός μίλησε χωρίς να μπορούν να εκπληρωθούν τα λόγια του; Αυτό βγάλτο από το μυαλό σου. «Ό ουρανός και ή γη παρελεύσονται, οί δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Να αισχύνεσαι λοιπόν, να αισχύνεσαι για όλες τίς ηδονές και απολαύσεις και να θεωρείς τον εαυτό σου ανάξιο του ονόματος του Χριστιανού, επειδή με τη ζωή καί τα έργα σου πρόσβαλες πολύ την χριστιανική σου ιδιότητα καί τόσες φορές προτίμησες να υπηρετήσεις τη σάρκα σου παρά το Θεό. Με την συμπεριφορά σου αυτή έγινες αιτία να βλασφημείται από τα έθνη ό χριστιανισμός καί το ύπερύμνητον όνομα του Θεού, καθώς αυτός ό ίδιος παραπονείται καί λέγει· «δι’ υμάς δια παντός το όνομα μου βλασφημείται εν τοις έθνεσιν» (Ήσ. 52, 5).
Γι’ αυτό αποφάσισε επιτέλους να απαρνηθείς όλες τις ηδονές πού αποδεδειγμένα δεν είναι απαραίτητες στη ζωή σου καί να δεχτείς στο έξης ευχαρίστως όλους τους σταυρούς καί τις θλίψεις πού θα σου στείλει ό θεός· να αγκαλιάσεις την σκληραγωγία πού περιλαμβάνει ή αληθινή μετάνοια καί να μη λογαριάζεις τίποτε άλλο για να την αγαπάς, παρά να λογαριάζεις μόνο την αγάπη πού έδειξε ό Χριστός γι’ αυτήν ήδη από την γέννηση του. Ευχαρίστησε τον Κύριο, πού για την αγάπη σου θέλησε να γεννηθεί με τέτοια βάσανα· καί προπάντων παρακάλεσε Τον να σου δώσει χάρη να καταλάβεις καλά από το παράδειγμα του αυτή την αλήθεια· ότι δηλ. ή παρούσα ζωή είναι καιρός για να κλαις καί να θλίβεσαι κι όχι για να γελάς καί να ξεφαντώνεις καθώς τονίζει ό Εκκλησιαστής «καιρός του κλαίειν» (3, 4) καί με τον Εκκλησιαστή καί ό Απόστολος· «ό καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστίν, ινα καί οι έχοντες γυναίκα, ως μη έχοντες ώσι, καί οι κλαίοντες ως μη κλαίοντες, καί οι χαίροντες ως μη χαίροντες… παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου» (Α’ Κορ. 7, 29).
3. Γιάτρεψε τον ερωτά της δόξης
Σκέψου ακόμη ότι ό Χριστός με την γέννηση του ήρθε να πολεμήσει με την ταπείνωση του τον άτακτο έρωτα της δόξας. Ό κοσμικός άνθρωπος επιδιώκει να υπερέχει από τους άλλους, να τιμάται καί να δοξάζεται καί γενικά να φαίνεται ότι είναι ό εκλεκτότερος των υπολοίπων να δίνει διαταγές με δεσποτική αλαζονεία, να μιλάει άφ’ υψηλού καί να παρουσιάζεται ως αυθεντία. Αν καμιά φορά τύχει κι έρθουν σε αντιπαράθεση ή δόξα του Θεού καί ή δόξα ή δική του, τότε αυτός καταφρονεί την δόξα του Θεού καί εκ των προτέρων προτιμά τη δική του δόξα.
Αυτά όλα είναι ανόητες θέσεις καί διδασκαλίες πού διδάσκει ό κόσμος στους μαθητές του καί αυτά τα σφάλματα ήρθε να θεραπεύσει ό λυτρωτής μας, αφότου άρχισε να ζει στον κόσμο. Μπορούσε ό ίδιος ασφαλώς καί βρέφος ακόμη να κάνει έργα ωρίμου ανδρός· μπορούσε δηλ. μόλις γεννήθηκε να μιλάει με καθαρή άρθρωση· μπορούσε να καταλαβαίνει καί να μιλάει τις γλώσσες όλων των λαών μπορούσε να έχει γύρω του χιλιάδες καί μυριάδες ηλιόμορφων Αγγέλων για να τον παραστέκονται ολοφάνερα καί να τον υπηρετούν όχι μόνον ως Θεό, αλλά καί ως άνθρωπο. Ακόμη μπορούσε από την πρώτη στιγμή της ζωής του να χρησιμοποιεί τον χρόνο με το να τρέχει στον κόσμο να τον γεμίζει από τα μεγαλεία των θαυμάτων του, να τον φωτίζει με τις λάμψεις της διδασκαλίας του, να τον διδάσκει με την αγιότητα των παραδειγμάτων του καί να τον μεταστρέφει με τη δύναμη του κηρύγματος του. Μ` αυτά όλα μπορούσε να δοξάσει το όνομα του περισσότερο άπ’ όλους τους ανθρώπους πού υπήρχαν φιλόδοξοι στον κόσμο· καί οι βασιλείς καί οι άρχοντες καί οί μεγιστάνες του κόσμου καί όλοι οί λαοί να ξεκινούν από τα πέρατα της οικουμένης καί να έρχονται στην Ιερουσαλήμ για ν’ ακούσουν την ουράνια σοφία πού διδάσκει ένα βρέφος, όπως ή βασίλισσα του Νότου πού ξεκίνησε μέσα από την Ευδαίμονα Αραβία καί ήρθε να ακούσει τη σοφία του δωδεκαετούς παιδιού, του Σολομώντος· να έρχονται να δουν ένα νήπιο να φωτίζει τυφλούς, να καθαρίζει λεπρούς, να ανορθώνει χωλούς, να γιατρεύει αρρώστους, να ανασταίνει νεκρούς καί γενικά να κάνει παράδοξα καί φρικτά θαύματα, ώστε όλοι να το επαινούν, όλοι να το δοξάζουν, όλοι να το ευφημούν. Άλλα ό Ιησούς δεν ήθελε τέτοια ανθρώπινη καί μάταιη δόξα. «Όχι! ‘Αλλά «σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος έταπείνωσεν εαυτόν», καθώς λέγει ό θείος Παύλος (Φιλιπ. 2,8) καί κρύβεται με τον ερχομό του σ` ένα τόπο από τους πιο αφανείς της Ιουδαίας καί σ` ένα ενδιαίτημα των αλόγων ζώων σκεπάζει δε όλους τους θησαυρούς της σοφίας του μέσα σ’ ένα κομμάτι σάρκας καί κάτω από την διανοητική αδυναμία ενός άγνωστου άφωνου νηπίου· «εν ω είσι πάντες οί θησαυροί της σοφίας καί της γνώσεως απόκρυφοι»! (Κολ. 2,3) Δι’ αυτό καί ό Ησαΐας για την νηπιώδη αγνωσία του παιδιού αυτού λέγει· «…πριν ή γνώναι το παιδίον καλεί πατέρα ή μητέρα…» (Ήσ. 8, 4). Καί κατά την εποχή πού οί βασιλείς της γης -εννοώ ό Αύγουστος Καίσαρ- κυβερνούν το κράτος τους με απογραφές καί εκδίδουν στους λαούς νόμους καί φαίνονται παντού ένδοξοι, αυτός, πού είναι ό βασιλεύς των βασιλευόντων, γεννιέται καί ζει εντελώς άγνωστος καί θεωρείται σαν ένα μηδενικό. «Ω της ανυπέρβλητης ταπεινώσεώς σου, ω γλυκύτατο όνομα, ω γλυκύτατε υπεράνθρωπε Ιησού! Αύτη ή ταπείνωση σου έκανε τον προφήτη Αββακούμ να χάσει σχεδόν το μυαλό του καί να λέει· «Κύριε, κατενόησα τα έργα σου καί έξέστην. Εν μέσω δύο ζώων γνωσθήση» (Άββακ. 3,2). Αύτη ή ταπείνωση παρακίνησε τον οσίων σου Ισαάκ να πει τα υψηλά αυτά λόγια· «ή ταπεινοφροσύνη στολή θεότητας εστίν ό γαρ Λόγος ό ένανθρωπήσας αυτήν ένεδύσατο καί ώμίλησεν ημίν δι’ αυτής εν τω σώματι ημών.. ίνα μη ή κτίσης τη αυτοί θεωρία καταφλεχθή» (Λογ. κ’). Επειδή καί ή αιτία της πτώσεως των αγγέλων στον ουρανό καί των ανθρώπων στη γη υπήρξε ή διαφορά ανάμεσα στο μεγαλύτερο καί στο μικρότερο, γι’ αυτό εσύ, ό Λόγος του Θεού, με τη γέννηση σου σηκώνεις από τον κόσμο αυτό το μεγάλο σκάνδαλο της απώλειας του κόσμου· καί Σύ, ο ανώτερος καί «υπέρ τα οντά ων», αφού έγινες κατώτερος καί έσχατος όλων,
κανείς μ’ αυτό τον τρόπο όμοια όλα σου τα κτίσματα, τόσο τα μεγαλύτερα καί ανώτερα, όσο καί τα μικρότερα καί κατώτερα καί καταδεικνύεις ως άριστη οδό υψώσεως, την ταπείνωση, καθώς θεολογεί ό δικός σου της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ό Παλαμάς λέγοντας· «Ελευθερώνει με παράδοξο τρόπο ό Θεός από την αιτία της αρχικής πτώσεως (τον άνθρωπο)· καί αυτή (ή αιτία) ήταν ή υπεροχή καί ή κατωτερότητα πού ενυπάρχει στα όντα· καί από εδώ ξεκινάει ό φθόνος καί ό δόλος καί οι φανερές καί κρυφές αντιπαλότητες. Ό Θεός λοιπόν ευδόκησε πρόσφατα (με την ενανθρώπηση του Χρίστου) να διαλύσει την αιτία της υπερηφάνειας πού καταστρέφει τα λογικά του κτίσματα· εξομοιώνει δηλ. τα πάντα με τον εαυτό του καί επειδή βέβαια ό ίδιος με τον εαυτό του είναι ίσος καί όμοιος κατά φύσιν, κάνει καί την φύση ίση κατά χάριν με τον εαυτό της. Καί αυτό πώς έγινε; Ό ίδιος ό εκ Θεού Θεός Λόγος, αφού άδειασε τον εαυτό του απόρρητα καί μυστικά, κατέβηκε από ψηλά στην εσχάτη ανθρώπινη ύπαρξη καί αυτή αφού την έδεσε μαζί του κατά τρόπο άλυτο καί αφού ταπεινώθηκε καί πτώχευσε σαν άνθρωπος (όμοιος μας) έκανε τα κάτω πάνω, μάλλον δε συνένωσε καί τα δύο σε ένα. Με τη Θεότητα δηλ. συνένωσε την ανθρωπότητα καί έτσι υπέδειξε σε όλους την ταπείνωση ως δρόμο πού οδηγεί προς τα άνω, αφού πρόσφερε τον εαυτό του σήμερα υπόδειγμα μπροστά στους ανθρώπους καί στους αγίους Αγγέλους» (Λόγος στη Γέννηση τον Χρίστου).
Τώρα, εσύ αγαπητέ, μπορείς να βρεις μεγαλύτερη άπ’ αυτή τη διαφορά μεταξύ του Θεού καί του κόσμου; Λοιπόν, από αυτούς τους δύο ποιος είναι δίκαιο ; να σ` εξουσιάζει; Ό Χριστός ή ό κόσμος; Βέβαια ό Χριστός· γιατί ό Χριστός ούτε πλανά ούτε πλανάται, ενώ ό κόσμος καί πλανά καί πλανάται. «Έπειτα, σκέψου, πώς για τον Χριστό δεν ήταν αρκετό πού γεννήθηκε υπήκοος του Καίσαρος Αυγούστου, αλλά θέλησε ακόμη να γεννηθεί καί στην εποχή πού γινόταν επίσημη δήλωση έμπρακτης υποταγής· ενταίς ημέρες εκείνες εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεστε πάσαν την οικουμένη» (Λουκ. 2, 1) καί θέλησε να φέρει άνω – κάτω όλα τα πράγματα, κυρίως όμως να βάλει τον εαυτό του κάτω άπ’ αυτήν την υποταγή. «Ανέβει δε καί Ιωσήφ από της Γαλιλαίας εκ ι πόλεως Βηθλεέμ… άπογράψασθαι συν Μαριάμ τη μεμνηστευμένη αύτω γυναικί οΰση έγκύω» (Λουκ. 2,4).
Εσένα όμως αδελφέ φαίνεται πώς σ` ευχαριστεί να τα κάνεις όλα άνω κάτω, να συγχύζεις όλο τον κόσμο, μόνο για να εκπληρώσεις την επιθυμία σου, μόνο για να υποτάξεις όλους στη γνώμη σου, μόνο για να γίνεις μεγάλος καί για να αποκτήσεις δόξα στον κόσμο· μ’ αυτό πού κάνεις φαίνεσαι να λες· εγώ προτιμώ ν’ ακολουθήσω το παράδειγμα του κόσμου από το παράδειγμα του
Χριστού» εγώ επιλέγω την δόξα των ανθρώπων από τη δόξα του Θεού.
«Ω πόσο θα σου φανεί βαριά αύτη ή παράλογη εκλογή σου, όταν στο φως της κρίσεως του Θεού θα δεις τα πράγματα όπως ακριβώς είναι κι όχι καθώς τώρα σου φαίνονται καί όταν αυτό το βρέφος, πού τώρα βλέπεις μέσα στη φάτνη άδοξο καί ταπεινό, έρθει ως μέγας βασιλεύς με δύναμη καί δόξα πολλή για να κρίνει όλο τον κόσμο.
Άλλα τι απαντάς;
Ναι εγώ πρέπει να παραβλέπω την τιμή μου καί να ταπεινώνομαι για το Χριστό, αλλά ό κόσμος είναι χωρίς διάκριση καί με περιφρονεί καί δεν με υπολογίζει για τίποτε. Εύγε, σωστά απάντησες. «Άφησε λοιπόν να είναι κρυμμένη καί καταφρονημένη άπ’ αυτόν τον κόσμο ή δική σου τιμή καί ή ζωή, για να φανερωθείς καί συ με τιμή καί δόξα, όταν φανερωθεί ό Χριστός. Απεθάνετε γαρ, καί ή ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ· όταν ό Χριστός φανερωθη, ή ζωή ημών, τότε ύμεΐς συν αύτω φανερωθήσεσθε εν δόξη» (Κολ. 3, 3-4).
Ας λέει ό κόσμος τα δικά του· τι σε νοιάζει; Εσύ ν’ ακολουθείς την οδηγία της σοφίας του Χριστού κι όχι της μωρίας του κόσμου, πού είναι καί δικός σου εχθρός καί εχθρός του αλυτρώτου σου· είναι τόσο μεγάλος εχθρός του πού ό ίδιος ό Χριστός στο καιρό του πάθους του, ενώ παρακάλεσε τον ουράνιο πατέρα ακόμη καί για τους σταυρωτές του, όμως για τον κόσμο δεν θέλησε να παρακαλέσει· «ου περί του κόσμου ερωτώ» (Ίω. 17,9). Γι’ αυτό πρέπει να διαλέξεις ένα από τα δύο, αν είσαι φίλος του Ιησού, πρέπει να είσαι εχθρός του κόσμου· καί αν αντίθετα θελήσεις να είσαι φίλος του κόσμου, εξάπαντος θα είσαι εχθρός του Ιησού· «μοιχοί καί μοιχαλίδες! ουκ οιδατε ότι ή φιλία του κόσμου έχθρα του Θεού εστίν; ός αν ο
βουληθεί φίλος είναι του κόσμου εχθρός του Θεού καθίσταται» (:Ιακώβ. 4,4). Μα σου κακοφαίνεται επειδή σε καταφρονεί καί σε μισεί ό κόσμος; Ανόητος πού είσαι! Αυτό το μίσος καί αυτή ή καταφρόνηση (του κόσμου) είναι καλό σημάδι· πώς δηλ. δεν είσαι μαθητής του κόσμου, αλλά μαθητής του Χριστού· «Ει εκ του κόσμου είτε, ό κόσμος αν το ίδιον έφίλει· ότι δε εκ του κόσμου ουκ έστέ, άλλ’ εγώ έξελεξάμην υμάς εκ του κόσμου, δια τούτο μισεί υμάς ό κόσμος» (Ίω. 15,19).
Αδελφέ μου, άνοιξε μία φορά τα μάτια σου για το καλό της ψυχής σου καί αποφάσισε να μην εμπιστεύεσαι πια τον ψεύτη καί επίβουλο κόσμο, καθώς σε συμβουλεύει καί ό σοφός Σειράχ. «Μη πιστεύσης τω έχθρώ σου εις τον αιώνα» (Σοφ. Σειρ. 12,10). Πάρε σταθερή απόφαση να μελετάς πάντοτε καί να ακολουθείς την οδηγία του φωτός των παραδειγμάτων, του Ίησοΰ Χριστου ό όποιος μέσα από τα βρεφικά σπάργανα σου φωνάζει με γλώσσα ψελλίζουσα εκείνο το φοβερό έλεγχο. «Πώς δύνασθε ύμεΐς πιστεύσαι, δόξα παρά αλλήλων λαμβάνοντες καί την δόξα την παρά του μόνου θεού ου ζητείτε;» (Ιωάννης. 6,44) Καί επειδή αυτός (ό Ιησούς Χριστός) έπαθε τόσα για να σε διδάξει την αλήθεια, παρακάλεσε τον να σου δώσει χάρη να καταλάβεις σ` όλο το βάθος το παράδειγμα του καί την διδασκαλία του, για να αγαπάς την ταπείνωση του, ή οποία είναι γεμάτη από αληθινό ύψος καί δόξα· να μισείς όμως καί να αποστρέφεσαι την δόξα καί την τιμή του κόσμου, ή οποία είναι αληθινή ατιμία καί άδοξία· γιατί όχι μόνο σου στερεί την ουράνια δόξα, αλλά καί γιατί στο τέλος της ζωής, καταλήγει (ή δόξα του κόσμου) στο χώμα και στην κοπριά σύμφωνα με τη Δαβιτική εκείνη κατάρα.» Καταδιώξω άρα ό εχθρός την ψυχήν μου… και την δόξα μου εις χουν κατασκηνώσαι» (Ψαλμ.1,5).
Σκέψου, αγαπητέ μου, ότι όπως είναι συναρμολογημένος άπ’ όλα τα κτίσματα αυτός ό αισθητός απέραντος κόσμος, έτσι ακόμη είναι καμωμένος ένας άλλος κόσμος νοητός πού αποτελείται από αμαρτωλούς, του οποίου τα στοιχεία είναι οι τρεις διεστραμμένοι έρωτες, πού αναφέρει ό Θεολόγος Ιωάννης: δηλ.
α) ό ερωτάς των ηδονών,
β) ό ερωτάς του πλούτου καί
γ) ό ερωτάς της δόξας·
«Πάν εν τω κοσμώ ή επιθυμία της σαρκός καί ή επιθυμία των οφθαλμών καί η αλαζονεία του βίου» (Α ‘Ίω. 2, 16)
Αυτός ό πονηρός κόσμο αντίκειται στο σκοπό του καί εξουσιάζεται από τον εωσφόρο(ό όποιος γι’ αυτό καί ονομάζεται κοσμοκράτορας) είναι ό μεγάλος εχθρός, τον όποιο ο σαρωθείς Λόγος του Θεού και Πατρός, αφού γεννήθηκε στη γη για να πολεμήσει πρώτα με το παράδειγμά του το σιωπηλό και μετα, στον κατάλληλο καιρό, με τον λόγο καί τη διδασκαλία.
1. Με τη φτώχεια γιατρεύει τον ερωτά τον πλούτου.
Συλλογίσου λοιπόν πώς πρώτα πολεμάει με την φτώχεια του τον άτακτο έρωτά του πλούτου. Ό κοσμικός άνθρωπος νομίζει πώς κάθε καλό το βρίσκει στα πρόσκαιρα αγαθά· γι’ αυτό για να τ αποτυπώσει ή για να μη τα χάσει ξοδεύει σχεδόν όλο τον καιρό, πού του έδωσε όμως ό Θεός για να κερδίσει τα αιώνια αγαθά.
Και ιδού πού ό προαιώνιος Λόγος καί Υιός του Θεού και Πατρός κατεβαίνει από τον ουρανό για να μας λυτρώσει άπ’ αυτή την πλάνη καί να ξεριζώσει από τις καρδιές μας την καταραμένη ρίζα όλων των κακών, την φιλαργυρία, όπως την χαρακτηρίζει ό Απόστολος Παύλος· «Ρίζα πάντων των κακών εστίν ή φιλαργυρία» (Α’ Τιμ. 6,16). Πρόσεξε όμως σε τι είδους ταλαιπωρία κατάντησε από αγάπη για μας Εκείνος πού διαμοιράζει τα πλούτη καί τους θησαυρούς στην παρούσα καί στη μέλλουσα ζωή· «έμόν γαρ, το άργύριον και έμόν το χρυσίον, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Άγγ. 2,8).
Στοχάσου που είναι το παλάτι πού γεννήθηκε;
Που είναι οί προετοιμασίες;
Που οί μαίες;
Που το βασιλικό στρώμα;
Πού τα βρεφικά λουσίματα;
Που είναι ή ακολουθία των δούλων;
Που ή θαλπωρή καί ή ανάπαυση;
Που είναι ή συμπαράσταση των συγγενών καί φίλων;
Έλα μέσα καί δες το φτωχότατο σπήλαιο οπού γεννήθηκε καί την ευτελέστατη φάτνη οπού «άνεκλίθη».
Σίγουρα όχι μόνο δεν θα βρεις κανένα περιττό, αλλά αντίθετα θα διαπιστώσεις μεγάλη έλλειψη άπ’ όλα τα αναγκαία· γιατί ό γλυκύτατος μου Ιησούς γεννιέται σε τόπο σχεδόν ξέσκεπο, τα μεσάνυχτα στην καρδιά του χειμώνα, μόνος με μόνη την μητέρα του καί τον θεωρούμενο πατέρα του, χωρίς σκεπάσματα, χωρίς ζεστά φαγητά πού συνηθίζονται στις γεννήσεις καί των πιο φτωχών παιδιών χωρίς τις ελάχιστες εκείνες ανέσεις του φτωχικού σπιτιού πού είχε στη Ναζαρέτ.
Καί το πιο σημαντικό είναι ότι, εκτός από αυτή τη φτώχεια πού προτίμησε ό Ιησούς εκουσίως, θέλησε ακόμη καί άλλη περισσότερη πτώχεια σχεδόν βίαιη καί αφύσικη: παραγγέλλει εκεί στο σπήλαιο να μη του γίνει καμιά υποδοχή καί φιλοξενία από κανένα άνθρωπο· ήθελε να διαφέρει από τους συμπατριώτες του πού ανέβηκαν στην Βηθλεέμ για απογραφή· όλοι αυτοί είχαν πολλές προμήθειες μαζί τους καί ξεκουράζονταν φιλοξενούμενοι μέσα στα σπίτια καί στα πανδοχεία·
«ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι» (Λουκ. 2, 7).
Άλλα επειδή ό κόσμος, όχι μόνο βδελύσσεται την φτώχεια καί την θεωρεί μεγάλη ντροπή, παρακινώντας ακόμη τους φτωχούς να υποκρίνονται καί να παριστάνουν τους πλουσίους, γι’ αυτό ακριβώς ό Ιησούς Χριστός δεν νοιώθει ντροπή για την φτώχεια του, αντίθετα κάνει επίδειξη της φτώχειας του· καί από μεν τους ουρανούς φωνάζει τους Αγγέλους, από τους αγρούς δε καί τα χωράφια καλεί τους ποιμένες για να τον προσκυνήσουν, όταν γεννήθηκε σε κείνη την κατάσταση της ένδειας καί της εγκατάλειψης, σε κείνο το θρόνο μιας ευτελέστατης φάτνης καί σε κείνη την αυλή ενός πενιχρότατου σπηλαίου!
Ω πτώχεια ύπέρπλουτος! Ω συγκατάβασης υπερύψιστος!
Τώρα εσύ πού μελετάς αυτές τις αλήθειες, τι έχεις να πεις; Ποιος από αυτούς τους δύο νομίζεις πώς δικαιούται να σε νικά καί να σε κυριεύει; Ό κόσμος ή ό Χριστός πού νίκησε τον κόσμο; Ό κόσμος σε προτρέπει να ζητάς πρώτα τα επίγεια αγαθά καί να τα θεωρείς μεγάλη ευτυχία. Ό Χριστός πάλι σε συμβουλεύει με το παράδειγμα του καί την διδασκαλία του να ζητείς πρωτίστως την Βασιλεία του Θεού καί να καταφρονείς όλα τα καλά της γης σαν ένα πηλό· «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού καί την δικαιοσύνην αυτού» (Ματθ. 6,33). Ακόμη σου ζητά να στερείσαι τα γήινα αγαθά ή μερικά άπ’ αυτά δίνοντας τα ελεημοσύνη στους φτωχούς ή ακόμη αποτασσόμενος τα πάντα για την καλογερική ζωή καί εξαγοράζοντας ένα θησαυρό στον παράδεισο. «Πώλησόν σου τα υπάρχοντα καί δός πτωχοίς καί έξεις θησαυρόν εν ούρανώ καί δεύρο ακολουθεί μοι» (Ματθ. 19, 21). Καί πάλι «πάς εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού ύπάρχουσιν, ου δύναται είναι μου μαθητής» (Λουκ. 14, 33).
Λοιπόν εσύ καί σαν μαθητής του Χριστού καί σαν φρόνιμος καί στοχαστικός άνθρωπος, πρέπει ν’ αποφασίσεις να ακούσεις καί να κάνεις πράξη εκείνο πού σου λέγει ό Χριστός καί όχι ότι σου επιβάλλει ό κόσμος. Γιατί δεν θα σωθούν αυτοί πού άκούουν μόνο τον νόμο του Θεού, άλλ’ αυτοί πού τον εφαρμόζουν στην πράξη. (Ρωμ. 2,13).
Είναι αλήθεια πώς δεν είσαι υποχρεωμένος, αν είσαι λαϊκός, να είσαι ακτήμων καί πάμπτωχος· είσαι όμως υποχρεωμένος να εκτιμάς τόσο λίγο τα πλούτη καί τα χρήματα, ώστε για όλα αυτά ποτέ να μην
παρακινηθείς να παραβείς ούτε μία εντολή του Θεού· τόσο δε να είναι αποκολλημένη ή καρδιά σου άπ’ αυτά, ώστε να τα αποκτάς καί να τα έχεις με τόση άπροσπάθεια σαν να μη τα έχεις καί να μη τα ξοδεύεις στα μάταια καί περιττά καί πάνω από όσα χρειάζεσαι πράγματα καθώς λέγει ό Παύλος· Ό καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστίν … ίνα ώσιν οι χρώμενοι τω κοσμώ τούτω ως μη καταχρώμενοι· παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου» (Α’ Κορ. 7, 29, 31).
Άλλα γι’ αυτό το θέμα να συζητήσεις με το Πανάγιο βρέφος, τον Ιησού, καί να νοιώσεις ντροπή μπροστά του, πού ως τώρα είχες σε τόση υπόληψη καί αγάπη εκείνα τα πλούτη πού το Θείον Βρέφος τόσο καταφρονεί κι’ ακόμη πώς ένοιωθες τόσο μίσος καί καταφρόνηση για την πτώχεια εκείνη καί την ευτέλεια πού αυτό τόσο αγαπά. Ζήτησε Του αμέσως συγχώρεση για όλα τα κακά πού έκανες για ν’ αποκτήσεις πλούτο κι’ επίγεια αγαθά ή για να τα χρησιμοποιήσεις παρακάλεσε Τον να σου δώσει χάρη· γιατί, όπως ό Ίδιος από πλούσιος έγινε φτωχός από αγάπη για σένα, έτσι καί συ να γίνεις φτωχός για την αγάπη Του, για να πλουτίσεις από τη Θεότητα Του· «Γινώσκετε γαρ την χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι δι’ υμάς έπτώχευσε πλούσιος ων, ίνα υμείς τη εκείνου πτώχεια πλουτήσητε» (Β’ Κορ. 2,9). Ακόμη να τον παρακαλέσεις να μη σ’ αφήσει ξανά να πλανηθείς από τον κόσμο· αλλά όταν έχεις τα υπάρχοντα σου ή όταν τα στερείσαι για την αγάπη του Κυρίου, να μη τα μεταχειρίζεσαι για άλλο σκοπό, παρά μόνον καί μόνο για να εξαγοράσεις με αυτά την αιώνια ευδαιμονία, καθώς είναι γραμμένο· «Λύτρον ανδρός ψυχής ό ίδιος πλούτος» (Παροιμ. 13, 8).
2. Γιάτρεψε τον έρωτα των ηδονών.
Συλλογίσου αδελφέ, ότι ό Χριστός με τη γέννηση του ήρθε να πολεμήσει τον άτακτο έρωτα των ηδονών με τις οδύνες καί τους πόνους πού δοκίμασε· ό σαρκικός άνθρωπος πιστεύει πώς ή μόνη απόλαυση είναι εκείνη των αισθήσεων γι’ αυτό δεν κυριαρχεί πάνω σ’ αυτές, όπως ταιριάζει σε λογικό όν, αλλά αφήνει τον εαυτό του να συμπεριφέρεται όπως ένα άλογο ζώο καί να παρασύρεται από τις αισθήσεις του: τρέχει αχαλίνωτα για να χαίρεται καί να απολαμβάνει όλες τις παρανομίες· επιζητεί την ηδονή σαν σκοπό καί την θεωρεί έντιμη, αν καί τη βρίσκει
μέσα στις μεγαλύτερες ατιμίες καί βρωμιές. Ό Υιός του Θεού από συμπόνια για την τύφλωση αύτη του ανθρώπου ήρθε για να τον γιατρεύσει από ένα τέτοιο μεγάλο σφάλμα.
Γι’ αυτό, ενώ μπορούσε να γεννηθεί μ’ ένα σώμα σκληραγωγημένο ωρίμου ανδρός, θέλησε να γεννηθεί μ’ ένα απαλό σώμα βρέφους για να αισθανθεί την οδύνη (της τρυφερής σάρκας) καί ακολούθως για να υποφέρει περισσότερο. Καί υστέρα από την βασανιστική φυλακή πού υπέφερε μέσα στην κοιλιά της Παρθένου, θέλησε να υποφέρει κι’ όλα τα βάσανα καί τις δοκιμασίες της νηπιακής ηλικίας, σα να στερείτο την χρήση του λογικού.
Εξ αρχής έπρεπε ό Ιησούς να λάβει ένα σώμα, όχι μόνο τελειότερο από το σώμα του Αδάμ, αλλά ένα σώμα απαθές, ανώδυνο, μακάριο καί άξιο κατοικητήριο της παρόμοιας μακαριάς ψυχής Του Παρ’ όλα αυτά στη θέση εκείνου παίρνει ένα σώμα πολύ απαλό, πολύ λεπτό καί τρυφερότατο, κατάλληλο να αντιλαμβάνεται δια των αισθήσεων κάθε ταλαιπωρία καί καμωμένο έτσι ώστε να μπορεί να δέχεται άπ’ όλες τις αισθήσεις όλους τους πόνους, όπως το πέλαγος δέχεται όλους τους ποταμούς. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο παρομοιάζει τον εαυτό του με το σκουλήκι, όχι μόνο γιατί γεννήθηκε χωρίς σπέρμα (όπως γεννιούνται τα σκουλήκια), αλλά καί γιατί ή σάρκα του είχε την αίσθηση καί την τρυφερότητα των σκουληκιών. « εγώ δε ειμί σκώληξ και ούκ άνθρωπος» Ψαλμός 21.6
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
2. Οι θεολόγοι υποστηρίζουν ότι ό Κύριος κατά το σώμα δεν ήταν τέλειος αλλά αυτό το απέκτησε κατά την πορεία της ζωής του, όπως καί οι άλλοι άγιοι· γιατί είχε καί αυτό το σώμα παθητό καί θνητό, ώστε να μπορέσει δια μέσου αυτού να πάθει καί να εκπληρώσει την οικονομία: κατά την ψυχή όμως ήταν τέλειος διότι δεν είχε μόνο τη φυσική λεγόμενη γνώση καί φιλοσοφία καί την θεόπνευστη, αλλά είχε καί την μακαρία δράση του θείου προσώπου, με την οποία ακόμη καί όταν ήταν σ` αυτήν εδώ την ζωή χαιρόταν την απόλαυση της θεωρίας του προσώπου του Θεού, την οποία αξιώνονται οί άγιοι μετά θάνατον. Γι’ αυτό καί ό ιερός Αυγουστίνος στο τελευταίο κεφάλαιο του δ’ βιβλίου «περί συμφωνίας των Ευαγγελιστών» λέγει ότι ό Χριστός διέφερε από τους άλλους ανθρώπους, διότι σε κανένα σ` αυτή τη ζωή δεν έχει επιτραπεί να δει το Θεό, όπως σ` εκείνον. Σ` αυτό συμβάλλουν καί τα εξής ρητά: «Θεόν ουδείς έώρακε πώποτε· ό μονογενής υιός ό ων εις τον κόλπον του πατρός, εκείνος έξηγήσατο (Ίω. 1,18) καί πάλι «ουδείς άναβέβηκεν εις τον ούρανόν, ει μη ό εκ του ουρανού καταβάς, ό υιός του ανθρώπου, ό ων εν τω ούρανώ» (Ίω. 3,13). Είναι δηλαδή φανερό ότι ήταν στον ουρανό δια μέσου της μακαριάς οράσεως (Βλέπε Αθανασίου Αλεξανδρείας, Λόγος εις τον Ευαγγελισμό).
Εξ αιτίας αυτής της απαλότητας μόλις γεννήθηκε δέχτηκε με την αφή την προσβολή του ψυχρού αέρος καί της υγρασίας του σπηλαίου· με τη φωνή κλαίει· με την όσφρηση αισθάνεται την έντονη κακοσμία της φάτνης καί των ζώων με την δράση βλέπει μία σκοτεινή καί άχαρη σπηλιά· καί με την ακοή δεν ακούει άλλο από τις τραχιές φωνές των αγρίων ζώων. Καί για να συνοψίσουμε μόλις γεννήθηκε ό Ιησούς, αφιερώνει την αρχή της ζωής του σε ένα χώρο υπερβολικά στενό καί σε μια έλλειψη όλων των αναπαύσεων καί σε κάθε είδος οδύνης καί βασάνων πού μπορούσε να δεχθεί ή τρυφερή εκείνη ηλικία του. «Ω! αφήστε με να πάω κοντά στη φάτνη καί να πω στον Ιησού· «τι είναι αυτή ή άκρα συγκατάβασης σου, γλυκύτατε μου Ιησού; Εσύ είσαι εκείνος ό επιθυμητός Μεσσίας από όλα τα έθνη καί ευθύς να γεννηθείς με τοιαύτα βάσανα;» Ναι, μου αποκρίνεται· αυτό ήταν από την αρχή το θέλημα του Ουρανίου Πατρός μου· να καταργηθεί ή ηδονή με την οδύνη· αυτό το πατρικό θέλημα ήρθα να εκπληρώσω ευθύς μόλις γεννήθηκα στον κόσμο, καθώς εκ μέρους μου προείπε ό Δαβίδ καί με τον Δαβίδ ό Απόστολος· «Διό εισερχόμενος εις τον κόσμον θυσίαν καί προσφορά ουκ ήθέλησας, σώμα δε κατηρτίσω μοι’ τότε είπον ιδού ήκω του ποιήσαι ό θεός το θέλημα σου» (Έβρ. 10, 5,7), (Ψαλμ. 39,7· 8).
Εδώ τώρα, εσύ αγαπητέ, να γίνεις κριτής ανάμεσα στο Χριστό καί στον κόσμο καί να αποφασίσεις ποιος θα σ` εξουσιάζει, ό Χριστός ή ό κόσμος; Ποιόν πρέπει ν’ ακολουθείς, εκείνον πού θέλει τη σωτηρία σου με την οδύνη, ή εκείνον πού ζητεί την απώλεια σου με την ηδονή; Είναι φανερό ότι το πρώτο· «εις τούτο γαρ εκλήθητε, ότι καί Χριστός έπαθε υπέρ ημών, υμίν ύπολιμπάνων ύπογραμμόν, ίνα έπακολουθήσητε τοις ίχνεσιν αυτού» (Α’ Πέτρ. 2, 21). Όμως ό κόσμος είναι τόσο τυφλός, πού όχι μόνο δεν γνωρίζει την αλήθεια, αλλά ούτε μπορεί να την γνωρίσει, καθώς λέγει ή ίδια ή αύτοαλήθεια· «καί εγώ ερωτήσω τον πατέρα καί άλλον παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας, ο ό κόσμος ου δύναται λαβείν, ότι ου θεωρεί αυτό ουδέ γιγνώσκει αυτό» (Ίω. 14, 16-17). Εάν λοιπόν εσύ θέλεις να θεραπευθείς μέσα σ` αυτόν τον τυφλό κόσμο καί είσαι ικανοποιημένος να κυβερνάς τη ζωή σου με τα ψεύτικα διατάγματα του, ω ταλαίπωρος πού είσαι! Μόνος σου παραδόθηκες στα χέρια του θανατηφόρου εχθρού σου, όπως έκανε ό Σαμψών πού παραδόθηκε στα χέρια των αλλοφύλων κι ακόμη έγινες μόνος σου φανερός αποστάτης του Κυρίου, του μόνου ευεργέτου σου· γιατί θέλησες να υπηρετείς τίς αισθήσεις σου με τίς ηδονές και προτίμησες μια ζωή τρυφηλή, μαλθακή και ηδονική, την οποία τόσο πολύ μίσησε ό Ιησούς μόλις γεννήθηκε, αν και αυτή ή ζωή θεωρείται από τους άφρονες αλάνθαστη και αθώα! «Αχ αδελφέ μου! Και πιστεύεις εσύ ποτέ πώς ή άπειρη σοφία του Θεού θέλησε να βασανίσει τόσο πολύ το Πανάγιον της σώμα, όχι μόνο κατά την γέννηση του αλλά και σ` ολόκληρη τη ζωή του και στο θάνατο του, εάν δεν ήταν αναγκαίο σε σένα να αποφεύγεις τίς ηδονές και να σκληραγωγείς το σώμα σου; Και σε τι θα ωφελήσει ή ασεβής σου πρόφαση πού λες πώς ό Χριστός δεν σε προστάζει με εντολή να απέχεις από τίς ηδονές και τίς αναπαύσεις των αισθήσεων και του σώματος, αλλά ότι σε συμβουλεύει μόνο λέγοντας «όστις θέλει οπίσω μου άκολουθείν, άπαρνησάσθω εαυτόν και άράτω τον σταυρόν αυτού, και άκολουθείτω μοι»; (Μάρκ. 8,36). Καλά, και έτσι υπολογίζεις εσύ τίς συμβουλές της άκτίστου σοφίας, προφασιζόμενος προφάσεις εν αμαρτίαις θέλοντας να εξουσιάζεις (και να υπερασπίζεσαι) την τρυφηλή ζωή σου; Να ξέρεις λοιπόν ότι πρέπει να μιμείσαι τον Ιησού Χριστό, αν θέλεις να είσαι προορισμένος για την Βασιλεία των ουρανών. Άκουσε τώρα εκείνες τίς φοβερές αποφάσεις πού φωνάζει με δυνατή φωνή μέσα από τη φάτνη το Βρέφος ό Ιησούς· «Ουαί υμιν τοις πλουσίοις, ότι απέχετε την παράκλησιν υμών Ουαί υμιν οι έμπεπλησμένοι, ότι πεινάσετε· Ουαί υμιν οί γελώντες νυν, ότι πενθήσετε και κλαύσατε· Ουαί, όταν καλώς υμάς ειπωσιν πάντες οί άνθρωποι» (Λουκ. 6,24-26), Τι απαντάς σ` αυτά εσύ, πού θέλεις να περνάς τη ζωή σου με ανέσεις κι’ έπειτα επιδιώκεις γι’ αυτό να βρίσκεις ακόμη και δικαιολογίες; Θεωρείς πώς αυτά πού λέγει ό Κύριος είναι λόγια κενά και πώς ό Θεός μίλησε χωρίς να μπορούν να εκπληρωθούν τα λόγια του; Αυτό βγάλτο από το μυαλό σου. «Ό ουρανός και ή γη παρελεύσονται, οί δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Να αισχύνεσαι λοιπόν, να αισχύνεσαι για όλες τίς ηδονές και απολαύσεις και να θεωρείς τον εαυτό σου ανάξιο του ονόματος του Χριστιανού, επειδή με τη ζωή καί τα έργα σου πρόσβαλες πολύ την χριστιανική σου ιδιότητα καί τόσες φορές προτίμησες να υπηρετήσεις τη σάρκα σου παρά το Θεό. Με την συμπεριφορά σου αυτή έγινες αιτία να βλασφημείται από τα έθνη ό χριστιανισμός καί το ύπερύμνητον όνομα του Θεού, καθώς αυτός ό ίδιος παραπονείται καί λέγει· «δι’ υμάς δια παντός το όνομα μου βλασφημείται εν τοις έθνεσιν» (Ήσ. 52, 5).
Γι’ αυτό αποφάσισε επιτέλους να απαρνηθείς όλες τις ηδονές πού αποδεδειγμένα δεν είναι απαραίτητες στη ζωή σου καί να δεχτείς στο έξης ευχαρίστως όλους τους σταυρούς καί τις θλίψεις πού θα σου στείλει ό θεός· να αγκαλιάσεις την σκληραγωγία πού περιλαμβάνει ή αληθινή μετάνοια καί να μη λογαριάζεις τίποτε άλλο για να την αγαπάς, παρά να λογαριάζεις μόνο την αγάπη πού έδειξε ό Χριστός γι’ αυτήν ήδη από την γέννηση του. Ευχαρίστησε τον Κύριο, πού για την αγάπη σου θέλησε να γεννηθεί με τέτοια βάσανα· καί προπάντων παρακάλεσε Τον να σου δώσει χάρη να καταλάβεις καλά από το παράδειγμα του αυτή την αλήθεια· ότι δηλ. ή παρούσα ζωή είναι καιρός για να κλαις καί να θλίβεσαι κι όχι για να γελάς καί να ξεφαντώνεις καθώς τονίζει ό Εκκλησιαστής «καιρός του κλαίειν» (3, 4) καί με τον Εκκλησιαστή καί ό Απόστολος· «ό καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστίν, ινα καί οι έχοντες γυναίκα, ως μη έχοντες ώσι, καί οι κλαίοντες ως μη κλαίοντες, καί οι χαίροντες ως μη χαίροντες… παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου» (Α’ Κορ. 7, 29).
3. Γιάτρεψε τον ερωτά της δόξης
Σκέψου ακόμη ότι ό Χριστός με την γέννηση του ήρθε να πολεμήσει με την ταπείνωση του τον άτακτο έρωτα της δόξας. Ό κοσμικός άνθρωπος επιδιώκει να υπερέχει από τους άλλους, να τιμάται καί να δοξάζεται καί γενικά να φαίνεται ότι είναι ό εκλεκτότερος των υπολοίπων να δίνει διαταγές με δεσποτική αλαζονεία, να μιλάει άφ’ υψηλού καί να παρουσιάζεται ως αυθεντία. Αν καμιά φορά τύχει κι έρθουν σε αντιπαράθεση ή δόξα του Θεού καί ή δόξα ή δική του, τότε αυτός καταφρονεί την δόξα του Θεού καί εκ των προτέρων προτιμά τη δική του δόξα.
Αυτά όλα είναι ανόητες θέσεις καί διδασκαλίες πού διδάσκει ό κόσμος στους μαθητές του καί αυτά τα σφάλματα ήρθε να θεραπεύσει ό λυτρωτής μας, αφότου άρχισε να ζει στον κόσμο. Μπορούσε ό ίδιος ασφαλώς καί βρέφος ακόμη να κάνει έργα ωρίμου ανδρός· μπορούσε δηλ. μόλις γεννήθηκε να μιλάει με καθαρή άρθρωση· μπορούσε να καταλαβαίνει καί να μιλάει τις γλώσσες όλων των λαών μπορούσε να έχει γύρω του χιλιάδες καί μυριάδες ηλιόμορφων Αγγέλων για να τον παραστέκονται ολοφάνερα καί να τον υπηρετούν όχι μόνον ως Θεό, αλλά καί ως άνθρωπο. Ακόμη μπορούσε από την πρώτη στιγμή της ζωής του να χρησιμοποιεί τον χρόνο με το να τρέχει στον κόσμο να τον γεμίζει από τα μεγαλεία των θαυμάτων του, να τον φωτίζει με τις λάμψεις της διδασκαλίας του, να τον διδάσκει με την αγιότητα των παραδειγμάτων του καί να τον μεταστρέφει με τη δύναμη του κηρύγματος του. Μ` αυτά όλα μπορούσε να δοξάσει το όνομα του περισσότερο άπ’ όλους τους ανθρώπους πού υπήρχαν φιλόδοξοι στον κόσμο· καί οι βασιλείς καί οι άρχοντες καί οί μεγιστάνες του κόσμου καί όλοι οί λαοί να ξεκινούν από τα πέρατα της οικουμένης καί να έρχονται στην Ιερουσαλήμ για ν’ ακούσουν την ουράνια σοφία πού διδάσκει ένα βρέφος, όπως ή βασίλισσα του Νότου πού ξεκίνησε μέσα από την Ευδαίμονα Αραβία καί ήρθε να ακούσει τη σοφία του δωδεκαετούς παιδιού, του Σολομώντος· να έρχονται να δουν ένα νήπιο να φωτίζει τυφλούς, να καθαρίζει λεπρούς, να ανορθώνει χωλούς, να γιατρεύει αρρώστους, να ανασταίνει νεκρούς καί γενικά να κάνει παράδοξα καί φρικτά θαύματα, ώστε όλοι να το επαινούν, όλοι να το δοξάζουν, όλοι να το ευφημούν. Άλλα ό Ιησούς δεν ήθελε τέτοια ανθρώπινη καί μάταιη δόξα. «Όχι! ‘Αλλά «σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος έταπείνωσεν εαυτόν», καθώς λέγει ό θείος Παύλος (Φιλιπ. 2,8) καί κρύβεται με τον ερχομό του σ` ένα τόπο από τους πιο αφανείς της Ιουδαίας καί σ` ένα ενδιαίτημα των αλόγων ζώων σκεπάζει δε όλους τους θησαυρούς της σοφίας του μέσα σ’ ένα κομμάτι σάρκας καί κάτω από την διανοητική αδυναμία ενός άγνωστου άφωνου νηπίου· «εν ω είσι πάντες οί θησαυροί της σοφίας καί της γνώσεως απόκρυφοι»! (Κολ. 2,3) Δι’ αυτό καί ό Ησαΐας για την νηπιώδη αγνωσία του παιδιού αυτού λέγει· «…πριν ή γνώναι το παιδίον καλεί πατέρα ή μητέρα…» (Ήσ. 8, 4). Καί κατά την εποχή πού οί βασιλείς της γης -εννοώ ό Αύγουστος Καίσαρ- κυβερνούν το κράτος τους με απογραφές καί εκδίδουν στους λαούς νόμους καί φαίνονται παντού ένδοξοι, αυτός, πού είναι ό βασιλεύς των βασιλευόντων, γεννιέται καί ζει εντελώς άγνωστος καί θεωρείται σαν ένα μηδενικό. «Ω της ανυπέρβλητης ταπεινώσεώς σου, ω γλυκύτατο όνομα, ω γλυκύτατε υπεράνθρωπε Ιησού! Αύτη ή ταπείνωση σου έκανε τον προφήτη Αββακούμ να χάσει σχεδόν το μυαλό του καί να λέει· «Κύριε, κατενόησα τα έργα σου καί έξέστην. Εν μέσω δύο ζώων γνωσθήση» (Άββακ. 3,2). Αύτη ή ταπείνωση παρακίνησε τον οσίων σου Ισαάκ να πει τα υψηλά αυτά λόγια· «ή ταπεινοφροσύνη στολή θεότητας εστίν ό γαρ Λόγος ό ένανθρωπήσας αυτήν ένεδύσατο καί ώμίλησεν ημίν δι’ αυτής εν τω σώματι ημών.. ίνα μη ή κτίσης τη αυτοί θεωρία καταφλεχθή» (Λογ. κ’). Επειδή καί ή αιτία της πτώσεως των αγγέλων στον ουρανό καί των ανθρώπων στη γη υπήρξε ή διαφορά ανάμεσα στο μεγαλύτερο καί στο μικρότερο, γι’ αυτό εσύ, ό Λόγος του Θεού, με τη γέννηση σου σηκώνεις από τον κόσμο αυτό το μεγάλο σκάνδαλο της απώλειας του κόσμου· καί Σύ, ο ανώτερος καί «υπέρ τα οντά ων», αφού έγινες κατώτερος καί έσχατος όλων,
κανείς μ’ αυτό τον τρόπο όμοια όλα σου τα κτίσματα, τόσο τα μεγαλύτερα καί ανώτερα, όσο καί τα μικρότερα καί κατώτερα καί καταδεικνύεις ως άριστη οδό υψώσεως, την ταπείνωση, καθώς θεολογεί ό δικός σου της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ό Παλαμάς λέγοντας· «Ελευθερώνει με παράδοξο τρόπο ό Θεός από την αιτία της αρχικής πτώσεως (τον άνθρωπο)· καί αυτή (ή αιτία) ήταν ή υπεροχή καί ή κατωτερότητα πού ενυπάρχει στα όντα· καί από εδώ ξεκινάει ό φθόνος καί ό δόλος καί οι φανερές καί κρυφές αντιπαλότητες. Ό Θεός λοιπόν ευδόκησε πρόσφατα (με την ενανθρώπηση του Χρίστου) να διαλύσει την αιτία της υπερηφάνειας πού καταστρέφει τα λογικά του κτίσματα· εξομοιώνει δηλ. τα πάντα με τον εαυτό του καί επειδή βέβαια ό ίδιος με τον εαυτό του είναι ίσος καί όμοιος κατά φύσιν, κάνει καί την φύση ίση κατά χάριν με τον εαυτό της. Καί αυτό πώς έγινε; Ό ίδιος ό εκ Θεού Θεός Λόγος, αφού άδειασε τον εαυτό του απόρρητα καί μυστικά, κατέβηκε από ψηλά στην εσχάτη ανθρώπινη ύπαρξη καί αυτή αφού την έδεσε μαζί του κατά τρόπο άλυτο καί αφού ταπεινώθηκε καί πτώχευσε σαν άνθρωπος (όμοιος μας) έκανε τα κάτω πάνω, μάλλον δε συνένωσε καί τα δύο σε ένα. Με τη Θεότητα δηλ. συνένωσε την ανθρωπότητα καί έτσι υπέδειξε σε όλους την ταπείνωση ως δρόμο πού οδηγεί προς τα άνω, αφού πρόσφερε τον εαυτό του σήμερα υπόδειγμα μπροστά στους ανθρώπους καί στους αγίους Αγγέλους» (Λόγος στη Γέννηση τον Χρίστου).
Τώρα, εσύ αγαπητέ, μπορείς να βρεις μεγαλύτερη άπ’ αυτή τη διαφορά μεταξύ του Θεού καί του κόσμου; Λοιπόν, από αυτούς τους δύο ποιος είναι δίκαιο ; να σ` εξουσιάζει; Ό Χριστός ή ό κόσμος; Βέβαια ό Χριστός· γιατί ό Χριστός ούτε πλανά ούτε πλανάται, ενώ ό κόσμος καί πλανά καί πλανάται. «Έπειτα, σκέψου, πώς για τον Χριστό δεν ήταν αρκετό πού γεννήθηκε υπήκοος του Καίσαρος Αυγούστου, αλλά θέλησε ακόμη να γεννηθεί καί στην εποχή πού γινόταν επίσημη δήλωση έμπρακτης υποταγής· ενταίς ημέρες εκείνες εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεστε πάσαν την οικουμένη» (Λουκ. 2, 1) καί θέλησε να φέρει άνω – κάτω όλα τα πράγματα, κυρίως όμως να βάλει τον εαυτό του κάτω άπ’ αυτήν την υποταγή. «Ανέβει δε καί Ιωσήφ από της Γαλιλαίας εκ ι πόλεως Βηθλεέμ… άπογράψασθαι συν Μαριάμ τη μεμνηστευμένη αύτω γυναικί οΰση έγκύω» (Λουκ. 2,4).
Εσένα όμως αδελφέ φαίνεται πώς σ` ευχαριστεί να τα κάνεις όλα άνω κάτω, να συγχύζεις όλο τον κόσμο, μόνο για να εκπληρώσεις την επιθυμία σου, μόνο για να υποτάξεις όλους στη γνώμη σου, μόνο για να γίνεις μεγάλος καί για να αποκτήσεις δόξα στον κόσμο· μ’ αυτό πού κάνεις φαίνεσαι να λες· εγώ προτιμώ ν’ ακολουθήσω το παράδειγμα του κόσμου από το παράδειγμα του
Χριστού» εγώ επιλέγω την δόξα των ανθρώπων από τη δόξα του Θεού.
«Ω πόσο θα σου φανεί βαριά αύτη ή παράλογη εκλογή σου, όταν στο φως της κρίσεως του Θεού θα δεις τα πράγματα όπως ακριβώς είναι κι όχι καθώς τώρα σου φαίνονται καί όταν αυτό το βρέφος, πού τώρα βλέπεις μέσα στη φάτνη άδοξο καί ταπεινό, έρθει ως μέγας βασιλεύς με δύναμη καί δόξα πολλή για να κρίνει όλο τον κόσμο.
Άλλα τι απαντάς;
Ναι εγώ πρέπει να παραβλέπω την τιμή μου καί να ταπεινώνομαι για το Χριστό, αλλά ό κόσμος είναι χωρίς διάκριση καί με περιφρονεί καί δεν με υπολογίζει για τίποτε. Εύγε, σωστά απάντησες. «Άφησε λοιπόν να είναι κρυμμένη καί καταφρονημένη άπ’ αυτόν τον κόσμο ή δική σου τιμή καί ή ζωή, για να φανερωθείς καί συ με τιμή καί δόξα, όταν φανερωθεί ό Χριστός. Απεθάνετε γαρ, καί ή ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ· όταν ό Χριστός φανερωθη, ή ζωή ημών, τότε ύμεΐς συν αύτω φανερωθήσεσθε εν δόξη» (Κολ. 3, 3-4).
Ας λέει ό κόσμος τα δικά του· τι σε νοιάζει; Εσύ ν’ ακολουθείς την οδηγία της σοφίας του Χριστού κι όχι της μωρίας του κόσμου, πού είναι καί δικός σου εχθρός καί εχθρός του αλυτρώτου σου· είναι τόσο μεγάλος εχθρός του πού ό ίδιος ό Χριστός στο καιρό του πάθους του, ενώ παρακάλεσε τον ουράνιο πατέρα ακόμη καί για τους σταυρωτές του, όμως για τον κόσμο δεν θέλησε να παρακαλέσει· «ου περί του κόσμου ερωτώ» (Ίω. 17,9). Γι’ αυτό πρέπει να διαλέξεις ένα από τα δύο, αν είσαι φίλος του Ιησού, πρέπει να είσαι εχθρός του κόσμου· καί αν αντίθετα θελήσεις να είσαι φίλος του κόσμου, εξάπαντος θα είσαι εχθρός του Ιησού· «μοιχοί καί μοιχαλίδες! ουκ οιδατε ότι ή φιλία του κόσμου έχθρα του Θεού εστίν; ός αν ο
βουληθεί φίλος είναι του κόσμου εχθρός του Θεού καθίσταται» (:Ιακώβ. 4,4). Μα σου κακοφαίνεται επειδή σε καταφρονεί καί σε μισεί ό κόσμος; Ανόητος πού είσαι! Αυτό το μίσος καί αυτή ή καταφρόνηση (του κόσμου) είναι καλό σημάδι· πώς δηλ. δεν είσαι μαθητής του κόσμου, αλλά μαθητής του Χριστού· «Ει εκ του κόσμου είτε, ό κόσμος αν το ίδιον έφίλει· ότι δε εκ του κόσμου ουκ έστέ, άλλ’ εγώ έξελεξάμην υμάς εκ του κόσμου, δια τούτο μισεί υμάς ό κόσμος» (Ίω. 15,19).
Αδελφέ μου, άνοιξε μία φορά τα μάτια σου για το καλό της ψυχής σου καί αποφάσισε να μην εμπιστεύεσαι πια τον ψεύτη καί επίβουλο κόσμο, καθώς σε συμβουλεύει καί ό σοφός Σειράχ. «Μη πιστεύσης τω έχθρώ σου εις τον αιώνα» (Σοφ. Σειρ. 12,10). Πάρε σταθερή απόφαση να μελετάς πάντοτε καί να ακολουθείς την οδηγία του φωτός των παραδειγμάτων, του Ίησοΰ Χριστου ό όποιος μέσα από τα βρεφικά σπάργανα σου φωνάζει με γλώσσα ψελλίζουσα εκείνο το φοβερό έλεγχο. «Πώς δύνασθε ύμεΐς πιστεύσαι, δόξα παρά αλλήλων λαμβάνοντες καί την δόξα την παρά του μόνου θεού ου ζητείτε;» (Ιωάννης. 6,44) Καί επειδή αυτός (ό Ιησούς Χριστός) έπαθε τόσα για να σε διδάξει την αλήθεια, παρακάλεσε τον να σου δώσει χάρη να καταλάβεις σ` όλο το βάθος το παράδειγμα του καί την διδασκαλία του, για να αγαπάς την ταπείνωση του, ή οποία είναι γεμάτη από αληθινό ύψος καί δόξα· να μισείς όμως καί να αποστρέφεσαι την δόξα καί την τιμή του κόσμου, ή οποία είναι αληθινή ατιμία καί άδοξία· γιατί όχι μόνο σου στερεί την ουράνια δόξα, αλλά καί γιατί στο τέλος της ζωής, καταλήγει (ή δόξα του κόσμου) στο χώμα και στην κοπριά σύμφωνα με τη Δαβιτική εκείνη κατάρα.» Καταδιώξω άρα ό εχθρός την ψυχήν μου… και την δόξα μου εις χουν κατασκηνώσαι» (Ψαλμ.1,5).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου