Κάποτε, σε μία εορτή, ο π. Αρσένιος πήγε σε γειτονική καλύβη για να κοινωνήσει και ο Γέροντας ησύχαζε μόνος του, όπως το είχε προγραμματίσει. “Όλο το βράδυ εκείνο, μας έλεγε, είχα έμμονο λογισμό ότι ενώ οι άλλοι πατέρες θα κοινωνούσαν εγώ δεν είμαι άξιος αυτής της Χάριτος για τις αμαρτίες μου. Σε κάποια στιγμή, εκεί που καθόμουν και κρατούσα όσο μπορούσα την ευχή, σταμάτησα και συγκέντρωσα τις σκέψεις μου. Δούλευε μέσα μου ο ίδιος λογισμός και ένιωθα έντονη επιθυμία για τον Άρτο της Ζωής. Άρχισα σαν μοιρολόϊ, με παράπονο, την ευχούλα, που μάλλον αυτομεμψία ήταν, όταν αισθάνθηκα μια παρουσία. Άνοιξα τα μάτια μου, γιατί μολονότι πάντοτε έμενα στα σκοτεινά συνήθιζα να έχω και τα μάτια μου κλειστά. Βλέπω λοιπόν μπροστά μου έναν ολόφωτο Άγγελο, όπως τους περιγράφει η Εκκλησία μας, που γέμισε τον τόπο φως, φως του άλλου κόσμου. Κρατούσε στο χέρι του ένα κομψότατο και φωτεινό σκεύος, που το χωρούσε η παλάμη του. Το άνοιξε με προσοχή, με πλησίασε όσο έπρεπε και με πολλή ευλάβεια και προσοχή μου έδωσε στο στόμα μου μερίδα του Δεσποτικού Σώματος. Μετά, με κοίταξε με ένα σεμνό μειδίαμα, έκλεισε το σκεύος και έφυγε από την στέγη προς το μέρος που ήταν και πριν. Όλη την ημέρα εκείνη ο νους μου ήταν αιχμαλωτισμένος σε αυτή τη θεωρία, η καρδία μου γέμισε από αγάπη στον Χριστό μας και δεν θυμόμουν τίποτε άλλο επίγειο”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου