«Ἡ Ὑπακοή», μέρος β΄
“Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης”
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Ἄν καί ὁ ἴδιος ἦταν ἡσυχαστής, μᾶς ἔλεγε:Ἕναν καλό ὑποτακτικό τόν βάζω πάνω ἀπό ἐρημίτες καί ἡσυχαστές.
Γιατί Γέροντα;
Διότι ὁ ἡσυχαστής κάνει τό δικό του θέλημα, κινεῖται ὅπως αὐτός θέλει.
Ποιός τόν ἐμποδίζει; Ποιά ἡ δυσκολία του; Καμμία.
Ὁ καλός ὑποτακτικός ὅμως δέν ἦρθε, γιά νά κάνῃ τό δικό του θέλημα, ἀλλά τό θέλημα τοῦ Γέροντος. Στή ἐκκοπή τοῦ θελήματος βρίσκεται ὅλη ἡ δυσκολία, διότι περιορίζεται καί στριμώχνεται ἡ ἐλευθερία, πού εἶναι τό βασίλειο τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τούς Πατέρες οἱ καλοί καί εὐλογημένοι ὑποτακτικοί ὡς ἔνδοξοι ἀθλητές, ἦσαν διπλά στεφανωμένοι· γι᾿ αὐτό καί προέτρεπαν:
«Τρέξατε, τέκνα, ὅπου ἐστί ὑπακοή. Ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἐλευθερία καί ὁ δρόμος εἶναι ἀνοιχτός. Ἐκεῖ ὅπου βασιλεύει ἀγάπη, ὁμόνοια, εἰρήνη, ἔλεος καί θεία Χάρις».
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει αὐταπάρνησι καί δέν ἀρνηθῇ τό δικό του θέλημα, ὑποφέρει. Ὅλο προσκόμματα βρίσκει, ἀφοῦ τό ἕνα τοῦ φταίει, τό ἄλλο τόν τσιγκλάει, ἐκεῖνο τόν σουβλίζει, τό παρ᾿ ἄλλο τόν ἀγκυλώνει καί πάντα ὑποφέρει. Ὅταν ὅμως ὁ μοναχός ἀρνηθῇ τό θέλημά του καί κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Γέροντος, ζῇ εὐτυχισμένα. Γίνεται σάν μικρό παιδάκι, σάν πνευματικό νήπιο καί δέν ἔχει καμμιά στενοχώρια καί καμμιά μέριμνα γιά τήν σωτηρία του. Εἶναι τόσο ἀνάλαφρος, καί μέσα του νοιώθει πολύ ἀναπαυμένος. Κοιμᾶται, σηκώνεται σάν τό μωρό παιδί. Τό νήπιο βέβαια ἀπό ἀνωριμότητα τοῦ ἐγκεφάλου του συμπεριφέρεται ἔτσι, ὁ μοναχός ὅμως νηπιάζει στήν κακία ἐν γνώσει καί μέ προγματική ὡριμότητα.
Αὐτό τό γνωρίσαμε στήν πρᾶξι. Τά χρόνια πού ἤμεθα κοντά στόν Γέροντα, ἤμεθα πανευτυχεῖς καί εἴχαμε πανηγύρι στή ψυχή μας. Ὑπῆρχαν, βέβαια, οἱ σωματικοί κόποι, οἱ ἀχθοφορίες, οἱ ἀγρυπνίες…, ἀλλά μέσα μας εἴχαμε χαρά, εἰρήνη καί ἀνάπαυσι. Οὔτε καί αὐτός ὁ θάνατος καί ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ δέν μᾶς ἀπασχολοῦσαν.
Προσωπικά ἔνοιωθα τέτοια εἰρήνη συνειδήσεως, πού παρακαλοῦσα τόν Θεό νά φύγω ἀπό τήν ζωή, ἐνῶ ἤμουν ἀκόμα ὑποτακτικός, γιατί ἔνοιωθα ἐγγυημένη τήν σωτηρία μου.
Εὐρισκόμενος σ᾿ αὐτήν τήν κατάστασι, μιά μέρα ρώτησα τόν Γέροντα:
Γιατί, Γέροντα, δέν νοιώθω δυσκολία πάνω στά ἁμαρτήματά μου, δυσκολία στή σκέψι καί στή θεωρία τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς μου, δυσκολία στό ξεπέρασμα τῶν τελωνίων; Προσπαθῶ στήν προσευχή μου νά βάλω τόν ἑαυτό μου στά ἀριστερά τοῦ Κριτοῦ καί δέν πηγαίνει, ἀλλά ἀνεμπόδιστα καί ἀβίαστα πηγαίνει πρός τά δεξιά. Μήπως αὐτό εἶναι πλάνη;
Καλά βρέ κούτσικο, δέν καταλαβαίνεις; μοῦ λέει.
Δέν καταλαβαίνω, ἀπαντῶ.
Τήν στιγμή πού σάν ὑποτακτικός ἄφησες τό φορτίο σου ὅπλο πάνω στούς δικούς μου ὤμους, ἐσύ ἐλάφρωσες. Γιά ποιά πρᾶξι θά δώσῃς ἀπολογία, τήν στιγμή πού ὅλα τά ἔχεις ἀναθέσει σ᾿ ἐμένα, τά ἔχεις ἐναποθέσει μπροστά μου καί τά ἔχω ἀναλάβει ἐγώ καί σύ εἶσαι ἐλεύθερος; Πῶς νά μήν πᾶς πρός τά ᾿κεῖ; Ποιό πρᾶγμα θά σ᾿ ἐμποδίσῃ; Ἐάν ἐσύ ἔκανες τό δικό σου θέλημα, τό φορτίο θά ἦταν πάνω σου καί δέν θά ἔνοιωθες ἔτσι.
Εἶχε δίκιο ὁ Γέροντας, διότι τίποτε δέν κάναμε χωρίς νά τόν ρωτήσουμε. Ζούσαμε σάν ξένοι σ᾿ αὐτόν τόν πλανήτη καί περιμέναμε πότε θά μᾶς καλέσῃ ὁ καλός Θεός νά φύγουμε. Τόν θάνατο τόν ἐκμηδενίζαμε.
Ἄν κι᾿ ἐγώ ἔνοιωθα μεγάλες δυσκολίες ἀπό τήν σωματική ἀσθένεια, εἶχα παρουσιάσει συμπτώματα φυματιώσεως, ἐν τούτοις δέν μέ ἀπασχολοῦσε καθόλου ἡ ὑγεία μου. Μόνο πῶς νά ἀναπαύσω τόν Γέροντα καί νά φύγω ἀπό τήν ζωή. Ἔτσι ἔνοιωθα. Ὅταν ὁ ὑποτακτικός ἀναπαύῃ τόν Γέροντά του, ἀναπαύει τόν Θεό! Καί τόν Γέροντα τόν ἀναπαύει κανείς μέ τήν πνευματική του ζωή. Ὅσο προχωρεῖ πρός τήν τελείωσι, τόσο μεγαλώνει ἡ ἀνάπαυσίς του καί στόν ὑποτακτικό γίνετα εὐλογία Θεοῦ. Καί εἶχα χαρά. Ἀπό τήν πολλή ὑπακοή πού εἶχα, δέν εἶχα λογισμούς.
Γιατί, Γέροντα, δέν ἔχω λογισμούς;
Γιατί τό φορτίο τό ἔδωσες σέ μένα.
Αὐτό βέβαια τό συναντᾶμε καί στά Πατερικά κείμενα. Ἰδίως ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος στά ἀσκητικά του εἶναι πολύ γλαφυρός. Διηγεῖτο πώς, ὅταν ἦταν ἀρχάριος, ἔκανε τυφλή ὑπακοή καί ἔνοιωθε μία διαρκῆ πνευματική ἀνάπαυσι. Μά ἐπειδή εἶχε διαβάσει στό Εὐαγγέλιο πώς ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου εἶναι στενή καί πώς μέ πολλούς πειρασμούς καί θλίψεις μπαίνει κανείς στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στενοχωριόταν, γιατί αὐτός ἔνοιωθε διαρκῆ ἀνάπαυσι. Ρώτησε τότε τόν μεγάλο Γέροντα Ἰωάννη, τόν ἐπωνομαζόμενο Προφήτη, κι᾿ ἐκεῖνος τοῦ ἐξήγησε πώς αὐτοί εἶναι οἱ καρποί τῆς ὑπακοῆς1.
Ἀκόμα κι᾿ αὐτήν τήν λογική καταργήσαμε. Γιά νά ἀναπαύσουμε τόν πνευματικό μας πατέρα. Κάναμε ὑπακοή καί στόν ἁπλούτσικο ἀλλά ἁγιασμένο καί μυροβλυσμένο Γέρο-Ἀρσένιο.
Ὅταν ἤμουν ἡμερῶν ἀρχάριος, φυτεύαμε μέ τόν παπποῦ Ἀρσένιο κρεμμύδια. Ἐγώ δέν εἶχα ξαναφυτέψει, ἀλλά ἤξερα πῶς φυτεύονται. Ἄρχισα, λοιπόν, καί φύτευα ὅπως ἔπρεπε, μέ τίς ρίζες κάτω καί τό φύτρο πρός τά πάνω.
Μοῦ λέει ὁ Γερό-Ἀρσένιος, γιά νά μέ δοκιμάσῃ:
Κούτσικο! Ἔτσι φυτεύουν τά κρεμμύδια;
Πῶς, Γέροντα;
Κάτω τό φύτρο καί οἱ ρίζες πάνω!
Νά ᾿ναι εὐλογημένο.
Ἄν καί σύμφωνα μέ τήν λογική εἶχα δίκιο, ἐν τούτοις ἔκανα τυφλή ὑπακοή καί τά φύτεψα ἀνάποδα. Καί ὅμως! Ὄχι μόνον φύτρωσαν ὅλα, ἀλλά καί βγῆκαν ὡραιότατα κρεμμύδια. Γιά τήν ἀκρίβεια τῆς ὑπακοῆς βγῆκαν σωστά.
Ἄλλοτε πάλιν ὁ Γέροντας μᾶς ἔστειλε μέ ἕναν ἄλλο ἀδελφό νά τρυγήσουμε μία κληματαριά. Ὅλη μέρα κόβαμε σταφύλια καί φυσικά οὔτε μία ρόγα δέν βάλαμε στό στόμα μας, ἀφοῦ ὁ Γέροντας δέν μᾶς ἔδωσε εὐλογία.
Ὁ μοναχός πού εἶχε τήν κληματαριά μᾶς ἔλεγε:
Φάτε, πατέρες, ἔχει εὐλογία.
Ἀλλά ἐμεῖς ἀρνηθήκαμε. Μᾶς θαύμαζε καί ἔλεγε:
Βρέ, παπά – Ἐφραίμ, τί καλογέρια ἔχει ὁ Γέρο -Ἰωσήφ!
Ὅλη μέρα ἔκοβαν σταφύλια καί μία ρόγα δέν ἔβαλαν στό στόμα τους! Ἐγώ τούς ἔλεγα:
«Φᾶτε πατέρες, ἔχει εὐλογία» κι᾿ αὐτοί ἀπαντοῦσαν:
«Εὐλόγησον, Γέροντα, δέν εἶναι ὥρα φαγητοῦ».
Καί πράγματι, ποτέ δέν παραβιάζαμε, ἐντολή τοῦ Γέροντος.
συνεχίζεται……
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν. Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο:“Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης”
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Ἐκδόσεις Γ. Γκέλμπεσης
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Φιλοθέου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Αγιορείτης
1Ἀββᾶ Δωροθέου, Ἔργα Ἀσκητικά, Καρέας 1991, σελ. 109.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου