Περί ἐξομολογήσεως» μέρος β΄
Μία μέρα, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἦταν ὁ παπα-Ἐφραίμ ἀπό τά Κατουνάκια νά μᾶς λειτουργήσῃ. Καί μοῦ ἔδωσε ἐντολή ὁ Γέροντας νά τοῦ μαγειρέψω ἕνα καλο φαγάκι, ἐπειδή ὁ παπα-Ἐφραίμ ἦταν πολύ φιλάσθενος, καί στά πρόθυρα σχεδόν τῆς φυματιώσεως.
Ἔσπευσα στήν ὑπακοή καί ἐκεῖ πού τοῦ μαγείρευα, ὁ Γέροντας στεκόταν πάνω ἀπό τό κεφάλι μου καί μοῦ ἔλεγε:
Δέν ξέρεις νά μαγειρεύῃς τρομάρα νά σοῦ ᾿ρθῃ. Ἔτσι μαγειρεύει ὁ κόσμος καί θές νά τό φάῃ ὁ παπᾶς;
Μόλις τελείωσα, ἦρθε στό τσαρδάκι πού εἶχαμε γιά μαγειρεῖο καί μοῦ λέει:
Ἄντε, ζαβέ, φέρ᾿ τό γρήγορα.
Πῆγα τό φαγάκι καί τό ἔδωσα στόν παπά.
Φύγε ἀπό μπροστά μου! Νά χαθῇς, νά μή σέ βλέπουν τά μάτια μου! Γκρεμοτσακίσου γρήγορα στό κελλί σου.(Σχόλιο δικό μας: Προφανῶς ὁ Γέρων Ἰωσήφ δέν τἀ ἐννοεῖ αὐτά πού λέει ὡς κατάρες ἀλλά θέλοντας νά ταπεινώσει τόν ὑποτακτικό του τά χρησιμοποιεῖ)
Νά ᾿ναι εὐλογημένο, εἶπα.
Πῆρα λοιπόν τήν εὐχή τοῦ Γέροντα καί πῆγα στό κελλάκι μου, πού ἦταν δίπλα. Ἔ! Μόλις πάτησα τό πόδι μου μέσα, ἦρθε ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ μέ τήν εὐχή τοῦ Γέροντα!
Εἶχα τέτοια ἐπίσκεψι ἀπό τό Θεό, πού μόνο τά σωματικά μου μάτια δέν ἔβλεπαν τούς ἁγίους Ἀποστόλους! Τόση Χάρις. Τόση εὐλογία! Παράδεισος στήν καρδιά μου. Ποτάμι τά δάκρυα μου. Ὄχι γιατί μέ μάλωσε ὁ Γέροντας, ἀλλά ἐπειδή δέν μποροῦσα νά συγκρατήσω τήν χαρά καί τήν θεία εὐφροσύνη, πού ἔνοιωθα ἀπό τήν παρουσία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ἦταν ἡ γιορτή τους, καί ἐπειδή οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ὑβρίσθηκαν γιά τόν Χριστό, χλευάσθηκαν καί μαστιγώθηκαν ἀπό τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, βλέποντας ὁ Χριστός καί τόν δικό μου μηδαμινό ἀγῶνα ἔστειλε τήν εὐλογία Του. Δέν ἤξερα ποῦ βρισκόμουν. Ἔπεσα κάτω καί ἔκλαιγα, ἀπό τήν πολλή μακαριότητα πού ζοῦσε ἡ ψυχή μου! Κι᾿ ἔλεγα μέσα μου: «τί καλό μοῦ ἔκανε ὁ Γέροντας!»
Ὁ Γέροντας, παρ᾿ ὅλη τήν σωματική μου ἀδυναμία, ἀποφάσισε νά μέ κάνῃ μάγειρα γιά τήν συνοδεία.
Ἔτσι μιά μέρα, χωρίς πολλές ἐπισημότητες, ἔρχεται καί μοῦ λέει:
Κούτσικο.
Εὐλόγησον!
Μαγείρεψε.
Ποῦ νά μαγειρέψω;
Ἔξω.
Σκεφτόμουν: «Ποῦ ἔξω, γειά;». Μήπως ὑπῆρχε καί κανένα μαγειρεῖο; Ἄντε νά μαζέψω κλαδιά, νά ἀνάψω φωτιά γιά νά μαγειρέψω. Καί τί φαΐ νά κάνω ἀφοῦ δέν εἶχα ἰδέα ἀπό μαγειρική; Μ᾿ ἔπιασαν οἱ λογισμοί: «Ποῦ νά κάνῃς φαΐ τώρα ἐσύ; Ποῦ νά πλένῃς τά πιάτα ἔξω, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει μέρος;». Ὅμως, οἱ πατέρες δουλεύουν, σηκώνουν φορτία, κουράζονται, πεινᾶνε, τί θά φᾶνε;
Τό μέρος ἦταν ἀνοιχτό καί τό ἔπιανε ὁ ἀέρας. Ἀλλά ἕνας ἀέρας! Παναγία βοήθα! Καί ἀδύνατος ὅπως ἤμουν, ὁ ἀέρας κόντευε νά πάρῃ κι᾿ ἐμένα μαζί καί νά μέ ρίξῃ στόν γκρεμό. Ἄμα ξεκινοῦσε αὐτός ὁ ἀέρας, ἔπρεπε νά ἐπιστρατεύσω ὅλους τούς καλούς λογισμούς ὑπομονῆς, διότι ἀμέσως εἶχα πόλεμο. Τό πονηρό πνεῦμα τοῦ γογγυσμοῦ καί τῆς βλασφημίας ἦταν διαρκῶς δίπλα μου καί λίγο νά ἔσπαζε ἡ ὑπομονή μου, μοῦ ψιθύριζε: «Τί Θεός ἀγάπης εἶναι Αὐτός πού σέ τυραννᾶ μέ τόσους μανιασμένους ἀέρηδες;». Κι᾿ ἐγώ ἀντέλεγα: «Σκᾶσε, μή μιλᾶς καθόλου».
Ἀργότερα κάναμε ἕνα τσαρδάκι, μέ κλαριά ἀπό πουρνάρια, γιά νά στεγάσουμε τό “μαγειρεῖο”. Ἀλλά ὁ δυνατός ἀέρας τά ἔπαιρνε ὅλα καί τά ἔκανε ἀνεμόπτερο! Ἔβαζα δύο πέτρες γιά πυροστιά καί τόν τέτζερη πάνω καί μόλις φυσοῦσε ὁ ἀέρας ἔφευγαν τά καπάκια, ἔφευγε καί ὁ τέτζερης καί ὅλα κατρακυλοῦσαν στόν κατήφορο.
Καί φώναζε καί ὁ Γέροντας:
Ζαλισμένοοοο!!! Βρέ κούτσικοοοο, σοῦ φύγανε τά πράγματαααα!!! Τρέξε νά τά βρῇς.
Ποῦ νά τά βρῇς; Αὐτά εἶχαν φύγει καί ἔτρεχα στόν κατήφορο, μέσα στό ἀγιάζι καί τήν βροχή, νά βρῶ τά τετζέρια καί τά καπάκια. Ὤχ, Θεέ μου! Ἀκόμα καί τόν χειμῶνα μαγειρεύαμε ἔξω ἀπό τό καλύβι τοῦ Γέροντα, τρώγαμε ὅμως μέσα στήν καλύβα του.
Μετά τό γεῦμα, ἔπρεπε νά πλύνω τά τσίγκινα πιάτα μας, ἔξω φυσικά. Χειμώνας, κρύο, βροχή, ἀγιάζι, αὐτά πλενόντουσαν ἔξω. Νά εἶσαι ἄρρωστος, γριπιασμένος καί νά πρέπῃ νά βγῇς στά βράχια καί στόν παγωμένο ἀέρα, γιά νά πλύνῃς τά πιάτα. Εἴχαμε μιά στάμνα σπασμένη, μέ νερό ἀπό τό καταστάλαγμα τοῦ βράχου καί σέ μιά τρύπα πού εἶχε, βάζαμε ἕνα σωλήνα καί ἔτσι πλέναμε τά πιάτα, μέ “τρεχούμενο” νερό. Τά χέρια μας ξύλιαζαν ἀπό τό παγωμένο νερό, διότι δέν εἴχαμε μέρος νά τό ζεστάνουμε.
Τά δέ μαχαιροπήρουνα, μέ τά ὁποῖα τρώγαμε, δέν τά πλέναμε. Ὅταν τελειώναμε τό φαγητό μας, ἁπλῶς σκουπίζαμε τό πηρούνι καί τό κουτάλι μέ τήν πετσέτα καί τά τυλίγαμε. Ἀλλά ἀφοῦ δέν πλέναμε οὔτε τίς πετσέτες, σιγά-σιγά κι᾿ αὐτές γίνονταν σκληρές σάν τό πετσί. Ἔτσι οἱ πετσέτες εἶχαν γίνει τόσο βρώμικες πού ἅμα τίς ἔπλενες θά ᾿κανες σούπα μέ τό ἀπόνερο. Γιά τά πιάτα εἶχε ἀκόμη καί μία ἄλλη πολύ πρωτότηπη τακτική ὑγιεινῆς ὁ Γέροντας. Μόλις τελειώναμε τό γεῦμα, ρίχναμε νερό μέσα σ᾿ αὐτά καί τό ἀπόπλυμα, ὅποιο κι᾿ ἄν ἦταν, κατόπιν τό πίναμε! Ἔτσι καί τά πιάτα πρόχειρα ἐπλένοντο καί νερό δέν ἐξοδεύετο πολύ. Κι᾿ ἔτσι κάναμε ὅλοι μας. Καί οἱ ξένοι πού ἤρχοντο ἔπρεπε νά κάνουν τό ἴδιο.
Κάποτε ἦρθε ἕνας τραπεζικός ἐπίσημος καί τοῦ βάλαμε τράπεζα. Ἀρχίσαμε ἐμεῖς στό τέλος τοῦ γεύματος, ὡς συνήθως, μέ τό νερό.
Γυρίζει ὁ Γέροντας καί λέει στόν ἐπίσημο ἐπισκέπτη μας:
Κύριε, καί ἐσύ αὐτό θά κάνῃς. Καί τό ᾿κανε!
συνεχίζεται……
“Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης”
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Ἐκδόσεις Γ. Γκέλμπεσης
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Φιλοθέου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο:
“Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης”
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Θυμάμαι μιά πολύ χαρακτηριστική περίπτωσι.Μία μέρα, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἦταν ὁ παπα-Ἐφραίμ ἀπό τά Κατουνάκια νά μᾶς λειτουργήσῃ. Καί μοῦ ἔδωσε ἐντολή ὁ Γέροντας νά τοῦ μαγειρέψω ἕνα καλο φαγάκι, ἐπειδή ὁ παπα-Ἐφραίμ ἦταν πολύ φιλάσθενος, καί στά πρόθυρα σχεδόν τῆς φυματιώσεως.
Ἔσπευσα στήν ὑπακοή καί ἐκεῖ πού τοῦ μαγείρευα, ὁ Γέροντας στεκόταν πάνω ἀπό τό κεφάλι μου καί μοῦ ἔλεγε:
Δέν ξέρεις νά μαγειρεύῃς τρομάρα νά σοῦ ᾿ρθῃ. Ἔτσι μαγειρεύει ὁ κόσμος καί θές νά τό φάῃ ὁ παπᾶς;
Μόλις τελείωσα, ἦρθε στό τσαρδάκι πού εἶχαμε γιά μαγειρεῖο καί μοῦ λέει:
Ἄντε, ζαβέ, φέρ᾿ τό γρήγορα.
Πῆγα τό φαγάκι καί τό ἔδωσα στόν παπά.
Φύγε ἀπό μπροστά μου! Νά χαθῇς, νά μή σέ βλέπουν τά μάτια μου! Γκρεμοτσακίσου γρήγορα στό κελλί σου.(Σχόλιο δικό μας: Προφανῶς ὁ Γέρων Ἰωσήφ δέν τἀ ἐννοεῖ αὐτά πού λέει ὡς κατάρες ἀλλά θέλοντας νά ταπεινώσει τόν ὑποτακτικό του τά χρησιμοποιεῖ)
Νά ᾿ναι εὐλογημένο, εἶπα.
Πῆρα λοιπόν τήν εὐχή τοῦ Γέροντα καί πῆγα στό κελλάκι μου, πού ἦταν δίπλα. Ἔ! Μόλις πάτησα τό πόδι μου μέσα, ἦρθε ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ μέ τήν εὐχή τοῦ Γέροντα!
Εἶχα τέτοια ἐπίσκεψι ἀπό τό Θεό, πού μόνο τά σωματικά μου μάτια δέν ἔβλεπαν τούς ἁγίους Ἀποστόλους! Τόση Χάρις. Τόση εὐλογία! Παράδεισος στήν καρδιά μου. Ποτάμι τά δάκρυα μου. Ὄχι γιατί μέ μάλωσε ὁ Γέροντας, ἀλλά ἐπειδή δέν μποροῦσα νά συγκρατήσω τήν χαρά καί τήν θεία εὐφροσύνη, πού ἔνοιωθα ἀπό τήν παρουσία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ἦταν ἡ γιορτή τους, καί ἐπειδή οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ὑβρίσθηκαν γιά τόν Χριστό, χλευάσθηκαν καί μαστιγώθηκαν ἀπό τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, βλέποντας ὁ Χριστός καί τόν δικό μου μηδαμινό ἀγῶνα ἔστειλε τήν εὐλογία Του. Δέν ἤξερα ποῦ βρισκόμουν. Ἔπεσα κάτω καί ἔκλαιγα, ἀπό τήν πολλή μακαριότητα πού ζοῦσε ἡ ψυχή μου! Κι᾿ ἔλεγα μέσα μου: «τί καλό μοῦ ἔκανε ὁ Γέροντας!»
Ὁ Γέροντας, παρ᾿ ὅλη τήν σωματική μου ἀδυναμία, ἀποφάσισε νά μέ κάνῃ μάγειρα γιά τήν συνοδεία.
Ἔτσι μιά μέρα, χωρίς πολλές ἐπισημότητες, ἔρχεται καί μοῦ λέει:
Κούτσικο.
Εὐλόγησον!
Μαγείρεψε.
Ποῦ νά μαγειρέψω;
Ἔξω.
Σκεφτόμουν: «Ποῦ ἔξω, γειά;». Μήπως ὑπῆρχε καί κανένα μαγειρεῖο; Ἄντε νά μαζέψω κλαδιά, νά ἀνάψω φωτιά γιά νά μαγειρέψω. Καί τί φαΐ νά κάνω ἀφοῦ δέν εἶχα ἰδέα ἀπό μαγειρική; Μ᾿ ἔπιασαν οἱ λογισμοί: «Ποῦ νά κάνῃς φαΐ τώρα ἐσύ; Ποῦ νά πλένῃς τά πιάτα ἔξω, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει μέρος;». Ὅμως, οἱ πατέρες δουλεύουν, σηκώνουν φορτία, κουράζονται, πεινᾶνε, τί θά φᾶνε;
Τό μέρος ἦταν ἀνοιχτό καί τό ἔπιανε ὁ ἀέρας. Ἀλλά ἕνας ἀέρας! Παναγία βοήθα! Καί ἀδύνατος ὅπως ἤμουν, ὁ ἀέρας κόντευε νά πάρῃ κι᾿ ἐμένα μαζί καί νά μέ ρίξῃ στόν γκρεμό. Ἄμα ξεκινοῦσε αὐτός ὁ ἀέρας, ἔπρεπε νά ἐπιστρατεύσω ὅλους τούς καλούς λογισμούς ὑπομονῆς, διότι ἀμέσως εἶχα πόλεμο. Τό πονηρό πνεῦμα τοῦ γογγυσμοῦ καί τῆς βλασφημίας ἦταν διαρκῶς δίπλα μου καί λίγο νά ἔσπαζε ἡ ὑπομονή μου, μοῦ ψιθύριζε: «Τί Θεός ἀγάπης εἶναι Αὐτός πού σέ τυραννᾶ μέ τόσους μανιασμένους ἀέρηδες;». Κι᾿ ἐγώ ἀντέλεγα: «Σκᾶσε, μή μιλᾶς καθόλου».
Ἀργότερα κάναμε ἕνα τσαρδάκι, μέ κλαριά ἀπό πουρνάρια, γιά νά στεγάσουμε τό “μαγειρεῖο”. Ἀλλά ὁ δυνατός ἀέρας τά ἔπαιρνε ὅλα καί τά ἔκανε ἀνεμόπτερο! Ἔβαζα δύο πέτρες γιά πυροστιά καί τόν τέτζερη πάνω καί μόλις φυσοῦσε ὁ ἀέρας ἔφευγαν τά καπάκια, ἔφευγε καί ὁ τέτζερης καί ὅλα κατρακυλοῦσαν στόν κατήφορο.
Καί φώναζε καί ὁ Γέροντας:
Ζαλισμένοοοο!!! Βρέ κούτσικοοοο, σοῦ φύγανε τά πράγματαααα!!! Τρέξε νά τά βρῇς.
Ποῦ νά τά βρῇς; Αὐτά εἶχαν φύγει καί ἔτρεχα στόν κατήφορο, μέσα στό ἀγιάζι καί τήν βροχή, νά βρῶ τά τετζέρια καί τά καπάκια. Ὤχ, Θεέ μου! Ἀκόμα καί τόν χειμῶνα μαγειρεύαμε ἔξω ἀπό τό καλύβι τοῦ Γέροντα, τρώγαμε ὅμως μέσα στήν καλύβα του.
Μετά τό γεῦμα, ἔπρεπε νά πλύνω τά τσίγκινα πιάτα μας, ἔξω φυσικά. Χειμώνας, κρύο, βροχή, ἀγιάζι, αὐτά πλενόντουσαν ἔξω. Νά εἶσαι ἄρρωστος, γριπιασμένος καί νά πρέπῃ νά βγῇς στά βράχια καί στόν παγωμένο ἀέρα, γιά νά πλύνῃς τά πιάτα. Εἴχαμε μιά στάμνα σπασμένη, μέ νερό ἀπό τό καταστάλαγμα τοῦ βράχου καί σέ μιά τρύπα πού εἶχε, βάζαμε ἕνα σωλήνα καί ἔτσι πλέναμε τά πιάτα, μέ “τρεχούμενο” νερό. Τά χέρια μας ξύλιαζαν ἀπό τό παγωμένο νερό, διότι δέν εἴχαμε μέρος νά τό ζεστάνουμε.
Τά δέ μαχαιροπήρουνα, μέ τά ὁποῖα τρώγαμε, δέν τά πλέναμε. Ὅταν τελειώναμε τό φαγητό μας, ἁπλῶς σκουπίζαμε τό πηρούνι καί τό κουτάλι μέ τήν πετσέτα καί τά τυλίγαμε. Ἀλλά ἀφοῦ δέν πλέναμε οὔτε τίς πετσέτες, σιγά-σιγά κι᾿ αὐτές γίνονταν σκληρές σάν τό πετσί. Ἔτσι οἱ πετσέτες εἶχαν γίνει τόσο βρώμικες πού ἅμα τίς ἔπλενες θά ᾿κανες σούπα μέ τό ἀπόνερο. Γιά τά πιάτα εἶχε ἀκόμη καί μία ἄλλη πολύ πρωτότηπη τακτική ὑγιεινῆς ὁ Γέροντας. Μόλις τελειώναμε τό γεῦμα, ρίχναμε νερό μέσα σ᾿ αὐτά καί τό ἀπόπλυμα, ὅποιο κι᾿ ἄν ἦταν, κατόπιν τό πίναμε! Ἔτσι καί τά πιάτα πρόχειρα ἐπλένοντο καί νερό δέν ἐξοδεύετο πολύ. Κι᾿ ἔτσι κάναμε ὅλοι μας. Καί οἱ ξένοι πού ἤρχοντο ἔπρεπε νά κάνουν τό ἴδιο.
Κάποτε ἦρθε ἕνας τραπεζικός ἐπίσημος καί τοῦ βάλαμε τράπεζα. Ἀρχίσαμε ἐμεῖς στό τέλος τοῦ γεύματος, ὡς συνήθως, μέ τό νερό.
Γυρίζει ὁ Γέροντας καί λέει στόν ἐπίσημο ἐπισκέπτη μας:
Κύριε, καί ἐσύ αὐτό θά κάνῃς. Καί τό ᾿κανε!
συνεχίζεται……
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο:“Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης”
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Ἐκδόσεις Γ. Γκέλμπεσης
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Φιλοθέου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου