Ένας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀμφισβητοῦσε τὰ πάντα καὶ ἀπιστοῦσε σὲ ὅλα.... επισκέφτηκε τα καρούλια στον Άθωνα.
Ἡ στιχομυθία του μὲ τὸν ἀποστεωμένο ἀσκητὴ Μακάριο εἶναι μοναδικὴ καὶ φανερώνει τὴν ἀσκητικὴ βιοτὴ καὶ τὴν πεμπτουσία τοῦ τόπου. Φθάνοντας ἐδῶ ἐγκλωβισμένος στοὺς ἀτομικούς του λαβυρίνθους, καὶ ἀντικρύζοντας τὸν ἐξαϋλωμένο ἀσκητὴ ἀντιμετώπισε μιὰ φοβερὴ πρόκλησι: «πῆρα ν’ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς ...βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ’ ἀγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα· μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ· σιγὰ σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξιά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο· ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα· σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου. Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δύο χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή: -Καλῶς τον! Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πεῖνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα· τὰ μαλλιά του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
-Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι… Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸν Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
-Ὄχι, παιδί μου· τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζί μου· δὲν ἔχει δύναμη· παλεύω μὲ τὸν Θεό.
-Μὲ τὸν Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος· κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
-Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδί μου· μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα· αὐτὰ ἀντιστέκονται.
-Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου· θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
-Πιὸ βολικός, ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
-Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
-Ἕνας μονάχα δρόμος.
-Πῶς τὸν λέν;
-Ἀνήφορο· ν’ ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί· ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο· στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ διάβολος· διάλεξε.
-Εἶμαι ἀκόμα νέος· καλή ᾽ναι ἡ γῆς· ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.
. Ἅπλωσε ὁ Ἀσκητὴς τὰ πέντε κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
–Ξύπνα παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ χάρος.
. Ἀνατρίχιασα.
-Εἶμαι νέος, ξανάπα, γιὰ νὰ κάμω κουράγιο.
-Ὁ χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους· ἡ κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους, ἡ ζωή ᾽ναι ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!
. Σώπασε μιὰ στιγμή, καὶ σὲ λίγο:
-Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει. Ἀγανάκτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα.
– Ὄχι, φώναξα.
-Αὐθάδεια τῆς νιότης! τὸ λὲς καὶ καυκιέσαι, μὴ φωνάζεις· δὲ φοβᾶσαι;
-Ποιός δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι; πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τῆς παράδεισος· μὰ θ’ ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; Θ’ ἀνοίξει; Εἶσαι σίγουρος;
Δύο δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του· ἀναστέναξε· καὶ σὲ λίγο:
-Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ· αὐτὴ νικάει καὶ συγχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
-Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ· αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συγχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια τῆς νιότης.
-Ἀλίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπό τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ· Ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαίναν ἀγκαλιασμένες στὴν παράδεισο…
- Δεν είναι, θαρρείς, γέροντά μου, ! καλοσύνη του Θεού τόσο μεγάλη;
Κι ως το πα, άστραψε στο νου μου ο ανόσιος, μπορεί, μα, ποιος ξέρει, μπορεί ο τρισάγιος στοχασμός, πώς θα ρθει καιρός της τέλειας λύτρωσης, της τέλειας φίλιωσης, θα σβήσουν οι φωτιές της Κόλασης, κι ο Ασωτος Υιός, ο Σατανάς, θ' ανέβει στον ουρανό, θα φιλήσει το χέρι του Πατέρα και δάκρυα θα κυλήσουν από τα μάτια του: «Ήμαρτον!» θα φωνάξει, κι ο Πατέρας θ' ανοίξει την αγκάλη του: «Καλώς ήρθες» θα του πει «καλώς ήρθες, γιε μου. Συχώρεσε με που σε τυράννησα τόσο πολύ!».
Μα δεν τόλμησα να ξεστομίσω το στοχασμό μου. Πήρα ένα πλάγιο μονοπάτι να του το πω.
- Έχω ακουστά, γέροντά μου, πώς ένας άγιος, δε θυμάμαι τώρα ποιός, δεν μπορούσε να βρει ανάπαψη στην Παράδεισο. Ακουσε ο Θεός τους στεναγμούς του, τον κάλεσε: «Τί έχεις κι αναστενάζεις;» τον ρώτησε. «Δεν είσαι ευτυχής;
Πώς να μαι ευτυχής, Κύριε;» του αποκρίθηκε ο άγιος. Στη μέση μέση της Παράδεισος ένα σιντριβάνι και κλαίει.
Τί συντριβάνι;
Τα δάκρυα των κολασμένων».
… ὁ Ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.
-Ποιός εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη· ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανά!
Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρό του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:
-Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανά, ξανάπε, κι ἡ φωνὴ τώρα εἶχε στερεώσει.
Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο· τὸ χέρι μου πάγωσε.
-Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω· δὲν εἶμαι ὁ πειρασμός· εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης· Θέλω μὰ δὲν μπορῶ.
-Ἀλίμονό σου, Ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε· τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει· ὁ ἀρχάγγελος ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν κόλαση; ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: «ἐγώ».Ναι ναι, άκου, νεαρέ, και βάλ'; το καλά στx νου σου:
- Ένα μονάχα πράμα κολάζεται στην Κόλαση, το εγώ. Το εγώ, ανάθεμά το!
Τίναξα το κεφάλι πεισματωμένος:
- Με το εγώ αυτό ξεχώρισε ο άνθρωπος από το ζώο, μην το κακολογάς, πάτερ Μακάριε.
- Με το εγώ αυτό ξεχώρισε από το Θεό. Πρώτα όλα ήταν ένα με το Θεό, ευτυχισμένα στον κόρφο του. Δεν υπήρχε εγώ και συ κι εκείνος� δεν υπήρχε δικό σου και δικό μου, δεν υπήρχαν δυό, υπήρχε ένα. Το Ένα, ο Ένας. Αυτός είναι ο Παράδεισος που ακούς, κανένας άλλος. Από κει ξεκινήσαμε, αυτόν θυμάται και λαχταρίζει ! ψυχή να γυρίσει. Βλογημένος ο θάνατος! τί ναι ο θάνατος, θαρρείς; Ένα μουλάρι, το καβαλικεύουμε και πάμε.
Μιλούσε, κι όσο μιλούσε το πρόσωπό του φωτίζουνταν. Γλυκό, ευτυχισμένο χαμόγελο ξεχύνουνταν από τα χείλια του κι έπιανε όλο του το πρόσωπο. Ένιωθες βυθίζουνταν στην Παράδεισο.
- Γιατί χαμογελάς, γέροντά μου;
- Είναι να μη χαμογελώ; μου αποκρίθηκε είμαι ευτυχής, παιδί μου. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, γρικώ τα πέταλα του μουλαριού, γρικώ το Χάρο να ζυγώνει.
Είχα σκαρφαλώσει τα βράχια για να ξομολογηθώ στον άγριο τούτον απαρνητή της ζωής. Μα είδα ήταν ακόμα πολύ ενωρίς. Η ζωή μέσα μου δεν είχε ξεθυμάνει, αγαπούσα πολύ τον ορατό κόσμο, έλαμπε o Εωσφόρος στο μυαλό μου, δεν είχε αφανιστεί μέσα στην τυφλωτική λάμψη του Θεού. Αργότερα, συλλογίστηκα, σα γεράσω, σαν ξεθυμάνω, σαν ξεθυμάνει μέσα μου κι o Εωσφόρος.
Σηκώθηκα. Ασκωσε ο γέροντας το κεφάλι.
- Φεύγεις; έκαμε� άε στο καλό. Ο Θεός μαζί σου.
Και σε λίγο, περιπαιχτικά:
- Χαιρετίσματα στον κόσμο.
- Χαιρετίσματα στον ουρανό, αντιμίλησα. Και πες στο Θεό, δε φταίμε εμείς, φταίει αυτός που έκαμε τον κόσμο τόσο ωραίο.
Βέβαια ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς βασίστηκε περισσότερο στὸ δαιμονικὸ στοχασμό του κι ἔφυγε ἀμετανόητος...
Ο Νέος ... ἦταν ὁ Ν. Καζαντζάκης.
christianvivliografia.word press.com
και
agioritikesmnimes.pblogs
Ἡ στιχομυθία του μὲ τὸν ἀποστεωμένο ἀσκητὴ Μακάριο εἶναι μοναδικὴ καὶ φανερώνει τὴν ἀσκητικὴ βιοτὴ καὶ τὴν πεμπτουσία τοῦ τόπου. Φθάνοντας ἐδῶ ἐγκλωβισμένος στοὺς ἀτομικούς του λαβυρίνθους, καὶ ἀντικρύζοντας τὸν ἐξαϋλωμένο ἀσκητὴ ἀντιμετώπισε μιὰ φοβερὴ πρόκλησι: «πῆρα ν’ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς ...βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ’ ἀγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα· μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ· σιγὰ σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξιά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο· ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα· σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου. Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δύο χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή: -Καλῶς τον! Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πεῖνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα· τὰ μαλλιά του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
-Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι… Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸν Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
-Ὄχι, παιδί μου· τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζί μου· δὲν ἔχει δύναμη· παλεύω μὲ τὸν Θεό.
-Μὲ τὸν Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος· κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
-Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδί μου· μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα· αὐτὰ ἀντιστέκονται.
-Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου· θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
-Πιὸ βολικός, ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
-Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
-Ἕνας μονάχα δρόμος.
-Πῶς τὸν λέν;
-Ἀνήφορο· ν’ ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί· ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο· στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ διάβολος· διάλεξε.
-Εἶμαι ἀκόμα νέος· καλή ᾽ναι ἡ γῆς· ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.
. Ἅπλωσε ὁ Ἀσκητὴς τὰ πέντε κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
–Ξύπνα παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ χάρος.
. Ἀνατρίχιασα.
-Εἶμαι νέος, ξανάπα, γιὰ νὰ κάμω κουράγιο.
-Ὁ χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους· ἡ κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους, ἡ ζωή ᾽ναι ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!
. Σώπασε μιὰ στιγμή, καὶ σὲ λίγο:
-Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει. Ἀγανάκτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα.
– Ὄχι, φώναξα.
-Αὐθάδεια τῆς νιότης! τὸ λὲς καὶ καυκιέσαι, μὴ φωνάζεις· δὲ φοβᾶσαι;
-Ποιός δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι; πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τῆς παράδεισος· μὰ θ’ ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; Θ’ ἀνοίξει; Εἶσαι σίγουρος;
Δύο δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του· ἀναστέναξε· καὶ σὲ λίγο:
-Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ· αὐτὴ νικάει καὶ συγχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
-Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ· αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συγχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια τῆς νιότης.
-Ἀλίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπό τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ· Ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαίναν ἀγκαλιασμένες στὴν παράδεισο…
- Δεν είναι, θαρρείς, γέροντά μου, ! καλοσύνη του Θεού τόσο μεγάλη;
Κι ως το πα, άστραψε στο νου μου ο ανόσιος, μπορεί, μα, ποιος ξέρει, μπορεί ο τρισάγιος στοχασμός, πώς θα ρθει καιρός της τέλειας λύτρωσης, της τέλειας φίλιωσης, θα σβήσουν οι φωτιές της Κόλασης, κι ο Ασωτος Υιός, ο Σατανάς, θ' ανέβει στον ουρανό, θα φιλήσει το χέρι του Πατέρα και δάκρυα θα κυλήσουν από τα μάτια του: «Ήμαρτον!» θα φωνάξει, κι ο Πατέρας θ' ανοίξει την αγκάλη του: «Καλώς ήρθες» θα του πει «καλώς ήρθες, γιε μου. Συχώρεσε με που σε τυράννησα τόσο πολύ!».
Μα δεν τόλμησα να ξεστομίσω το στοχασμό μου. Πήρα ένα πλάγιο μονοπάτι να του το πω.
- Έχω ακουστά, γέροντά μου, πώς ένας άγιος, δε θυμάμαι τώρα ποιός, δεν μπορούσε να βρει ανάπαψη στην Παράδεισο. Ακουσε ο Θεός τους στεναγμούς του, τον κάλεσε: «Τί έχεις κι αναστενάζεις;» τον ρώτησε. «Δεν είσαι ευτυχής;
Πώς να μαι ευτυχής, Κύριε;» του αποκρίθηκε ο άγιος. Στη μέση μέση της Παράδεισος ένα σιντριβάνι και κλαίει.
Τί συντριβάνι;
Τα δάκρυα των κολασμένων».
… ὁ Ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.
-Ποιός εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη· ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανά!
Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρό του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:
-Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανά, ξανάπε, κι ἡ φωνὴ τώρα εἶχε στερεώσει.
Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο· τὸ χέρι μου πάγωσε.
-Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω· δὲν εἶμαι ὁ πειρασμός· εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης· Θέλω μὰ δὲν μπορῶ.
-Ἀλίμονό σου, Ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε· τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει· ὁ ἀρχάγγελος ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν κόλαση; ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: «ἐγώ».Ναι ναι, άκου, νεαρέ, και βάλ'; το καλά στx νου σου:
- Ένα μονάχα πράμα κολάζεται στην Κόλαση, το εγώ. Το εγώ, ανάθεμά το!
Τίναξα το κεφάλι πεισματωμένος:
- Με το εγώ αυτό ξεχώρισε ο άνθρωπος από το ζώο, μην το κακολογάς, πάτερ Μακάριε.
- Με το εγώ αυτό ξεχώρισε από το Θεό. Πρώτα όλα ήταν ένα με το Θεό, ευτυχισμένα στον κόρφο του. Δεν υπήρχε εγώ και συ κι εκείνος� δεν υπήρχε δικό σου και δικό μου, δεν υπήρχαν δυό, υπήρχε ένα. Το Ένα, ο Ένας. Αυτός είναι ο Παράδεισος που ακούς, κανένας άλλος. Από κει ξεκινήσαμε, αυτόν θυμάται και λαχταρίζει ! ψυχή να γυρίσει. Βλογημένος ο θάνατος! τί ναι ο θάνατος, θαρρείς; Ένα μουλάρι, το καβαλικεύουμε και πάμε.
Μιλούσε, κι όσο μιλούσε το πρόσωπό του φωτίζουνταν. Γλυκό, ευτυχισμένο χαμόγελο ξεχύνουνταν από τα χείλια του κι έπιανε όλο του το πρόσωπο. Ένιωθες βυθίζουνταν στην Παράδεισο.
- Γιατί χαμογελάς, γέροντά μου;
- Είναι να μη χαμογελώ; μου αποκρίθηκε είμαι ευτυχής, παιδί μου. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, γρικώ τα πέταλα του μουλαριού, γρικώ το Χάρο να ζυγώνει.
Είχα σκαρφαλώσει τα βράχια για να ξομολογηθώ στον άγριο τούτον απαρνητή της ζωής. Μα είδα ήταν ακόμα πολύ ενωρίς. Η ζωή μέσα μου δεν είχε ξεθυμάνει, αγαπούσα πολύ τον ορατό κόσμο, έλαμπε o Εωσφόρος στο μυαλό μου, δεν είχε αφανιστεί μέσα στην τυφλωτική λάμψη του Θεού. Αργότερα, συλλογίστηκα, σα γεράσω, σαν ξεθυμάνω, σαν ξεθυμάνει μέσα μου κι o Εωσφόρος.
Σηκώθηκα. Ασκωσε ο γέροντας το κεφάλι.
- Φεύγεις; έκαμε� άε στο καλό. Ο Θεός μαζί σου.
Και σε λίγο, περιπαιχτικά:
- Χαιρετίσματα στον κόσμο.
- Χαιρετίσματα στον ουρανό, αντιμίλησα. Και πες στο Θεό, δε φταίμε εμείς, φταίει αυτός που έκαμε τον κόσμο τόσο ωραίο.
Βέβαια ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς βασίστηκε περισσότερο στὸ δαιμονικὸ στοχασμό του κι ἔφυγε ἀμετανόητος...
Ο Νέος ... ἦταν ὁ Ν. Καζαντζάκης.
christianvivliografia.word
και
agioritikesmnimes.pblogs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου