Πρόλογος
Η ΛΑΥΡΑ των Σπηλαίων του Κιέβου, υπήρξε μία ζωηφόρος άμπελος, που έθρεψε για χίλια σχεδόν χρόνια την Ορθοδοξία του Βορρά, με «βότρυας ζωής».
Παλαίστρα υπερφυών αγώνων.
Ορμητήριο πνευματικών αναβάσεων.
Φυτώριο αγίων ανδρών. Ανδρών, που με τις πύρινες προσευχές, τ' ασκητικά παλαίσματα, τις θαυματουργίες και την αγιότητά τους, ενίσχυσαν και στερέωσαν το μήνυμα του Ευαγγελίου στη Ρωσία.
Στο «Πατερικό των Σπηλαίων του Κιέβου» περιέχονται τα στοιχεία που διασώθηκαν από τους βίους και τα κατορθώματα των οσίων εκείνων πατέρων, των πρώτων οικιστών των σπηλαίων και των μαθητών τους.
Συντάχθηκε στα μέσα του 13ου αιώνα στη σλαβονική γλώσσα.
Στα τρία πρώτα μέρη του βιβλίου, ο άγνωστος συντάκτης του, συγκέντρωσε τις σχετικές διηγήσεις των οσίων Νέστορος του χρονογράφου, Πολυκάρπου, αρχιμανδρίτου της Λαύρας και Σίμωνος, επισκόπου Βλαντιμίρ και Σουζντάλ.
Στο τέταρτο μέρος, δίνονται κάποια βιογραφικά στοιχεία για τους τρεις αυτούς ιερούς συγγραφείς, ενώ έχουν προστεθεί και δύο μεταγενέστερες «διηγήσεις» που σχετίζονται με τη μονή των Σπηλαίων.
Το «Πατερικό» γνώρισε και άλλες νεώτερες εκδόσεις στη σλαβονική και ρωσική γλώσσα.
Μία απ' αυτές, της Οδησσού (1903), απετέλεσε την κύρια πηγή μας για την ελληνική μετάφραση, στην οποία προτάξαμε και ένα σύντομο ιστορικό σημείωμα για τη Λαύρα των Σπηλαίων.
Απ' αυτή την έκδοση, προέρχονται και οι χαριτωμένες λαϊκές γκραβούρες που συνοδεύουν το κείμενο.
Ανατρέξαμε ωστόσο και σ' άλλα έργα, που μιαν επιλογή τους παραθέτουμε στο τέλος του βιβλίου, για τη διαφώτιση κάποιων σκοτεινών ιστορικών σημείων, τη διευκρίνιση ασαφειών, την αποκατάσταση σφαλμάτων σχετικών με χρονολογίες, γεγονότα και πρόσωπα. Είναι αλήθεια ότι στους ιερούς χρονογράφους παρατηρείται κάποτε, είτε άγνοια ορισμένων γεγονότων, είτε αδιαφορία για την ακρίβεια και τεκμηρίωση των πληροφοριών που παρέχουν.
Δικαιολογημένη όμως είναι τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη.
Η άγνοια, γιατί οι συνθήκες της εποχής τους δεν ευνοούσαν κατά κανόνα την επαρκή ιστορική έρευνα και ενημέρωση.
Και η αδιαφορία, γιατί ένας ιερός χρονογράφος δεν «γράφει ιστορία», αλλά «λαλεί οικοδομήν και παράκλησιν και παραμυθίαν», κατά τον απόστολο Παύλο, «προς τον καταρτισμόν των αγίων..., εις οικοδομήν τον σώματος του Χριστού».
Σημειώνουμε τέλος, ότι κατά την επεξεργασία της ελληνικής μεταφράσεως, απαλλάξαμε το κείμενο από ένα φόρτο περιττολογιών, επαναλήψεων και εκφραστικών υπερβολών, που θα καθιστούσαν κουραστική την ανάγνωσή του.
Μέσα στο «Πατερικό των Σπηλαίων του Κιέβου», ο αναγνώστης δεν θα βρει τη σοφία του κόσμου τούτου.
Θα βρει όμως την παρουσία του Αγίου Πνεύματος,
θα βρει την περίσσεια της χάριτος,της σοφίαςκαι της δυνάμεως του Θεού στους απλοϊκούς σπηλαιώτες πατέρες του πρώιμου ρωσικού μοναχισμού.
Ο βίος και η πολιτεία τους, αποδεικνύουν γι' άλλη μια φορά ότι «τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη, και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα καταισχύνη τα ισχυρά και τα αγενή του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός, και τα μη όντα, ίνα τα όντα καταργήσει».
Η Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου
Η ΛΑΥΡΑ των Σπηλαίων του Κιέβου (Κίεβο-Πετσέρσκαγια ή απλώς Πετσέρσκαγια Λαύρα) βρίσκεται στο νότιο άκρο του Κιέβου, πάνω σε δυο λοφίσκους της δεξιάς όχθης του Δνείπερου πόταμου. Τον 11ο αιώνα, ο τόπος αυτός ήταν καλυμμένος με πυκνά δάση.
Πρώτος ασκητής της περιοχής ήταν ο πρεσβύτερος Ιλαρίων, που έσκαψε εδώ ένα σπήλαιο και επιδόθηκε στη νηστεία και την προσευχή.
Το 1051 ο Ιλαρίων γίνεται μητροπολίτης Κιέβου και το σπήλαιο του μένει έρημο. Τότε έρχεται και κατοικεί σ' αυτό ο όσιος Αντώνιος ο Αθωνίτης, ο πατέρας και θεμελιωτής του ρώσικου μοναχισμού.
Μέσ' από τις σελίδες του «Πατερικού» θα γνωρίσουμε τις συνθήκες και τα περιστατικά που συνδέονται με την ίδρυση της Λαύρας στον τόπο που ασκήτεψε ο όσιος Αντώνιος. Θα δούμε ακόμη την οργάνωσή της σε κοινόβιο, από το μεγάλο οργανωτή του ρώσικου μοναχισμού όσιο Θεοδόσιο, με βάση το τυπικό της μονής του Στουδίου Κωνσταντινουπόλεως.
Στους δυο πρώτους αιώνες της υπάρξεώς της (11ο και 12ο), η μονή διαλάμπει σαν μεγάλη μοναστική και πνευματική εστία, καθώς και σαν κέντρο χρονογραφικών συγγραφών και συναξαριών.
Γύρω στα 1113 ο μοναχός της όσιος Νέστωρ (1050-1114), ολοκληρώνει το «Χρονικό» του, που τον αναδεικνύει σε πρώτο χρονογράφο της Ρωσίας. Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι μέσα σ' αυτούς τους δυο αιώνες από τη μονή προήλθαν είκοσι επίσκοποι της Ρωσικής Εκκλησίας.
Μέχρι τα μέσα του 13ου Αι. η μονή των Σπηλαίων δεν θα γνωρίσει κάποια σοβαρή καταστροφή, πέρα από κείνη που προκάλεσε στα 1096 μια από τις επιδρομές των Πολόφτσων. Τότε έχασαν τη ζωή τους πολλοί μοναχοί, καταστράφηκαν κειμήλια και πυρπολήθηκε ο κεντρικός ναός της Θεοτόκου, εγκαινιασμένος μόλις επτά χρόνια πριν. Πενήντα χρόνια χρειάστηκαν οι μοναχοί που επέζησαν για ν' αποκαταστήσουν τις τεράστιες ζημιές.
Στα 1240 όμως, οι Μογγόλοι καταστρέφουν στο πέρασμά τους την εκκλησία και τα περισσότερα κελιά, ενώ σε μια δεύτερη επιδρομή, στα 1300, αποτελειώνουν ό,τι άφησαν την πρώτη φορά. Τότε οι μοναχοί σκορπίστηκαν στα γύρω βουνά, όπου έσκαψε ο καθένας κι από μια σπηλιά. Συχνά όμως συγκεντρώνονταν στα ερείπια της μονής για κοινές ακολουθίες.
Δυο φορές ακόμη θ' ανοικοδομηθεί κι άλλες τόσες θα καταστροφή η πολύπαθη μονή από τους Τατάρους, σ' επιδρομές τους του 1399 και του 1484.
Μέχρι τα τέλη του 16ου Αι. η μονή υπάγεται στο μητροπολίτη Κιέβου. Τότε όμως τη διοικητική και πνευματική της εποπτεία αναλαμβάνει το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, που την καθιστά πατριαρχικό σταυροπήγιο.
Στα τέλη του ίδιου αιώνα, η μονή αντιμετωπίζει έναν άλλου είδους εχθρό. Δεν είναι τώρα οι βάρβαροι, «οι αποκτείνοντες το σώμα, την δε ψυχήν μη δυνάμενοι αποκτείναι», αλλ' οι ψυχοκτόνοι ουνίτες.
Συγκεκριμένα, στην ουνιτική ψευδοσύνοδο του Μπρέστ-Λιτόφσκ (1596), ο βασιλιάς της Πολωνίας Σιγισμούνδος Γ' (1566-1632) και ο πάπας Κλήμης Η' (1592-1605), συμφώνησαν να υπαγάγουν πάλι τον αρχιμανδρίτη της Λαύρας στο μητροπολίτη Κιέβου, που είχε προσχωρήσει στην Ουνία. Για την υλοποίηση της αποφάσεως, έπρεπε πρώτα ν' απομακρυνθεί ο ορθόδοξος αρχιμανδρίτης Νικηφόρος Τούρα. Ο ουνίτης μητροπολίτης Κιέβου Μιχαήλ Ροσόγκα, ζήτησε για το σκοπό αυτό τη βοήθεια του Πολωνού βασιλιά. Ο τελευταίος επιχείρησε επέμβαση στη μονή για τη σύλληψη του αρχιμανδρίτη Νικηφόρου, που απέτυχε χάρη στη δυναμική συσπείρωση και μαχητική αντίσταση των μοναχών.
Δυο χρόνια αργότερα (1598), ο βασιλιάς και ο ουνίτης μητροπολίτης, κάνουν νέα απόπειρα, στέλνοντας στη μονή τον πανούργο Ιωάννη Κοσίτσυ. Κι αυτός όμως αντικρίζει τις πύλες κλειστές και εκατοντάδες ορθοδόξων Κοζάκων να τις φρουρούν. Ακολούθησε ένας αληθινός θρησκευτικός πόλεμος, που κατέληξε σε θρίαμβο των μοναχών και της Ορθοδοξίας.
Μέχρι τα μέσα του 17ου αι. το μοναστήρι παραμένει ένα πανίσχυρο κέντρο αντιδράσεως κατά της ουνίας και της λατινικής προπαγάνδας.
Στα 1688, έναν αιώνα μετά την ίδρυση του πατριαρχείου Μόσχας (1589), περιέρχεται στη δικαιοδοσία του, χάνοντας οριστικά την κανονική εξάρτηση από το οικουμενικό πατριαρχείο.
Στις αρχές του 17ου Αι. οι αρχιμανδρίτες Ελισαίος Πλετενέτσκυ και Ζαχαρίας Κοπισιένσκυ, ίδρυσαν το μοναστηριακό τυπογραφείο, όπου μέχρι το τέλος του ίδιου αιώνα τυπώθηκαν 117 αξιόλογα βιβλία, λειτουργικά και αντιλατινικά. Το έργο τους συνέχισε και επέκτεινε ο αρχιμανδρίτης Πέτρος Μογίλας (1627-1633), ο οποίος ίδρυσε και ανώτερη εκκλησιαστική σχολή. Η σχολή αυτή, η πρώτη στη Ρωσία, εξελίχθηκε στην περίφημη θεολογική ακαδημία του Κιέβου.
Τον ίδιο όμως αιώνα, εξαιτίας των ρωσοτουρκικών διενέξεων, η μονή δέχεται συχνές και καταστρεπτικές επιθέσεις των Τούρκων.
Για την προφύλαξή της, ο τσάρος την οχυρώνει απ' όλες τις πλευρές, αρχικά με χωμάτινα αναχώματα κι έπειτα με πέτρινο τείχος και πύργους.
Το 1718 μεγάλη πυρκαγιά καταστρέφει το τυπογραφείο, τη βιβλιοθήκη, την εκκλησία και το μεγαλύτερο τμήμα του μοναστηριακού συγκροτήματος. Μέσ' από τη στάχτη, οι μοναχοί ανασύρουν τη θαυματουργό εικόνα της Θεοτόκου, που δεν έχει υποστεί παρά ασήμαντες ζημιές. Την ημέρα εκείνη, ο αρχιμανδρίτης Ιωαννίκιος, πηγαίνει για ν' αναφέρει το τραγικό γεγονός στο Μ. Πέτρο.
Σώθηκε η εικόνα της Θεοτόκου; ρώτησε αμέσως ο τσάρος.
Σώθηκε!
Αν η εικόνα σώθηκε, τότε και η μονή σώθηκε! είπε ο μονάρχης με χαρά.
Την ίδια κιόλας ημέρα, άρχισε με αυτοκρατορική βοήθεια, η ανοικοδόμηση της μονής. Ο Μ. Πέτρος, άφησε μάλιστα διαθήκη στους διαδόχους του, να την προστατεύουν και να την ενισχύουν.
Στους επόμενους δύο αιώνες, μέχρι την πτώση του τσαρικού καθεστώτος, η περίδοξη Κίεβο-Πετσέρσκαγια Λαύρα — συνοδικό σταυροπήγιο από το 1721 — θα λάμπει σ' όλη τη ρωσική επικράτεια
σαν εργαστήριο της ευσέβειας και της αγιότητας,
σαν κάστρο Ορθοδοξίας και αντιαιρετικών αγώνων,
σαν κέντρο εικονογραφίας και λοιπών εκκλησιαστικών τεχνών,
σαν εστία καλλιέργειας των θεολογικών γραμμάτων και εκδόσεως ορθοδόξων Βιβλίων.
Ο ακτινοβόλος αυτός φάρος του πνεύματος και της ορθοδόξου παραδόσεως, έσβησε όμως βίαια, «κρίμασιν οις Κύριος οίδε», μετά την οκτωβριανή επανάσταση του 1917.
Το 1941, η Λαύρα και ο ναός της, λεηλατήθηκαν από τους Γερμανούς κατακτητές, που αφαίρεσαν μοναδικά μνημεία της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής των 11ου-18ου Αι.
Τα τελευταία χρόνια, στον ιερό αυτό τόπο, όπου για πολλές δεκαετίες δεν συναντούσε κανείς «ούτε εορτή, ούτε θυμίαμα, ούτε προσφορά», με τη χάρη του πανάγαθου Θεού, αρχίζει να λάμπει πάλι το θείο φως, της μοναχικής βιοτής και πολιτείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου