Ἡ νοερὰ προσευχὴ πρέπει νὰ γίνεται ἀνὰ πάσαν στιγμή. Δὲν ἔχει σημασία ἂν εἶναι ἐντατικὴ ἢ ἀδύνατη. Στὸ δρόμο, στὸ αὐτοκίνητο ποῦ ξέρει ὁ καθένας τί κάνεις, ἂν εἶσαι προσηλωμένος στὸ Θεό; Νοῦς, στόμα, καρδιὰ κύκλο ἢ νοερὰ προσευχή. Χάνεται ὁ λογισμός. Ἀπομονώνεται, ἐξαφανίζεται.
* Η προσευχὴ νὰ γίνεται. Ἔστω καὶ τυπική, πού σου ψιθυρίζει ὁ διάβολος ὅτι εἶναι ξηρὴ καὶ τυπική.
* «Εἴσελθε εἰς τὸ ταμιεῖον σου, ὅταν προσεύχη, καί… ἀποδώσει σοὶ ἐν τῷ φανερῶ». (Μάτθ. 6, 6). Νὰ κλείσουμε ὄχι μόνο τὴν πόρτα τοῦ δωματίου μας, ὅταν θέλουμε νὰ προσευχηθοῦμε, ἀλλὰ νὰ κλείσουμε καὶ τὰ αὐτιά μας καὶ τὴ σκέψη καὶ ὅλες τὶς αἰσθήσεις τοῦ ἑαυτοῦ μας.Νὰ τὰ ξεχάσουμε ὅλα, νὰ εἶναι νεκρὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη καὶ μόνο μὲ τὸ Θεὸν τὸν Ἄπειρο, τὸν Ἕνα, τὸν Πολυέλεο, τὸν Πολυεύσπλαγχνο Θεὸ νὰ μιλοῦμε. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ νὰ ζοῦμε μόνο τὸν Θεό. Κατὰ τὸ σῶμα νὰ μὴ ζοῦμε. Αὐτὸ ζητᾶ, ὅταν λέει «κλείσας τὴν θύραν σου»“ τὴ θύρα τῶν αἰσθήσεών μας ἐννοεῖ.
Νὰ προσευχώμεθα, νὰ προσευχώμεθα, νὰ προσευχώμεθα. Στὴν ἐργασία μας, στὸ δρόμο, στὸ αὐτοκίνητο, παντοῦ. Τὸ πρωί, ὅταν ξυπνήσουμε, πρῶτα προσευχή, πάντα προσευχή. Τὴν εὐχὴ νὰ λέμε πολλὲς φορές, στὸ δρόμο, στὸ σχολεῖο, στὴν ἐργασία μας. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ, τὸν ἁμαρτωλόν. Τότε νιώθουμε τὸν ἑαυτὸ μᾶς γεμάτο καὶ ὁ Θεὸς δίνει πλούσια τὴ Χάρη Του…
* Η Χάρις τοῦ Θεοῦ «ἡ τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα»
Ὅταν ἐμεῖς ἀγωνιζόμαστε γιὰ ἁγνὴ καὶ καθαρὴ ζωή, μὲ προσευχή, Ἐξομολόγηση, θεία Κοινωνία, τότε δίνει πλούσια τὴ Χάρη Του, ποὺ ἀρδεύει τὴν ψυχή, ὅπως τὸ νερὸ ζωογονεῖ τὰ πάντα. Ὁ ἀδύναμος ἄνθρωπος ποὺ πέφτει, τρεκλίζει, ὅσο κι ἂν τὸν πολιορκεῖ ἡ ἁμαρτία, νὰ ἀγωνίζεται. Νὰ μὴν τὸ βάζει κάτω. Νὰ λέει: ὁ Θεὸς εἶναι κοντά μου, μαζί μου. δεν θὰ μ’ ἀφήσει…
* «Πνεῦμα… περιέργειας καὶ ἀργολογίας μὴ μοὶ δῶς»
Βάλαμε ποτὲ κανένα βράδυ τὸν ἑαυτό μας, ἀδελφοί μου, στὸ σκαμνὶ νὰ τὸν ἐξετάσουμε γι’ αὐτὰ τὰ δύο;
Περιέργεια: Προσπαθοῦμε νὰ δοῦμε, ν’ ἀκούσουμε τί κάνει ὁ ἅ, πῶς κινεῖται ὁ β, κ.λπ. Καὶ ὕστερα ἀπ’ αὐτὸ σχηματίζονται στὸ μυαλὸ μᾶς τόσες ἄσχημες εἰκόνες, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ προσευχηθοῦμε.
Ἀργολογία: «Πᾶν ρῆμα ἀργὸν ὁ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι λόγον ἐν ἡμέρα κρίσεως» (Μάτθ. 12, 36). Ἡ ἀργολογία συνορεύει μὲ τὴν κατάκριση, μὲ τὴ συκοφαντία. Λέμε – λέμε, ἀραδιάζουμε, ψάχνουμε νὰ βροῦμε τὸ κουσούρι τοῦ καθενὸς καὶ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἐξαπολύσουμε φαρμακερές, καυτές, δαγκωτὲς κουβέντες ἐναντίον του.
Ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς γὴς τόσες ἄσχημες ἀναθυμιάσεις ἀνεβαίνουν στὸ θρόνο Του… Κι ὅμως ὁ Θεὸς ἀγαπάει, ἀνέχεται, μακροθυμεῖ. Μὲ τὸν πόνο, μὲ τὴ δοκιμασία ἐπισκέπτεται τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὅσοι ἔχουν καλὴ διάθεση ὁμολογοῦν τὰ σφάλματά τους ἐνώπιόν του Πνευματικοῦ, χύνουν δάκρυα, γίνονται ἄλλοι ἄνθρωποι. αυτοί, πού, ἂν τοὺς γνωρίζαμε λίγα χρόνια πρίν, θὰ τοὺς βομβαρδίζαμε μὲ τὰ λόγιά μας.
* Η προσευχὴ νὰ γίνεται. Ἔστω καὶ τυπική, πού σου ψιθυρίζει ὁ διάβολος ὅτι εἶναι ξηρὴ καὶ τυπική.
* «Εἴσελθε εἰς τὸ ταμιεῖον σου, ὅταν προσεύχη, καί… ἀποδώσει σοὶ ἐν τῷ φανερῶ». (Μάτθ. 6, 6). Νὰ κλείσουμε ὄχι μόνο τὴν πόρτα τοῦ δωματίου μας, ὅταν θέλουμε νὰ προσευχηθοῦμε, ἀλλὰ νὰ κλείσουμε καὶ τὰ αὐτιά μας καὶ τὴ σκέψη καὶ ὅλες τὶς αἰσθήσεις τοῦ ἑαυτοῦ μας.Νὰ τὰ ξεχάσουμε ὅλα, νὰ εἶναι νεκρὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη καὶ μόνο μὲ τὸ Θεὸν τὸν Ἄπειρο, τὸν Ἕνα, τὸν Πολυέλεο, τὸν Πολυεύσπλαγχνο Θεὸ νὰ μιλοῦμε. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ νὰ ζοῦμε μόνο τὸν Θεό. Κατὰ τὸ σῶμα νὰ μὴ ζοῦμε. Αὐτὸ ζητᾶ, ὅταν λέει «κλείσας τὴν θύραν σου»“ τὴ θύρα τῶν αἰσθήσεών μας ἐννοεῖ.
Νὰ προσευχώμεθα, νὰ προσευχώμεθα, νὰ προσευχώμεθα. Στὴν ἐργασία μας, στὸ δρόμο, στὸ αὐτοκίνητο, παντοῦ. Τὸ πρωί, ὅταν ξυπνήσουμε, πρῶτα προσευχή, πάντα προσευχή. Τὴν εὐχὴ νὰ λέμε πολλὲς φορές, στὸ δρόμο, στὸ σχολεῖο, στὴν ἐργασία μας. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ, τὸν ἁμαρτωλόν. Τότε νιώθουμε τὸν ἑαυτὸ μᾶς γεμάτο καὶ ὁ Θεὸς δίνει πλούσια τὴ Χάρη Του…
* Η Χάρις τοῦ Θεοῦ «ἡ τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα»
Ὅταν ἐμεῖς ἀγωνιζόμαστε γιὰ ἁγνὴ καὶ καθαρὴ ζωή, μὲ προσευχή, Ἐξομολόγηση, θεία Κοινωνία, τότε δίνει πλούσια τὴ Χάρη Του, ποὺ ἀρδεύει τὴν ψυχή, ὅπως τὸ νερὸ ζωογονεῖ τὰ πάντα. Ὁ ἀδύναμος ἄνθρωπος ποὺ πέφτει, τρεκλίζει, ὅσο κι ἂν τὸν πολιορκεῖ ἡ ἁμαρτία, νὰ ἀγωνίζεται. Νὰ μὴν τὸ βάζει κάτω. Νὰ λέει: ὁ Θεὸς εἶναι κοντά μου, μαζί μου. δεν θὰ μ’ ἀφήσει…
* «Πνεῦμα… περιέργειας καὶ ἀργολογίας μὴ μοὶ δῶς»
Βάλαμε ποτὲ κανένα βράδυ τὸν ἑαυτό μας, ἀδελφοί μου, στὸ σκαμνὶ νὰ τὸν ἐξετάσουμε γι’ αὐτὰ τὰ δύο;
Περιέργεια: Προσπαθοῦμε νὰ δοῦμε, ν’ ἀκούσουμε τί κάνει ὁ ἅ, πῶς κινεῖται ὁ β, κ.λπ. Καὶ ὕστερα ἀπ’ αὐτὸ σχηματίζονται στὸ μυαλὸ μᾶς τόσες ἄσχημες εἰκόνες, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ προσευχηθοῦμε.
Ἀργολογία: «Πᾶν ρῆμα ἀργὸν ὁ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι λόγον ἐν ἡμέρα κρίσεως» (Μάτθ. 12, 36). Ἡ ἀργολογία συνορεύει μὲ τὴν κατάκριση, μὲ τὴ συκοφαντία. Λέμε – λέμε, ἀραδιάζουμε, ψάχνουμε νὰ βροῦμε τὸ κουσούρι τοῦ καθενὸς καὶ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἐξαπολύσουμε φαρμακερές, καυτές, δαγκωτὲς κουβέντες ἐναντίον του.
Ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς γὴς τόσες ἄσχημες ἀναθυμιάσεις ἀνεβαίνουν στὸ θρόνο Του… Κι ὅμως ὁ Θεὸς ἀγαπάει, ἀνέχεται, μακροθυμεῖ. Μὲ τὸν πόνο, μὲ τὴ δοκιμασία ἐπισκέπτεται τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὅσοι ἔχουν καλὴ διάθεση ὁμολογοῦν τὰ σφάλματά τους ἐνώπιόν του Πνευματικοῦ, χύνουν δάκρυα, γίνονται ἄλλοι ἄνθρωποι. αυτοί, πού, ἂν τοὺς γνωρίζαμε λίγα χρόνια πρίν, θὰ τοὺς βομβαρδίζαμε μὲ τὰ λόγιά μας.
Γέροντας Ευσέβιος Γιαννακάκης:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου