Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

2 ΕΚΑΤΟΜΥΡΙΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΘΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΡΟΝΤΕΣ..!!ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΕΡΗΦΑΝΟΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ''ΔΟΥΛΙΚΑ'''ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ!!!


2 ΕΚΑΤΟΜΥΡΙΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΘΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΚΕΙ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ..ΔΕΝ ΑΦΗΝΟΥΜΕ ΑΛΛΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ ΑΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΗ!!
ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΜΕ ΠΛΟΥΣΙΟΤΑΤΑ ΥΠΕΔΑΦΗ ΚΑΙ ΟΡΥΚΤΟ ΠΛΟΥΤΟ ΤΡΙΣΕΚΑΤΟΜΥΡΙΩΝ...ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΧΩΡΑ ΕΠΕΙΔΗ ΟΛΟΙ ΜΑΣ ΔΕ ΤΗΝ ΣΕΒΑΣΤΗΚΑΜΕ  ΟΣΟ ΕΠΡΕΠΕ..ΚΑΠΟΙΟΙ ΤΗΝ ΕΒΑΛΑΝ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΓΙΑ ΝΑ ''ΑΡΠΑΞΟΥΝ ''ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ ΤΗΣ!!!
ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ -Η ΥΣΤΑΤΗ ΣΤΙΓΜΗ-..,ΝΑ ΤΗΝ ΣΩΣΟΥΜΕ!!
ΟΛΟΙ ΜΙΚΡΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΣΤΟ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ ΠΟΥ ΘΑ ΣΗΜΑΝΕΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ''ΔΕΙΝΩΝ''ΤΗΣ   ΠΡΟΔΩΜΕΝΗΣ ΜΑΣ ΧΩΡΑΣ !!!
 

2 ΕΚΑΤΟΜΥΡΙΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΘΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΚΕΙ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ!!!ΟΛΟΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ..!!ΔΕ ΘΑ ΥΠΟΚΥΨΟΥΜΕ !!!ΔΕ ΘΑ ΣΚΥΨΟΥΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ!!!ΑΡΚΕΤΑ !!!ΩΣ ΕΔΩ !!!ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΕΤΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ???

    ΠΡΟΣ ΚΥΡΙΟ ΝΙΜΙΤΣ!!!!ΚΥΡΙΟ ΠΑΙΑΤ!!

ΣΑΣ ΧΑΡΙΖΟΥΜΕ ΤΑ ΣΚΟΠΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΘΥΜΟΥΜΕ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΠΡΩΗΝ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ..!!
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΕ ΘΑ ΕΠΙΤΡΕΨΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΝΑ ..ΥΠΑΡΞΕΙ ΤΕΤΟΙΟ ΟΝΟΜΑ!!!
ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΤΕ ..?ΠΟΥ ΚΟΥΝΑΤΕ ΣΕ ΕΜΑΣ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΑ ΤΟ ΔΑΚΤΥΛΟ??ΣΟΒΑΡΕΥΤΕΙΤΕ!!!!!!!!!!      ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΤΕ??ΘΑ ΜΑΣ ΡΙΞΕΤΕ ΠΥΡΗΝΙΚΑ????!
ΡΙΞΤΕ ΜΑΣ...ΘΑ ΣΑΣ ΚΑΝΕΙ ''''ΧΩΡΑΦΙ'''''ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΣΤΙΓΜΗ Ο ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ!!
ΦΤΑΣΑΜΕ ΝΑ ΑΚΟΥΜΕ ΤΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΟ ΤΟΥ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΝΑ ΑΠΕΙΛΕΙ ΕΥΘΕΩΣ ΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ...ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΕΒΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΣΤΑ  ΙΜΙΑ...ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΤΟΥ ΚΟΨΟΥΝ ΤΑ ΠΟΔΙΑ...!!!ΓΙΑΤΙ ΡΕ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΙΜΙΑ??
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΡΑΒΑΤΕ ΤΟ ΑΥΤΙ ΤΟΥ '''ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ''''????
KAI AN AKOΜΗ ΚΑΤΑΦΕΡΕΤΕ ΚΑΤΙ ΜΕ ΤΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΑΙ ΝΤΟΠΙΑ ''ΔΟΥΛΙΚΑ ''ΣΑΣ..ΝΑ ΞΕΡΕΤΕ ΟΤΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΘΑ ΥΠΟΓΡΑΨΟΥΝ ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΟ...       ΘΑ ΤΟΥΣ ΧΩΣΟΥΝ ΣΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ ΙΣΟΒΙΑ!!ΤΕΛΟΣ!ΣΙΓΟΥΡΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΛΛΗΝΕΣ ''ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ'''ΔΙΚΑΣΤΕΣ '''         
ΠΟΤΕ ΕΣΕΙΣ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΔΕ ΜΑΣ ΒΟΗΘΗΣΑΤΕ ....ΤΙ ΝΟΜΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΕΠΕΙΔΗ ...ΣΑΣ  ''ΣΥΜΠΑΘΟΥΝ''ΚΑΠΟΙΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ...ΤΟ ΙΔΙΟ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ?
ΠΟΥ ΗΣΑΣΤΑΝ ΣΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ?ΠΟΥ ΕΙΣΑΣΤΕ ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΝΑΤΟ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΚΑΤΕΧΕΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΜΑΣ?
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΕ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ?
ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΣΑΣ ////ΜΟΝΟΝ...
Ε ΛΟΙΠΟΝ ΑΦΟΥ ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΣΑΣ ΔΕΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΜΕ...ΛΥΠΟΜΑΣΤΕ..!!
2 ΕΚΑΤΟΜΥΡΙΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΘΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΚΑΙ ..ΘΑ ΑΚΥΡΩΣΟΥΜΕ ΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΑΝΤΕΘΝΙΚΑ ΣΑΣ ΣΧΕΔΙΑ..!!!
ΑΥΤΑ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ  ΤΑ ΟΠΟΙΑ  ''ΦΤΩΧΟΠΟΙΗΣΑΝ'''ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΜΙΛΑΝΕ!!!
ΟΜΩΣ ΝΑΙ ..ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΦΩΝΑΞΟΥΜΕ ΤΟΣΟ....ΤΟΣΟ ΔΥΝΑΤΑ ΝΑ ΜΑΣ ΑΚΟΥΣΟΥΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ..ΟΙ  ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΜΑΣ ..,ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΜΑΣ!!!
ΔΕ ΣΑΣ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ ΠΛΕΟΝ ..!!!
ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΕΧΟΥΜΕ ΧΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΖΙ ΜΑΣ!!!!
ΟΛΗ Η ΥΦΗΛΙΟΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΑΠΟ ΕΜΑΣ ΑΔΕΡΦΙΑ ΕΛΛΗΝΕΣ...ΟΛΗ Η ΥΦΗΛΙΟΣ ΜΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΝΑ  ΔΕΙΞΟΥΜΕ ΓΙΑΤΙ ..ΚΑΠΟΤΕ ΕΙΠΑΝ...
'''ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΣΑΝ ΕΛΛΗΝΕΣ'''!!!!!
ΤΕΛΟΣ ΑΣ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ..ΜΕ ΤΟΝ ΓΟΡΔΙΟ ΔΕΣΜΟ..!!
''ΟΤΙ ΔΕΝ ΛΥΝΕΤΑΙ ...ΚΟΒΕΤΑΙ''!!!



 

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΕΝ ΠΑΡΩ

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ ἐν Πάρῳ



Ημ. Εορτής: 31 Ιανουαρίου
Ημ. Γέννησης: 1800 μ.Χ.
Ημ. Κοιμήσεως: 1877 μ.Χ.
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων: 10 / 8 / 1938 μ.Χ.
Πολιούχος:
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα:

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος γεννήθηκε στὰ Ἰωάννινα τὸ ἔτος 1800 καὶ ὀνομαζόταν Ἀθανάσιος. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς καὶ σὲ ἡλικία ἐννέα ἐτῶν μετέβη στὶς Κυδωνὶες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου σπούδασε στὴν ὀνομαστικὴ σχολὴ τῆς πόλεως ἔχοντας ὡς σχολάρχη τὸν περίφημο διδάσκαλο ἱερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη. Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς φοιτήσεώς του συνδέθηκε μὲ τὸν πνευματικὸ Γέροντα Δανιὴλ ἀπὸ τὴ Ζαγορὰ τοῦ Πηλίου, ἕναν ἀπὸ τοὺς ὀνομαστοὺς πνευματικοὺς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ ἔγινε ὑποτακτικός του.
Τὸ ἔτος 1815 ὁ Ἅγιος ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ τὸν Γέροντα Δανιὴλ καὶ ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός. Ἀργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος παρὰ τὶς ἀντιδράσεις του, καθὼς δὲν θεωροῦσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄξιο καὶ μετὰ ἀπὸ ἑξαετῆ παραμονὴ στὸ Ἅγιον Ὄρος ἦλθε καὶ πάλι μὲ τὸν Γέροντά του, στὴ μονὴ Πεντέλης στὴν Ἀθήνα. Ὅμως καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἀναγκάστηκαν νὰ φύγουν, γιατί ἄρχισε ἡ ἐπανάσταση κατὰ τῶν Τούρκων. Στὴ συνέχεια μετέβησαν στὶς Κυκλάδες, ὅπου ὁ Ὅσιος χειροτονήθηκε τὸ 1817 Πρεσβύτερος.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἔδρασε κυρίως στὴν Πάρο καὶ τὴ Φολέγανδρο, ὅπου δίδαξε ἀπὸ τὸ 1829 μέχρι τὸ 1840.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντά του Δανιήλ, ὁ Ὅσιος ἀσκήτεψε στὴ μονὴ Λογγοβάρδας τῆς Πάρου. Κοιμόταν καὶ ἔτρωγε ἐλάχιστα καὶ συνεχῶς ἀγρυπνοῦσε, προσευχόμενος γιὰ τὰ πνευματικά του τέκνα καὶ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Βασική του τροφὴ ἦταν ἡ ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καὶ τῶν συγγραμμάτων τῶν Ἁγίων Πατέρων. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ὅσιος θεωροῦσε τὴ μικρή του βιβλιοθήκη ὡς κῆπο τερπνότατο καὶ ὡραιότατο μὲ ἀγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη ἀπὸ εὔχυμους καρπούς.
Ὁ Ὅσιος ἀγαποῦσε τοὺς πάντες χωρὶς διακρίσεις. Περισσότερο ὅμως ἀγαποῦσε τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς ὁποίους διακονοῦσε μὲ μεγάλη προθυμία.
Ὅταν τὸ 1861, κοιμήθηκε ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς, εὐσεβὴς ἱερομόναχος Ἠλίας, οἱ πατέρες ἐξέλεξαν ἡγούμενο καὶ προϊστάμενό τους τὸν Ὅσιο Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος τοὺς ποίμανε μὲ θεοφιλὴ καὶ θεάρεστο τρόπο. Λίγα χρόνια ἀργότερα παραιτήθηκε, γιὰ νὰ ἀσχοληθεῖ ἀπερίσπαστα μὲ τὸ ἔργο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.
Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1877. Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του ἔγινε τὸ ἔτος 1938 καὶ ἑορτάζεται στὶς 10 Αὐγούστου. Τὰ ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται μὲ εὐλάβεια στὴ Μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Πάρου.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΥΡΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗΣ ΟΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΟΙΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑ,ΘΕΟΔΟΤΗ,ΘΕΟΚΤΙΣΤΗ ΚΑΙ ΕΥΔΟΞΙΑ ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ!!

Οἱ Ἅγιοι Κύρος καὶ Ἰωάννης οἱ Θαυματουργοί Ἀνάργυροι καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς Ἀθανασία, Θεοδότη, Θεοκτίστη καὶ Εὐδοξία οἱ Μάρτυρες




Ημ. Εορτής: 31 Ιανουαρίου
Ημ. Γέννησης:
Ημ. Κοιμήσεως: 292 μ.Χ.
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:
Πολιούχος:
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα: Εὐδοξία

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κύρος καὶ Ἰωάννης ἄθλησαν κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Κύρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ἐνῶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας.
Ὅταν ξέσπασε ὁ διωγμὸς τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὁ Ἅγιος Κύρος πῆγε σὲ ἕνα παραθαλάσσιο τόπο τῆς Ἀραβίας καί, ἀφοῦ περιεβλήθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα, κατοίκησε στὸν τόπο αὐτό.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐκεῖ ἄκουσε γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ Ἅγιος Κύρος. Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἀπὸ ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀπὸ διάφορες φῆμες ἔμαθε ποῦ διέμενε ὁ Ἅγιος Κύρος, πῆγε καὶ τὸν βρῆκε καὶ ἔμεινε μαζί του. Τὰ θαύματα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων συνέγραψε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ( 11 Μαρτίου), διότι οἱ Ἅγιοι θεράπευσαν τὰ μάτια του.
Κατὰ τὴν περίοδο τοῦ διωγμοῦ συνελήφθη καὶ ἡ Ἁγία Ἀθανασία, ποὺ ἦταν χήρα, καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ τρεῖς θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη καὶ Εὐδοξία. Ἡ εἴδηση τάραξε τὸν Κύρο καὶ τὸν Ἰωάννη. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι, ἐπειδὴ φοβήθηκαν μήπως αὐτὲς δειλιάσουν ἀπὸ τὴν σκληρότητα τῶν βασανιστηρίων, ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας τῆς φύσεως τῆς γυναίκας, ἔσπευσαν κοντά τους καὶ ἔδιναν σὲ αὐτὲς θάρρος, ἐνῶ παράλληλα προετοιμάζονταν καὶ οἱ ἴδιοι γιὰ τὸ μαρτύριο. Καὶ πράγματι, συνελήφθησαν καὶ αὐτοὶ καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν ἡγεμόνα.
Ἐκεῖ διακήρυξαν μὲ παρρησία καὶ θάρρος τὴν πίστη τους στὸν Θεό. Μάταια ὁ ἡγεμόνας ζητοῦσε νὰ κάμψει τὴν ἀνδρεία τῆς μητέρας, δείχνοντας σὲ αὐτὴ τὶς θυγατέρες της καὶ ἐπιρρίπτοντάς της τὴν ἐνοχή. Ἐκείνη, ἀφοῦ στράφηκε πρὸς τὶς θυγατέρες της, τὶς ἐνίσχυε λέγουσα ὅτι ἡ σωματικὴ ὡραιότητα εἶναι πρόσκαιρη, ἐνῶ στὴν αἰωνιότητα διατηρεῖται ἡ ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀθάνατη. Αὐτὲς δὲ ἔλεγαν πρὸς τὴν μητέρα τους ὅτι αἰσθάνονταν μεγάλη χαρά, ἐπειδὴ ἔμελλε νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν μάταιο αὐτὸ κόσμο μαζί της γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴν χωρισθοῦν ποτὲ ἀπὸ κοντά της. Ὁ ἡγεμόνας ἐξαγριώθηκε καὶ διέταξε νὰ τοὺς ὑποβάλουν σὲ πολλὰ καὶ σκληρὰ βασανιστήρια. Μετὰ ἀπὸ τὰ βασανιστήρια ἀποκεφάλισαν διὰ ξίφους τὸν Ἅγιο Κύρο καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, τὸ ἔτος 292 μ.Χ.. Ἔτσι μαρτύρησαν καὶ ἡ Ἁγία Ἀθανασία μὲ τὶς τρεῖς θυγατέρες της. Τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο αὐτῶν ἔγραψε ὁ Σωφρόνιος ὁ Σοφιστής.
Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριο ποὺ εἶχε ἀνεγερθεῖ πρὸς τιμήν τους καὶ βρίσκεται στὴν περιοχὴ Φωρακίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Ἀθλοφόροι εὐκλεεῖς τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἰατῆρες τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἀνάργυροι ἐκλάμπετε ἐν πάσῃ τῇ γῇ, νόσων μὲν ἰώμενοι, ἀνωδύνως τὰ βάρη, χάριν δὲ πορίζοντες, τοῖς βοῶσιν ἀπαύστως· χαίρετε κρῆναι θείων δωρεῶν, Κῦρε θεόφρον, καὶ Ἰωάννη ἔνδοξε.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τὴν δωρεὰν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἀπαύστως, ἅπαντα, ἡμῶν τὰ πάθη, τῇ χειρουργίᾳ, τέμνοντες, τῇ ἀοράτῳ Κῦρε θεόφρον, σὺν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ, ὑμεῖς γὰρ θεῖοι ἰατροὶ ὑπάρχετε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίρετε πασχόντων θεραπευταί, Κῦρε θεοφόρε, Ἰωάννη τε θαυμαστέ· δωρεὰν γὰρ πᾶσι, παρέχοντες ἰάσεις, εὐεργετεῖτε πάντας, ὡς χριστομίμητοι.


  • banner

  • banner

  • banner

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΣΙΝΑΙΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ 1-26

"137 ωφέλιμα κεφάλαια"


Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης

1. Το να είναι κανείς ή να γίνει λογικός όπως ήταν κατά φύση (προπτωτικά) ο άνθρωπος, είναι αδύνατο πριν φτάσει στην καθαρότητα και την αφθαρσία. Γιατί την πρώτη την κυρίευσε η άλογη έξη των αισθήσεων, ενώ την άλλη, η φθορά της σάρκας.

2. Κατά φύση λογικοί έγιναν μόνον οι Άγιοι με την καθαρότητα. Κανείς από τους σοφούς στα λόγια δεν είχε καθαρό λογικό, επειδή το διέφθειραν από την αρχή με τους λογισμούς. Γιατί το υλικό και φλύαρο πνεύμα της σοφίας του κόσμου τούτου, υποβάλλει λόγους στους πιο μορφωμένους, και λογισμούς στους πιο απλοϊκούς, κι έτσι συνοικεί με αυτούς εμποδίζοντάς τους από την ενυπόστατη σοφία και θεωρία κι από την αμέριστη και ενιαία γνώση.

3. Να θεωρείς ότι γνώση της αλήθειας είναι κυρίως η αίσθηση της χάρης. Όλες οι άλλες γνώσεις πρέπει να αποκαλούνται αποτελέσματα νοήσεως και αποδείξεις πραγμάτων.


4. Όσοι δεν πετυχαίνουν να λάβουν τη χάρη, το παθαίνουν από την απιστία και την αμέλειά τους. Κι όσοι πάλι τη λάβουν, το έχουν πετύχει με την πίστη και την επιμέλειά τους. Γιατί με αυτές πάντα προχωρούν εμπρός, ενώ με τις αντίθετες στρέφονται πίσω.

5. Ο αναίσθητος κατά το νου είναι όμοιος μ' ένα νεκρό, κι ο τυφλός κατά το νου είναι όμοιος μ' έναν σωματικά τυφλό. Γιατί στη μία περίπτωση ο άνθρωπος έχει στερηθεί τη δύναμη της ζωής ή την ενέργεια της οράσεως, ενώ στην άλλη, το θείο φως που κάνει το νου να βλέπει και να βλέπεται από το Θεό.

6. Λίγοι παίρνουν και δύναμη και σοφία μαζί από το Θεό. Η πρώτη παρέχει τη μέθεξη στα θεία αγαθά, ενώ η άλλη τα αποκαλύπτει. Να τα γεύεται δε κανείς και να τα μεταδίδει και στους άλλους, είναι αληθινά κάτι το θεϊκό και πάνω από τον άνθρωπο.

7. Αληθινό ιερό Βήμα —και πριν από τη μελλουσα ζωή— είναι η καρδιά που έχει απαλλαγεί από λογισμούς και δέχεται την ενέργεια του Πνεύματος· γιατί όλα σ' αυτήν τελούνται και λέγονται πνευματικώς. Και εκείνος που δεν απέκτησε αυτό από εδώ, είναι λιθάρι για τις άλλες αρετές, κατάλληλο για την οικοδομή του θείου ναού, όχι όμως ο ίδιος ναός και ιερουργός του Πνεύματος.

8. Ο άνθρωπος πλάστηκε άφθαρτος χωρίς ζωικούς χυμούς, κι έτσι και θα αναστηθεί. Δεν έγινε όμως άτρεπτος (δηλαδή χωρίς δυνατότητα μεταβολής), μα ούτε πάλι τρεπτός. Απλώς είχε στην έξη της θελήσεώς του τη δύναμη να τραπεί ή όχι. Και η θέληση δεν προξενεί στη φύση την απόλυτη ατρεψία· αυτή θα δοθεί ως βραβείο κατά τη μέλλουσα άτρεπτη θέωση.

9. Η γένεση της σάρκας συνδέεται με τη φθορά. Η λήψη τροφής, η αποβολή περιττωμάτων, η ανησυχία και ο ύπνος, είναι φυσικές ιδιότητες των θηρίων και των κτηνών. Μ' αυτές κι εμείς γίναμε όμοιοι με τα κτήνη εξαιτίας της παρακοής, ξεπέσαμε από τα δικά μας θεόσδοτα αγαθά και γίναμε από λογικοί κτηνώδεις, και από θεϊκοί θηριώδεις.

10. Ο παράδεισος είναι δύο ειδών, αισθητός και νοητός, δηλαδή ο παράδεισος της Εδέμ κι ο παράδεισος της χάρης. Ο παράδεισος της Εδέμ(Γεν. 2, 8-13) είναι τόπος πολύ υψηλός, ως τον τρίτο ουρανό, όπως λένε όσοι διηγούνται γι' αυτόν, φυτεμένος από το Θεό με κάθε είδος ευωδέστατα φυτά. Και δεν είναι ούτε τελείως άφθαρτος, ούτε εντελώς φθαρτός, αλλά σε μιά κατάσταση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ώστε να είναι πάντοτε γεμάτος από καρπούς, και να έχει διαρκώς και άνθη και άγουρους και ώριμους καρπούς. Γιατί όταν σαπίζουν τα δένδρα και οι ώριμοι καρποί και πέφτουν στη γη, δε μυρίζουν φθορά και σήψη σαν τα φυτά του κόσμου, αλλά γίνονται ευωδιαστό χώμα. Αυτό γίνεται από την πολλή αφθονία και τον αγιασμό της χάρης που είναι διάχυτη πάντοτε εκεί. Τον παράδεισο διασχίζει ο ποταμός Ωκεανός που έχει διαταχθεί να τον ποτίζει διαρκώς. Αυτός πηγάζει από εκεί, μοιράζεται σε τέσσερις άλλους ποταμούς, και ρέοντας παρασύρει το χώμα και τα πεσμένα φύλλα και τα φέρνει στην περιοχή των Ινδών και Αιθιόπων. Σ' αυτή την περιοχή ενώνονται οι δύο από τους ποταμούς, ο Φυσών και ο Γεών, και πλημμυρίζουν συχνά τους αγρούς, ώσπου χωρίζονται πάλι και αρδεύουν ο ένας τη Λιβυκή, κι ο άλλος την Αιγυπτιακή γη.

11. Η κτίση, όπως λένε, δεν κατασκευάστηκε από την αρχή ρευστή, δηλαδή φθαρτή. Ύστερα έγινε, όταν γνώρισε τη φθορά και υποτάχθηκε στη ματαιότητα, κατά τη Γραφή, δηλαδή στον άνθρωπο, όχι βέβαια με τη θέλησή της, αλλά χωρίς αυτή, επειδή έτσι θέλησε Αυτός που την υπέταξε· με την ελπίδα(Ρωμ. 8, 20) όμως της ανακαινίσεως του Αδάμ που έπεσε στη φθορά. Αφού λοιπόν ο Κύριος (με την ανάστασή Του) ανακαίνισε τον άνθρωπο και τον αγίασε -παρόλο που έχει φθαρτό σώμα για την πρόσκαιρη ζωή -, την ανακαίνισε και αυτή, χωρίς να την απαλλάξει ακόμη από τη φθορά. Απαλλαγή της κτίσεως από τη φθορά, άλλοι λένε τη μεταβολή της στο καλύτερο, κι άλλοι την τέλεια παρέλευση των αισθητών. Η Γραφή πάντως συνηθίζει να βεβαιώνει τα δύσκολα ζητήματα με απλότητα και λιτότητα.

12. Εκείνοι που δέχονται τη χάρη, σαν να έχουν συλλάβει, και εγκυμονούν κατά το πνεύμα, ή αποβάλλουν το θεϊκό σπέρμα με τις πτώσεις τους, ή το στερούνται επειδή χηρεύουν από το Θεό εξαιτίας της επικοινωνίας τους με τον εχθρό που κρύβεται στα ενδόμυχά τους. Η αποβολή της χάρης προέρχεται από την ενέργεια των παθών, ενώ η τέλεια στέρηση, από την διάπραξη των αμαρτημάτων. Έτσι, η ψυχή που αγαπά τα πάθη και τις αμαρτίες, στερείται και αποβάλλει τη χάρη και χηρεύει, οπότε γίνεται κατοικία των παθών, για να μην πω των δαιμόνων, και τώρα και στο μέλλον.

13. Τίποτε δε στρέφει σε ιλαρότητα και ημερότητα το θυμό, όπως η ανδρεία και η ευσπλαχνία. Αυτές, σαν πολιορκητικές μηχανές, συντρίβουν η μία τους εξωτερικούς εχθρούς κι η άλλη τους εσωτερικούς.

14. Πολλοί που εργάζονται τις εντολές, νομίζουν ότι βαδίζουν δεν έχουν όμως φτάσει ακόμη στην πόλη και μένουν απ' έξω. Και τούτο γιατί ακολούθησαν χωρίς να καταλάβουν τις παρόδους των βασιλικών ίσων δρόμων, δηλαδή τις κακίες που στέκουν δίπλα στις αρετές, κι έτσι πορεύονται άσκοπα. Γιατί οι εντολές δε θέλουν ούτε υπερβολή, ούτε έλλειψη, αλλά σκοπό θεάρεστο, και ζητούν μόνον το θείο θέλημα. Αλλιώς, ο κόπος είναι μάταιος, όταν δηλαδή δεν κάνουν ίσιους τους δρόμους του Κυρίου(Ησ. 40, 3· Μάρκ. 1, 3). Γιατί σε κάθε έργο εξετάζεται ο σκοπός του πράγματος.

15. Να ζητάς τον Κύριο στην οδό, δηλαδή στην καρδιά σου, με τις εντολές. Γιατί όταν ακούσεις τον Ιωάννη να φωνάζει και να προστάζει όλους να ετοιμάσουν τις οδούς και να κάνουν ίσιους τους δρόμους(Ματθ. 3, 3), να θεωρήσεις ότι εννοεί τις εντολές και τις καρδιές και τις πράξεις. Και είναι αδύνατο να κάνει κανείς ευθεία την οδό των εντολών και ακατάκριτο το έργο του, χωρίς την ευθύτητα της καρδιάς.

16. Όταν ακούσεις τη Γραφή να κάνει λόγο για "ράβδο και βακτηρία"(Ψαλμ. 22, 4), να θεωρήσεις ότι εννοεί, κατά τον προφητικό λόγο την κρίση και την πρόνοια, ενώ κατά τον ηθικό, την ψαλμωδία και την προσευχή. Γιατί όταν κρινόμαστε από τον Κύριο με την παιδαγωγική ράβδο(Α΄ Κορ. 11, 32), αυτό γίνεται για την επιστροφή μας σ' Αυτόν· όταν εμείς παιδεύομε με τη ράβδο της ανδρείας ψαλμωδίας τους δαίμονες που εξεγείρονται εναντίον μας, στηριζόμαστε με την προσευχή. Έχοντας λοιπόν τη ράβδο και τη βακτηρία στο χέρι της πράξεως του νου, ας μην πάψομε να παιδεύομε και να παιδευόμαστε, μέχρις ότου βρεθούμε ολότελα κάτω από την πρόνοια του Θεού, ξεφεύγοντας την κρίση, την τωρινή και τη μέλλουσα.

17. Το χαρακτηριστικό στις εντολές είναι η προτίμηση της περιεκτικής εντολής, δηλαδή της μνήμης του Θεού, που λέει: «Μνημόνευε αδιάκοπα τον Κύριο, το Θεό σου»(Τωβ. 4, 5). Με αυτή δηλαδή που καταστράφηκαν, με αυτή μπορούν και να τηρηθούν. Γιατί η λησμοσύνη εξαφάνισε εξαρχής τη μνήμη του Θεού και θόλωσε τις εντολές. Κι έτσι έδειξε τον άνθρωπο γυμνό από κάθε αγαθό.

18. Οι αγωνιστές έρχονται πάλι στο αρχικό αξίωμα με δυο εντολές, την υπακοή και τη νηστεία. Γιατί όλη η κακία μπήκε στο γένος των ανθρώπων από τα αντίθετα αυτών. Όσοι τηρούν τις εντολές με την υπακοή, επιστρέφουν στο Θεό συντομότερα, ενώ όσοι τις τηρούν με τη νηστεία και την προσευχή, αργότερα. Η υπακοή είναι κατάλληλη για τους αρχαρίους, η νηστεία για τους μέσους που έχουν γνώση και ανδρεία. Γιατί το να τηρηθεί ανόθευτη η διά μέσου των εντολών υπακοή στο Θεό, είναι κατορθωτό από πάρα πολύ λίγους και επίπονο ακόμα και γι' αυτούς τους ανδρείους.

19. Ο νόμος του ζωοποιού Πνεύματος, κατά τον Απόστολο(Ρωμ. 8, 2), είναι αυτός που ενεργεί και λαλεί μέσα στην καρδιά, όπως και ο νόμος του γράμματος είναι εκείνος που ενεργείται στη σάρκα. Ο πρώτος ελευθερώνει το νου από το νόμο της αμαρτίας και του θανάτου, ενώ ο άλλος ανεπαίσθητα τον κάνει φαρισαίο, να πράττει και να νοεί το νόμο σωματικά και να εργάζεται τις εντολές προς το θεαθήναι(Ματθ. 23, 5).

20. Τη σύνθεση όλων των εντολών, συναρμολογημένη και διαρθρωμένη με τη βοήθεια του Πνεύματος, την παρομοιάζουν με άνθρωπο, τέλειο ή ατελή, ανάλογα με την προκοπή. Τις εντολές τις λένε σώμα, και τις αρετές, ως ιδιότητες ποιοτικές, τις λένε οστά. Τη χάρη τη θεωρούν ψυχή που ζωντανεύει και κινεί και ενεργοποιεί σαν σώμα τις ενέργειες των εντολών. Από την αμέλεια ή την προθυμία του να συμμετάσχει στις μεθηλικιώσεις του Χριστού, αναδεικνύεται ο άνθρωπος νήπιος ή τέλειος, και τώρα και στο μέλλον.

21. Εκείνος που θέλει να αυξάνει το "σώμα" των εντολών, ας λαχταρά με σπουδή το πνευματικό άδολο γάλα(Α΄ Πέτρ. 2, 2) της μητέρας-χάρης, γιατί από αυτήν γαλουχείται καθένας που θέλει και ζητεί να επιτύχει την εν Χριστώ αύξηση. Για την αύξηση, η θεία σοφία παρέχει τη θέρμη σαν γάλα από τους μαστούς της, ενώ για την κάθαρση δίνει στους τελείους σαν θρεπτικό μέλι τη δική της ευφροσύνη. «Μέλι και γάλα —λέει ο Σολομών— στη γλώσσα σου»(Άσμα 4, 11). Γάλα εννοεί τη θρεπτική και αυξητική δύναμη του Πνεύματος, μέλι την καθαρτική. Κι ο μέγας Απόστολος, υπονοώντας τη διαφορά αυτών των ενεργειών, έλεγε: «Καθώς σε νήπια, σας έδωσα γάλα και όχι στέρεη τροφή»(Α΄ Κορ. 3, 2).

22. Εκείνος που ζητεί να εμβαθύνει στους λόγους των εντολών, χωρίς να εργάζεται τις εντολές, κι επιθυμεί να το πετύχει με την ανάγνωση και τη μάθηση, είναι όμοιος μ' εκείνον που φαντάζεται αντί για την αλήθεια, τη σκιά της. Γιατί στους λόγους της αλήθειας μετέχουν μόνο εκείνοι που είναι μέτοχοι της αλήθειας. Εκείνοι που δεν μετέχουν στην αλήθεια κι είναι αμύητοι σ' αυτήν, ζητούν ωστόσο τους λόγους της, βρίσκουν τους λόγους της κοσμικής σοφίας που αποδείχθηκε μωρία(Α΄ Κορ. 1, 20). Αυτούς ο Απόστολος τους ονόμασε ψυχικούς, καθώς δεν έχουν το Πνεύμα(Ιούδα 19), κι ας υπερηφανεύονται ότι κατέχουν την αλήθεια.

23. Όπως τα αισθητά μάτια βλέπουν τα γράμματα και από αυτά παίρνουν τα αισθητά νοήματα, έτσι και ο νους όταν καθαρθεί κι επανέλθει στο αρχικό του αξίωμα, βλέπει στο Θεό και από Αυτόν παίρνει τα θεία νοήματα. Αντί βιβλίο έχει το πνεύμα, κι αντί κονδυλοφόρο έχει τη διάνοια και τη γλώσσα, όπως λέει ο Ψαλμωδός: «Η γλώσσα μου κάλαμος»(Ψαλμ. 44, 2)· αντί μελάνι τέλος, έχει το φως. Βυθίζει λοιπόν τη διάνοια στο φως, και αφού αυτή γίνει φως, γράφει τους πνευματικούς λόγους στις καθαρές καρδιές των ακροατών του. Τότε καταλαβαίνει το νόημα των προφητικών λόγων, πώς δηλαδή οι πιστοί θα διδαχθούν από το Θεό(Ησ. 54, 13· Ιω. 6, 45), και πώς ο Θεός διδάσκει με το πνεύμα τη γνώση στον άνθρωπο(Ψαλμ. 93, 10).

24. Ως νόμο των εντολών, να θεωρήσεις την άμεση πίστη που εκδηλώνει την ενέργειά της στην καρδιά. Από αυτήν πηγάζει κάθε εντολή και ενεργεί τον φωτισμό των ψυχών. Οι καρποί της αληθινής και ενεργού πίστεως είναι η εγκράτεια και η αγάπη, και σκοπός η θεοδώρητη ταπείνωση, που είναι η αρχή και το στήριγμα της αγάπης.

25. Ορθή αντίληψη περί των όντων είναι η αληθινή γνώση των ορατών και των αοράτων. Ορατά είναι τα αισθητά»· αόρατα είναι τα νοητά και λογικά και νοερά και θεία.

26. Προϋπόθεση ορθοδοξίας είναι να δει και να γνωρίσει κανείς από καθαρότητα τα δύο δόγματα της πίστεως, εννοώ την τριάδα και τη δυάδα. Να θεωρεί δηλαδή και να γνωρίζει, χωρίς να συγχέει ή να διαχωρίζει τα πράγματα, την μεν Αγία Τριάδα, Μονάδα κατά τη φύση, τη δε δυάδα των φύσεων του Χριστού, ενωμένη σε μία υπόσταση. Ειδικότερα, να ομολογεί και να γνωρίζει ένα Υιό και πριν τη σάρκωση και μετά από αυτή, ο οποίος δοξάζεται με δύο φύσεις και δύο θελήσεις, θεία και ανθρώπινη, χωρίς αυτές να συγχέονται

ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΟΝ ΜΕΓΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟ.ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ!!!!

Ἐγκώμιο στὸν Μέγα Βασίλειο. Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου


Στρέψτε τὰ αὐτιὰ σας σ’ ἐμένα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί· θὰ σᾶς διηγηθῶ μιὰ ὡραιότατη διήγηση. Διότι εἶναι σωστὸ νὰ κρύβει κανεὶς τὶς ἀποφάσεις τῶν βασιλέων, εἶναι ὅμως καλὸ νὰ ἀποκαλύπτει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μὲ ἀφορμή τούς πιστοὺς δούλους του στηρίζει τοὺς ἀδύναμους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους πρῶτος εἶμαι ἐγώ. Ὑπάρχει λοιπὸν σ’ ἐμένα ὁ πόθος νὰ ἀγγίξω γεγονότα πού ἔχουν συμβεῖ γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ταλαίπωρης ψυχῆς μου. Θέλω νὰ βάλω σήμερα στὸν ἀργαλειὸ στημόνι ἀπὸ τὸ ὡραῖο μαλλὶ τοῦ λογικοῦ προβάτου.
Ποθῶ νὰ ὑφάνω κεντημένο χιτώνα ἀπὸ τὸ μαλλὶ τῆς λογικῆς καὶ προσευχητικῆς γλώσσας. Διότι εἶδα κάποτε ἕνα κριάρι πού εἶχε ὡραία ἐμφάνιση καὶ πνευματικὰ κέρατα, τὰ ὁποῖα ἠχοῦσαν μὲ λόγια τοῦ Θεοῦ· καὶ ἀφοῦ τὸ πλησίασα μὲ μεγάλη ἀγωνία, ἀφαίρεσα ἀπ’ αὐτό ἀθόρυβα μιὰ μικρὴ τούφα.
Μὲ κυρίευσε ὅμως ἕνας ἀβάσταχτος φόβος, διότι ἀποτόλμησα τέτοιες φοβερὲς πράξεις, ἐπειδὴ δὲν ἤμουν συνετός.
Θέλετε λοιπὸν νὰ φανερώσω ποιὸ ἦταν αὐτό τὸ κριάρι πού ἦταν στολισμένο μὲ τόσο ὡραῖα χρώματα; Αὐτό τὸ κριάρι ἦταν ὁ σοφὸς καὶ πιστὸς Βασίλειος, ὁ ὁποῖος ἐπισκόπευσε στὴ χώρα τῶν Καππαδοκῶν καὶ κήρυξε στὴν πόλη τῶν Καισαρέων σωτήριες διδασκαλίες γιὰ ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Ὁ Βασίλειος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀληθινὰ ἡ βάση τῶν ἀρετῶν, τὸ βιβλίο τῶν ἐπαίνων, ὁ βίος τῶν θαυμάτων· αὐτός πού βαδίζει μὲ τὴ σάρκα καὶ προχωρεῖ μὲ τὸ πνεῦμα· αὐτός πού ζεῖ μὲ τὰ γήινα καὶ ἔχει τὸ βλέμμα του στραμμένο στὰ οὐράνια· αὐτός πού εἶναι τὸ βηρύλλιο πλῆκτρο τῆς μυστικῆς κιθάρας, αὐτό πού ἔτερψε τὴ χορεία τῶν ἁγίων Ἀγγέλων· αὐτός πού εἶναι τὸ σταθερὸ ἀρνί τῆς μάνδρας τῆς ζωῆς, πού καταβρόχθισε τὸ χορτάρι τοῦ ἱεροῦ Πνεύματος· αὐτός πού εἶναι τὸ ἀρνί πού πήδησε ἀπὸ τὸν πόθο καὶ ἅρπαξε τὸ ἄνθος ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ τιμίου Σταυροῦ· αὐτός πού εἶναι τὸ παχνὶ τῶν δογμάτων, ἡ γλώσσα τῶν λόγων, τὸ βραβεῖο τῶν ὀρθῶν καὶ ὠφέλιμων νοημάτων· αὐτός πού βύθισε τὸν ἑαυτό του στὸ βυθὸ τῶν Γραφῶν καὶ ἀνέσυρε τὸ λαμπρὸ μαργαριτάρι· αὐτός πού εἶναι τὸ ὥριμο σταφύλι τῆς θεϊκῆς κληματαριᾶς, πού ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πῆρε τὴ θεία γλυκύτητα· αὐτός πού εἶναι ἡ ὡραία μεμβράνη τῆς ἱερῆς σοφίας, στὴν ὁποία γράφηκαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὰ θεία χαράγματα· αὐτός πού εἶναι τὸ εὔφορο χωράφι τῆς οὐράνιας βασιλείας, τὸ ὁποῖο καρποφόρησε γιὰ τὸν Θεὸ καρποὺς δικαιοσύνης· αὐτός πού εἶναι βουνὸ στολισμένο μὲ τὰ ἄνθη τῆς μυστικῆς τριανταφυλλιᾶς, πού ἡ εὐωδιὰ του ἔφθασε στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό· αὐτός πού ἔψαλε ἐπάνω στὴ γῆ ἄσματα ἀρεστά στὸν Θεὸ καὶ πῆρε ἀπ’ τοὺς οὐρανούς στεφάνια εὐπρόσδεκτα· αὐτός πού ἀντιλήφθηκε τὴ χάρη καὶ διακήρυξε, ὅπως ὁ Ἰώβ, τὴν ὁμολογία του στὸν Σωτήρα τῶν ὅλων, λέγοντας: «Τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτό πού μὲ δημιούργησε, καὶ ἡ ἔμπνευση τοῦ Παντοκράτορος εἶναι αὐτή πού μὲ διδάσκει»· βεβαιώνοντας ὅτι μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κήρυττε σὲ ὅλους τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Ποθῶ ἀκόμη νὰ προσθέσω καὶ ἄλλη ὕφανση στὸ λόγο γιὰ τὰ ἐγκώμια, ὥστε μὲ τὴν ἀπόλαυση καὶ μὲ τὴν ἀνάμνηση τοῦ δίκαιου ἄνδρα νὰ βροῦμε στὶς προσευχὲς μας γνώση καὶ κατάνυξη. Πρέπει λοιπὸν νὰ πάρουμε στὰ χέρια μας τὴ σαΐτα τοῦ Πνεύματος καὶ νὰ τακτοποιοῦμε τὸ νῆμα τῶν νοημάτων μας. Ἔπειτα πρέπει νὰ ἑτοιμαζόμαστε γι’ αὐτή τὴν ἐργασία ἔτσι., ὥστε νὰ κλείνουμε μέσα στὸ στημόνι καὶ τὸ ὑφάδι. Ἂν λοιπὸν κάποιος κλώσει αὐτό τὸ μαλλὶ μὲ προσοχή, θὰ προσφέρει στολὴ ἀθανασίας σ’ ἐκείνους πού ποθοῦν αὐτὴ τὴ στολή.
Τέτοιες εἶναι οἱ ἀπαρχές τοῦ μυστικοῦ θρέμματος· τέτοιες εἶναι οἱ σοδειὲς τοῦ ἅγιου κτήματος. Ἔτσι ἄφθονος ἦταν στὴ διδασκαλία, ὥστε νὰ ντύνει ὅσους τύχαινε νὰ εἶναι παρόντες. Ἦταν πνευματοφόρο κριάρι τοῦ κοπαδιοῦ τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἀνθοῦσε μέσα στὸ ἔλεος τῆς λαμπρῆς Ἐκκλησίας· ἀπὸ τὴ μιὰ προσφέροντας ζεστασιὰ στοὺς φτωχοὺς μὲ τὸ μαλλί του, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁδηγώντας σὲ κατάνυξη τοὺς πλούσιους μὲ τὰ χτυπήματα τῶν κεράτων του. Καθὼς παρέμενε νύχτα καὶ μέρα στὰ ἴδια ἄδυτα, δέχθηκε τὴ Χάρη ἀπὸ τὸν οὐρανό. Γι’ αὐτό καὶ κάθε μέρα βγάζοντας ἄφθονα ἄνθη ὡς πρὸς τὸ λόγο, ἀνανέωνε γιὰ τὶς ψυχὲς τὸν ἀναλλοίωτο στολισμό. Καὶ παρόλο πού μοίραζε τὸν ἑαυτό του στὸν καθένα χωριστά, δὲν ἀλαζονεύονταν γιὰ τὴν ποικιλία του.
Ἐπειδὴ λοιπὸν πλήθαινε στὰ ἄφθαρτα ἄνθη, ἐπειδὴ τρεφόταν μὲ τοὺς ἅγιους κάλυκες, ἐπειδὴ ἔβρισκε ἀνάπαυση πάντοτε μέσα στὶς Γραφὲς καὶ ἀπὸ αὐτές ἔβοσκε ἄφθονο τὸ θεϊκὸ χορτάρι, καί ἀπολάμβανε τὴ χλόη στὰ βοσκοτόπια τῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας, καὶ εὐφραινόταν μέσα στὶς ἱερατικὲς αὐλὲς, γι’ αὐτό καὶ ὁ λόγος του κυλοῦσε σὰν ποταμός, καὶ ἡ ἀρετὴ του προχωροῦσε σὰν τὰ κύματα τῆς θάλασσας. Ἐκεῖ τρεφόταν μὲ θεία νοήματα, καὶ ἐδῶ κήρυττε μὲ δυνατὴ φωνὴ ἀθάνατα λόγια· ἐκεῖ ἔτρωγε ἐνάρετα φαγητά, καὶ ἐδῶ διακήρυττε εὐπρόσδεκτα λόγια. Δὲν ἦταν δηλαδὴ ἡ τροφὴ του στρύχνος καὶ βάτος, ἀλλά ἦταν ρόδο καὶ κρίνο, κρόκος καὶ κιννάμωμο. Ἀκολουθοῦσε δηλαδὴ πίσω ἀπὸ τέτοιο χορτάρι, ἀρωματίζοντας τὴν τροφή του μὲ μυστικὰ βλαστάρια. Γι’ αὐτό καὶ τὸ μαλλὶ του γίνονταν λαμπρό, καὶ ἦταν κατάλληλο γιὰ τὴν ὕφανση τῶν θείων διδαγμάτων.
Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο πρέπει νὰ λέω πολλὰ γι’ αὐτό τὸ κριάρι, ὅπου ὁλόκληρο ἔγινε σκεῦος ἕτοιμο, ὄχι σκεῦος τυχαῖο, ἀλλά τέτοιο πού εἶδε ὁ Πέτρος νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό, πιασμένο ἀπὸ τὶς τέσσερες ἄκρες; Ἀλλά ἐκεῖνο κατεβαίνοντας στὴ γῆ, ἔδειξε ὅτι εἶχε πτηνὰ καὶ τετράποδα· ὁ Βασίλειος ὅμως πού βρῆκε τὴν ἄνοδο στὸν οὐρανό, παρουσίασε σ’ ἐμᾶς λόγια ἔνδοξα καὶ παράδοξα. Καὶ ἐκεῖνο βέβαια τὸ σκεῦος φάνηκε γιὰ λίγο, καὶ ἀνασύρθηκε ἡ ἐμφάνισή του, ἀφοῦ ἀποκαλύφθηκε μόνο σὲ ἕναν· αὐτὸς ὅμως ἀνυψωμένος πολλὰ χρόνια, χορήγησε σὲ πολλοὺς τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος. Γιὰ ἐκεῖνο τὸ σκεῦος ὁ Πέτρος ἄκουσε ἀπὸ τὸν οὐρανό, «Ἀπὸ ἐκεῖνα πού ἐγώ καθάρισα, φάγε»· καὶ γι’ αὐτὸν εἰπώθηκε σὲ ὅλους· «Αὐτόν πού ἐγώ ἁγίασα, καὶ σεῖς νὰ τὸν τιμήσετε».
Ποιὸς λοιπὸν δὲν θὰ ἐπαινοῦσε ἐκεῖνον πού δόξασε ὁ Πατέρας; ἤ ποιὸς δὲν θὰ τιμοῦσε ἐκεῖνον πού ἁγίασε ὁ Υἱός; Καὶ ποιὸς δὲν θὰ μακάριζε ἐκεῖνον πού μακάρισε τὸ σοφὸ καὶ νοερὸ καὶ σεβάσμιο Πνεῦμα;
Πωπώ, πῶς εὐδόκησε ἡ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ νὰ κατοικήσει μέσα του καὶ νὰ περπατήσει μέσα του! «Βρίσκω ἀνάπαυση, εἶπε ὁ Θεός, στὸν ταπεινὸ καὶ ἥσυχο, καὶ σ’ αὐτόν πού φοβᾶται τὰ λόγια μου». Ἔτσι ἡ Χάρη τοῦ πλημμύρισε τὸ νοῦ, μὲ ἐκεῖνα τὰ σεμνὰ καὶ ἀστείρευτα ρεύματα, ὥστε νὰ παρουσιάσει κόσμιους καὶ αὐτούς πού μολύνθηκαν μέσα στὰ ἁμαρτήματά τους, ὅπως καὶ αὐτούς πού βαπτίσθηκαν.
Γιὰ νὰ δείξει λοιπὸν ὁ Κύριος τὴν εὐσπλαχνία του καὶ σ’ ἐμένα, ὅταν μοῦ δόθηκε ἀφορμή γιά νά προσφέρω ἐλεημοσύνη σὲ κάποια πόλη, ἄκουσα ὅταν βρέθηκα ἐκεῖ φωνὴ νὰ μοῦ λέει: «Σήκω, Ἐφραίμ, καὶ φάγε νοήματα». Καὶ ἀφοῦ ἀπάντησα, εἶπα μὲ πολλὴ ἀγωνία: «Ἀπὸ ποῦ, Κύριε, νὰ φάω;». Καὶ μοῦ ἀπάντησε: «Νά, στὸν οἶκο μου, τὸ βασιλικό σκεῦος θά σοῦ προσφέρει τὸ φαγητό». Καὶ ἀφοῦ θαύμασα πολὺ γιὰ τὰ λεγόμενα, σηκώθηκα καὶ πῆγα στὸ ναὸ τοῦ Ὕψιστου, καὶ ἀφοῦ προχώρησα ἀθόρυβα στὸ προαύλιο καὶ ἔσκυψα ἀπὸ τὸν πόθο στὰ πρόθυρα, εἶδα στὰ ἅγια τῶν ἁγίων τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς νὰ εἶναι ἁπλωμένο λαμπρὰ μπροστὰ στὸ ποίμνιο, νὰ εἶναι ὁλόκληρο στολισμένο μὲ θεοπρεπῆ λόγια, καὶ τὰ μάτια ὅλων νὰ εἶναι στραμμένα σ’ αὐτόν. Εἶδα τὸ λαὸ νὰ τρέφεται ἀπὸ αὐτόν μὲ πνεῦμα, καὶ τὴ χήρα καὶ τὸ ὀρφανὸ νὰ ἐλεεῖται πάρα πολύ. Εἶδα ἐκεῖ νὰ κυλοῦν πρὸς αὐτόν τὰ δάκρυα σὰν ποτάμι, καὶ τὸ μαλλὶ τῆς ζωῆς νὰ λάμπει σὲ ὅλους σὰν χρυσάφι, καὶ τὸν ἴδιο τὸν ποιμένα νὰ στέλνει ψηλὰ μὲ τὰ φτερὰ τοῦ Πνεύματος δεήσεις καὶ νὰ κατεβάζει ἀπαντήσεις. Εἶδα τὴν ‘Ἐκκλησία νὰ καλλωπίζεται ἀπὸ αὐτόν, καὶ τὴν ἀγαπημένη νὰ στολίζεται μὲ πολλὰ στολίδια. Εἶδα τὰ δόγματα τοῦ Παύλου, τὰ διδάγματα τῶν Προφητῶν, τὸ νόμο τῶν Εὐαγγελίων, τὸ φόβο τῶν μυστηρίων. Εἶδα ἐκεῖ τὸν ὠφέλιμο καὶ σωτήριο λόγο νὰ ὑψώνεται πιστὰ στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό, καὶ γενικὰ ὅλη ἐκείνη τὴ Σύναξη νὰ λάμπει ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τῆς Χάρης. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὅλοι αὐτοί τόσο πολὺ προόδευαν στὴν εὐσέβεια, καθὼς ἀντλοῦσαν ἀπὸ τὸ ἐκλεκτό σκεῦος τῆς βασιλείας, ἀνύμνησα τὸν σοφὸ καὶ ἀγαθό Κύριο, ὁ Ὁποῖος τόσο πολὺ δοξάζει ἐκείνους πού τὸν δοξάζουν.
Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὸ κήρυγμα, δόθηκε στὸν ἄνδρα πληροφορία γιὰ μένα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ἀφοῦ ἔστειλε καὶ κάλεσε ἐμένα τὸν τιποτένιο, ἀπευθύνθηκε σέ μένα διὰ μέσου τοῦ διερμηνέα, καί μέ ρώτησε: «Ἐσύ εἶσαι ὁ Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος ἔσκυψες τέλεια τὸν τράχηλό σου καὶ σήκωσες τὸ ζυγὸ τοῦ σωτήριου λόγου;». Καὶ ἀφοῦ ἀπάντησα καί εἶπα, «ἐγώ εἶμαι ὁ Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος ἄφησα τὸν ἑαυτό μου πίσω ἀπὸ τὸν οὐράνιο δρόμο». Καὶ ἀφοῦ μὲ πλησίασε ὁ θεόπνευστος αὐτός ἄνδρας, πρόσφερε σ’ ἐμένα τὸ ἅγιο φίλημά του καὶ ἀφοῦ ἔστρωσε τραπέζι μὲ τὰ φαγητὰ τῆς σοφῆς καὶ ἅγιας καὶ πιστῆς ψυχῆς του, ὄχι τραπέζι καρυκευμένο μὲ φθαρτὰ φαγητά, ἀλλά γεμάτο μὲ ἄφθαρτα νοήματα, ἔλεγε μὲ ποιὲς δηλαδὴ καλὲς πράξεις μποροῦμε νὰ δείξουμε τήν τέλεια μετάνοιά μας στὸν Κύριο πῶς θὰ ἐμποδίσουμε τὶς ἐπιθέσεις τῶν ἁμαρτημάτων, καὶ πῶς θὰ κλείσουμε τὶς εἰσόδους τῶν παθημάτων· πῶς θὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἀποστολικὴ ἀρετή, καὶ πῶς θὰ κάμψουμε τὸν ἀδωροδόκητο Κριτή. Καὶ ἀφοῦ ἔκλαψα, κραύγασα καὶ εἶπα: «Ἐσύ, πάτερ, φρούρησε ἐμένα τὸν πλαδαρὸ καὶ ράθυμο· ἐσύ ὁδήγησέ με στὸν ἴσιο δρόμο· ἐσύ φέρε σὲ κατάνυξη τὴ σκληρὴ σὰν πέτρα καρδιά μου· διότι σ’ ἐσένα μὲ ἀνέθεσε ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων, γιὰ νὰ θεραπεύσεις τὴν ψυχή μου. Ἐσύ προσόρμισε τὸ σκάφος τῆς ψυχῆς μου στὸ ἥσυχο λιμάνι».
Καὶ πρόσεξε τὴ φροντίδα τοῦ καλοῦ διδασκάλου, ἀπὸ ποῦ δηλαδὴ ἄδραξε τὸ παράδειγμα τῆς ἀρετῆς μου. Κράτησε σφιχτά, γιὰ νὰ τὸ πῶ ἔτσι, τὸ ραβδὶ τοῦ σώματος, καὶ ἀφοῦ μάδησε τὴ συνήθεια τῶν ἀνόητων παθῶν, ἀφαίρεσε τὰ λέπια μου, δηλαδὴ τὴν ἀδυναμία τῶν ματιῶν μου· καὶ ἀφοῦ ἐλάττωσε τὴν ὠχρότητα καὶ ἀνωριμότητα τοῦ λόγου, μὲ πῆρε μὲ τὸ ζῆλο καὶ μὲ βύθισε στὰ βάθη τῶν διδαγμάτων του. Τότε τὰ σπλάχνα μου πόθησαν πολὺ νὰ συνθέσουν τὸν ἔπαινο τῶν Σαράντα Μαρτύρων· διότι ὁ ἐκλεκτός πληροφόρησε τὰ αὐτιά μου γιὰ κάθε πράξη τῆς καρτερίας τους· πῶς δηλαδὴ προτίμησαν νὰ πεθάνουν γιὰ τὸν Χριστό, καὶ πόσους κινδύνους περιφρόνησαν, γιὰ νὰ Τὸν κερδίσουν, καὶ πόσοι ἦταν οἱ ἅγιοι ὡς πρὸς τὸν ἀριθμό· καὶ ἐξιστοροῦσε τὰ ὑπόλοιπα κατορθώματα τῆς εὐσέβειάς τους.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ πιστὸς ἀρχιερέας μᾶς ἔκανε ἄξιους γιὰ μιὰ τέτοια λαμπρὴ ἐργασία, ἀφοῦ ἀφήσουμε τοὺς ἐπαίνους αὐτῶν τῶν τροπαιούχων καλλινίκων ἀνδρῶν γιὰ ἄλλη διήγηση, ἂς μακαρίσουμε αὐτόν, τὸν ὅσιο τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἄνδρα πού εἶχε τὸν ἴδιο ζῆλο καὶ τὴν ἴδια τιμὴ μ’ αὐτούς. Διότι, ὅπως οἱ Ἅγιοι ἀντιστάθηκαν μὲ ἀνδρεία στὸν τύραννο Λικίνιο καὶ στὸν ἄρχοντα Δούκα, ἔτσι καὶ ὁ Ὅσιος ἀντιπαρατάχθηκε στὸν Οὐάλη καὶ στὸν Ἄρειο καὶ στὸν ἀλαζονικὸ ἔπαρχο. Ἐκεῖνοι οἱ Ἅγιοι ξερίζωσαν τὰ ἀγκάθια τῆς πλάνης, καὶ αὐτὸς ξερίζωσε τὰ τριβόλια τῆς αἱρετικῆς μανίας. Ἐκεῖνοι διέλυσαν τὰ ἀγωνίσματα τοῦ Λικίνιου, καὶ αὐτός κατάργησε τὰ προστάγματα τοῦ Οὐάλη. Ἐκεῖνοι κατάργησαν τὶς προσταγὲς τοῦ Δούκα, καὶ αὐτός καταντρόπιασε τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ἄρειου. Ἐκεῖνοι διέλυσαν τὴν ἀλαζονεία τοῦ ἄρχοντα, καὶ αὐτός τσάκισε τὴ μανία τοῦ ἔπαρχου Μόδεστου.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁπλίσθηκε ἀπὸ τὴν ἄθλησή τους μὲ κεντρί, ὅπως ὁ Φινεές, τρύπησε τὶς γλῶσσες πού ἔφυγαν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτό καὶ ποθοῦσε πολὺ ἔντονα νὰ πιεῖ τὸ ποτήρι τοῦ μαρτυρίου καὶ βιαζόνταν νὰ στήσει τρόπαιο μὲ τὸ μαρτύριό του. Οἱ Μάρτυρες, χάρη στὴν πίστη τους στὸν Χριστό, σήκωσαν ἐπάνω τους ὅλη μαζὶ τὴ θλίψη καὶ τὴν ὑπέ-μειναν μὲ γενναιότητα· ὁ Βασίλειος ἐπίσης, χάρη στὴν ἐλπίδα του στὸν Χριστό, ὑπέφερε μὲ ἀνδρεία τὴ χιονοθύελλα τῶν πειρασμῶν. Ἐκεῖνοι πέταξαν τοὺς χιτῶνες τους καὶ πρόσφεραν τὰ μέλη τους στὰ βασανιστήρια· καὶ αὐτός βιάζονταν νὰ πετάξει ἀπὸ πάνω του ἀκόμη καὶ τὸ κουρέλι πού εἶχε γύρω ἀπὸ τὸν τράχηλό του καὶ τὸ σῶμα. Ἐκεῖνοι στὴ λίμνη τράβηξαν πρὸς τὸν ἑαυτὸ τους αὐτόν πού πλανιόταν στὴν ἀσέβεια καὶ τὸν ἔκαναν ἄξιο γιὰ τὴ δόξα· αὐτός ἐπίσης βαφτίζοντας τοὺς ἄπιστους στὴν κολυμβήθρα, ἔγινε γι’ αὐτοὺς πρόξενος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἐκεῖνοι μέσα στὰ νερά, φλεγόμενοι ἀπὸ τὸν πόθο, εἶδαν τὸ φῶς μαζὶ μὲ τὰ στεφάνια πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τους· καὶ αὐτός πυρπολούμενος ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς Ἁγίας Τριάδας, πῆρε τὰ βραβεῖα γιὰ τὸν ἀγώνα του ἐνάντιον τῶν κακοδόξων.
Πόσες πανουργίες μεταχειρίσθηκε ὁ πονηρὸς Βελίαρ γιὰ νὰ χωρίσει τὸν Βασίλειο ἀπὸ τὴν οὐράνια βασιλεία! Ἐξόργισε βασιλιάδες, ἄρχοντες καὶ ὄχλους, ἀλλά ὁ Βασίλειος ἔγινε βάση τῶν πιστῶν. Ἐξαγρίωσε ὅλες τὶς καταιγίδες του, ἀλλά δὲν τάραξε διόλου τὸν σοφὸ ἔμπορο. Προκάλεσε θύελλα μὲ τοὺς βοηθούς του, δηλαδὴ μὲ τὶς αἱρέσεις, ἀλλά ἡ τέχνη τοῦ κυβερνήτη ἀποδεικνύονταν περισσότερο. Ξεσήκωσε τρικυμίες ἐνάντιον τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δὲν μπόρεσε νὰ βυθίσει τὸ πλοῖο τῆς πίστης τοῦ Βασιλείου. Τὸν πολέμησε μὲ αἱρετικὰ λόγια, ἀλλά ἀμέσως τραυματίζονταν ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς θεολογίας. Ἐξόπλισε ἐναντίον του τὸν Ἄρειο, ὅπως τὸν Γολιάθ, ἀλλά χτυπιόταν ἀπ’ αὐτόν, σὰν μὲ σφενδόνη, μὲ τὰ τρία λιθάρια τῆς πίστης. Ἐπιτέθηκε μὲ ὁρμή στὸν πύργο του μὲ τοὺς ἀνέμους τῆς κακοδοξίας —ἄνεμοι δηλαδὴ ἦταν οἱ λόγοι τῶν ἀσεβῶν— ἀλλά δὲν τὸν ἔπεισαν, διότι εἶχε ὀχυρωθεῖ μὲ τὰ τρία ἀπόρθητα τείχη τῆς ἄχραντης Τριάδας. Ἐκτόξευσε τὰ βέλη τῆς πολυθεΐας, ἀλλά ἀμέσως τράπηκε σὲ φυγὴ ἀπὸ τὴ μονοθεΐα. Ἔρχονταν στρατεύματα σκυλιῶν πού γαύγιζαν, ἀλλά μὲ τὴ ράβδο τοῦ σταυροῦ τὰ τραυμάτιζε. Οἱ λύκοι φοροῦσαν πάλι τὸ δέρμα τῶν προβάτων, ἀλλά ἀμέσως ἔλεγχε τὴν ὑποκρισία τους. Βιαζόταν ἡ ἀδικία νὰ τὸν ταράξει, ἀλλά ἀμέσως νικιόταν ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ ἀνδρός. Φιλονεικοῦσαν οἱ ἄπιστοι νὰ μιμηθοῦν τὴν πίστη καὶ τὴ διδασκαλία του, ἀλλά ἀμέσως διακηρυσσόταν ἡ κακόπιστη καὶ ἀσεβής γνώμη τους. Μεταχειρίζονταν κολακεῖες γιὰ νὰ ἀποκτήσουν τὴν παρρησία του, ἀλλά ἀμέσως ἀποκαλυπτόταν ἡ ἀφροσύνη τους.
Ἐπειδὴ δηλαδὴ γνωρίζουν καὶ οἱ ἔχθροι νὰ σέβονται καὶ νὰ τιμοῦν τὴν ἀρετή καὶ τὴν ἀνδρεία, ὅταν τὸ παιδὶ τοῦ τυράννου βασανιζόταν ἀπὸ φοβερὴ ἀρρώστια, παρακαλοῦσαν τὸν ἄνδρα νὰ προσευχηθεῖ γι’ αὐτό ·ἐκεῖνος ὅμως πρότεινε, λέγοντας: «θὰ προσευχηθῶ, ἂν μοῦ τὸ δώσεις νὰ τὸ ὁδηγήσω στὴν ἀψεγάδιαστη πίστη καὶ νὰ τὸ ἀπαλλάξω ἀπὸ κάθε δυσσέβεια τῶν μαθημάτων τοῦ Ἀρείου»· καὶ ὅταν ὁ πατέρας συμφώνησε, ἀμέσως ὁ Βασίλειος ἔγινε μεσολαβητὴς γιὰ τὸν ἐπίγειο βασιλιὰ πρὸς τὸν οὐράνιο· προσκόμιζε τὴν ὑπόσχεση τοῦ ἄνδρα, καὶ ἔφερνε σ’ αὐτόν τὴ θεραπεία τοῦ παιδιοῦ του.
Μόλις λοιπὸν εἶδαν τὰ φίδια νὰ ἔχει σωθεῖ τὸ παιδί, ξανὰ ἔβλαψαν ὕπουλα τὴ θέληση τοῦ ἀνόητου βασιλιᾶ, καὶ ἀφοῦ πῆραν τὸ γιό του, τὸν βάφτισαν μὲ νερό, ὄχι ὅμως μὲ Πνεῦμα. Δίδασκαν νὰ ἀρνηθεῖ τόνΥἱό τοῦ Θεοῦ. Ἐξωτερικά ντύνοντας καὶ ἐσωτερικὰ ξεντύνοντας· ἐξωτερικὰ ντύνει τὸν Χριστὸ καὶ ἐσωτερικὰ τὸν ξεσχίζει. Γι’ αὐτό καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο ἀφαίρεσε τὸ πνεῦμα τοῦ δύστυχου παιδιοῦ, κηρύττοντας τὴν ἀχαριστία τους.
Αὐτά δὲν εἶναι δευτερότερα ἀπὸ τὰ καταπληκτικὰ ἔργα τοῦ Ἠλία, καὶ δὲν εἶναι κατώτερα ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Ἐλισσαίου. Ὅπως ἐκεῖνοι ἐπανέφεραν στὴ ζωὴ τοὺς νεκρούς, ἔτσι καὶ ὁ πιστὸς Βασίλειος μὲ τὴν προσευχὴ του ἅρπαξε ἀπὸ τὸ θάνατο τὸ παιδὶ πού ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει. Καὶ ὅπως ἐπίσης ὁ Πέτρος τὸν Ἀνανία καὶ τὴ Σαπφείρα, πού ἔκλεψαν, τοὺς θανάτωσε, ἔτσι καὶ ὁ Βασίλειος, κατέχοντας τὴ θέση τοῦ Πέτρου, καὶ συγχρόνως μετέχοντας στὴν παρρησία ἐκείνου, ἔλεγξε τὸν Οὐάλη, πού ἀθέτησε τὴν ὑπόσχεσή του, καὶ θανάτωσε τὸ γιό του. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό κυρίευσε πολλὴ λύπη καὶ ἀμηχανία τοὺς ἐλεεινοὺς καὶ ἐκεῖνο τὸν ἄπιστο βασιλιά.
Καὶ ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ διηγηθεῖ ἀντάξια τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων, πού παρουσίασε ὁ μακάριος καὶ πιστὸς Βασίλειος, μέσα στὰ ἴδια τὰ γεγονότα; Ἐπειδὴ λοιπὸν εἴμαστε ἀδύνατοι νὰ ἐξηγήσουμε τὰ τόσα πολλὰ κατορθώματα τοῦ ἄνδρα, παραλείποντας ὅλα, καὶ ἀναφέροντας ἕνα, ἂς δείξουμε πῶς καὶ τὰ ἀναίσθητα συμμαχοῦσαν μὲ τὸν ἄνδρα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ τὰ γεννήματα τῆς ὀχιᾶς μεταχειρίζονταν κάθε τρόπο νὰ φονεύσουν τὸν δίκαιο, διότι συνεχῶς πολεμοῦνταν μὲ τὰ λόγια ἐκείνου καὶ συγχρόνως μὲ τὰ θαύματά του, σὰν μὲ βέλη, προσῆλθαν στὸ βασιλιὰ ζητώντας νὰ τὸν ἁρπάξει καὶ νὰ τὸν ἐξορίσει: «Εἶναι ἀνυπόφορος, εἶπαν, ἀκόμη καὶ νὰ τὸν βλέπουμε· διότι ἐναντιώνεται πάρα πολὺ σ’ ἐμᾶς μὲ τὰ λόγια του· γι’ αὐτό εἶναι ἀδύνατο, βασιλιά, νὰ προοδεύσει ἡ δική μας πίστη, ὅσο αὐτός εἶναι παρών».
Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ βασιλιὰς παρασύρθηκε ἀπὸ τὰ λόγια τους, ἀποφάσισε νὰ ἐξορισθεῖ αὐτός· ἡ γραφίδα ὅμως ἀμέσως, ἐπειδὴ δὲν ἄντεξε νὰ ὑπηρετήσει τὴν παράνομη ἀπόφαση, συντρίφθηκε ἀπὸ μόνη της, διδάσκοντας στὸν ἀνόητο πόσο μεγάλη ἀσέβεια θέλει νὰ διαπράξει στὸ δοῦλο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος κήρυττε μία θεότητα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἀποδείκνυε ἐντελῶς μὲ σοφία ὅτι εἶναι σκυλιὰ λυσσασμένα ἐκεῖνοι πού φρονοῦσαν ἡ ὁμολογοῦσαν τὴ διαίρεση. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἀντιλαμβάνονταν ὁ ἀναισθητότερος ἀπὸ τὴν ἄψυχη γραφίδα, ὁ ὁποῖος ἦταν γιὸς τῆς πλάνης, πῆρε καὶ δεύτερη γραφίδα γιὰ νὰ ὑπογράψει καὶ νὰ ἀποτελειώσει τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία του. Εἶδε ὅμως καὶ αὐτή τὴ γραφίδα νὰ θραύεται καὶ νὰ μὴ δέχεται νὰ συμμετάσχει στὸ κακὸ πού ἔσπευδε νὰ διαπράξει. «Γιατί σπεύδεις, βασιλιά, νὰ ἐξορίσεις σὲ ξένη χώρα αὐτόν πού ἔχει ἔνοικο μέσα του Ἐκεῖνον πού γεμίζει τὰ πάντα; Γιατί θέλεις νὰ ἐξοντώσεις αὐτόν πού εἶναι σέ ὅλα ἀδιάβλητος; Γιατί διώχνεις ἀπὸ τὴν πόλη τὸν οὐρανοπολίτη; Ἂν μάλιστα πάρεις καὶ τρίτη γραφίδα, θὰ τὴν δεῖς νὰ κομματιάζεται καὶ νὰ μὴ δέχεται κι αὐτή νὰ συνεργεῖ», πράγμα πού τελικά ἔγινε.
Τότε διακηρύχθηκε φανερὰ σὲ ὅλους ἡ νίκη καὶ τὸ λαμπρὸ τρόπαιο τοῦ ἀκατανίκητου ἄνδρα. Οἱ τρεῖς γραφίδες ἔγιναν ὑπερασπιστὲς αὐτοῦ πού κήρυττε τὴν ὁμοούσια Τριάδα. Τὸ χέρι ἔσπευδε νὰ βγάλει τὴν ἀπόφαση, οἱ γραφίδες ἀποδείκνυαν ὅτι αὐτή εἶναι ἄδικη. Τὸ χέρι βιαζόταν νὰ δώσει πονηρὴ ψῆφο, οἱ γραφίδες ἐμπόδιζαν τὴν ἀνωφελῆ βιασύνη. Καὶ ὅπως τὸ ραβδὶ τοῦ Μωυσῆ ντρόπιαζε ὅλους τούς γητευτὲς καὶ τοὺς ὑπόλοιπους μάγους τῆς Αἰγύπτου, ἔτσι καὶ οἱ γραφίδες κατάργησαν ἀμέσως τὴν ἀπόφαση τῶν ἀσεβῶν καὶ τῶν παιδιῶν τοῦ σκότους.
Πῶς νὰ σὲ μακαρίσουμε, πάτερ Βασίλειε, ἐσένα πού μὲ τὸ κεντρὶ τῆς ἀλήθειας κεντρίζεις καὶ διώχνεις τὴν πλάνη· ἐσένα πού ἀναχωρεῖς συνετὰ μαζὶ μὲ τὶς μέλισσες καὶ κατασκηνώνεις στὸ λιβάδι τῶν θεόπνευστων Γραφῶν, καὶ ἀπὸ κεῖ ἀνθολογεῖς γιὰ μᾶς ἄνθη προφητικά, δροσιὰ ἀποστολική, ζωὴ εὐαγγελική· ἐσένα πού διαρκῶς κάθεσαι στὶς κυψέλες τῶν ἀρετῶν, καὶ ἀπ’ αὐτές κατασκευάζεις γιὰ μᾶς τὴ θεία πρόπολη· ἐσένα πού παρήγαγες σοφά, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ μέλι τῆς θείας καὶ ἀψεγάδιαστης πίστης· ἐσένα πού μᾶς διδάσκεις νὰ καταφρονοῦμε τὶς πονηρὲς σφῆκες καὶ νὰ κατευθύνουμε τὸ πέταγμα στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό· ἐσένα πού κραύγασες ὅπως ὁ Δαβίδ, «εἶναι γλυκὰ τὰ λόγια σου στὸ λάρυγγά μου, εἶναι γλυκύτερα ἀπὸ τὸ μέλι στὸ στόμα μου»!
Πιστὲ Βασίλειε, ἔγινες δεκτὸς ὅπως ὁ Ἄβελ, μεταφέρθηκες στὸν οὐρανό ὅπως ὁ Ἐνώχ, σώθηκες ὅπως ὁ Νῶε, ὀνομάσθηκες φίλος τοῦ Θεοῦ ὅπως ὁ Ἀβραάμ, προσφέρθηκες θυσία στὸν Θεὸ ὅπως ὁ Ἰσαάκ, ὑπέφερες πειρασμοὺς μὲ γενναιότητα ὅπως ὁ Ἰακώβ, καὶ δοξάσθηκες πολὺ ὅπως ὁ Ἰωσήφ. Βύθισες μὲ τὴ ράβδο τοῦ σταυροῦ τὸν δεύτερο Φαραώ, ὅπως ὁ Μωυσῆς, κόβοντας τὴ θάλασσα τῶν παθῶν, ἀναδείχθηκες ἀρχιερέας τοῦ Κυρίου ὅπως ὁ Ἀαρών, ἔτρεψες σὲ φυγὴ τοὺς ἐχθρούς ὅπως ὁ Ἰησοῦς ὁ γιὸς τοῦ Ναυῆ, ἀξιώθηκες νά δεχθεῖς τὴ Χάρη, ἐπειδὴ ἔδειξες ζῆλο ὅπως ὁ Φινεές, ὑψώθηκες ὅπως ὁ Σαμουήλ, διαφυλάχθηκες ὅπως ὁ Δαβίδ, ἁρπάχθηκες στὸν οὐρανό ὅπως ὁ Ἠλίας, ἀξιώθηκες διπλὴ χάρη ὅπως ὁ Ἐλισσαῖος. Καθαρίσθηκες μὲ τὴ νοητὴ φωτιὰ ὅπως ὁ Ἠσαΐας καὶ ἁγιάσθηκες ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς μητέρας σου ὅπως ὁ Ἱερεμίας. Εἶδες, ὅπως ὁ Ἰεζεκιήλ, Ἐκεῖνον πού κάθεται ἐπάνω στὰ Χερουβείμ, φίμωσες, ὅπως ὁ Δανιήλ, τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν, καὶ ὅπως οἱ Τρεῖς Παῖδες καταπάτησες ἐντελῶς τὴ φλόγα τῶν ἐχθρῶν. Κήρυξες ὅπως ὁ Πέτρος, δίδαξες ὅπως ὁ Παῦλος, ὁμολόγησες ὅπως ὁ Θωμᾶς ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Θεός, Αὐτός πού ἔπαθε γιά μᾶς. Ἐσύ θεολόγησες ὅπως ὁ Ματθαῖος, ὁ Μάρκος, ὁ Λουκᾶς καὶ ὁ Ἰωάννης· καὶ ὅπως οἱ Ἀπόστολοι, δίδαξες τοὺς ἄνομους, ἐπέστρεψες τοὺς ἀσεβεῖς, εὐαρέστησες στὸν Θεό.
Μεσίτευε γιὰ μένα τὸν πολὺ ἐλεεινό, καὶ ἐπανάφερέ με στήν εὐθεία ὁδό μὲ τὶς πρεσβεῖες σου, πάτερ· ἐσύ ὁ ἀνδρεῖος ἐμένα τὸν χαῦνο, ὁ ἀγωνιστής τὸν ὀκνηρό, ὁ πρόθυμος τὸν ράθυμο, ὁ σοφὸς τὸν ἀνόητο· ἐσύ πού θησαύρισες γιὰ τὸν ἑαυτό σου τὸ θησαυρὸ τῶν ἀρετῶν, ἐμένα τὸν στερημένο ἀπὸ κάθε καλό· διότι ἐσένα δόξασε ὁ Πατέρας τῆς εὐσπλαχνίας, καὶ ἐσένα μακάρισε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ· ἐσένα σὲ καθιέρωσε ναὸ ἅγιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· στὸ Ὁποῖο πρέπει ἡ δόξα, ἡ ἐξουσία, ἡ μεγαλοπρέπεια, στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΣΙΝΑΙΤΗΣ ..ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΩΦΕΛΙΜΑ 111-137

111. Αρχή της νοεράς προσευχής είναι η "ενέργεια", δηλαδή η καθαρτική δύναμη του Πνεύματος και η μυστική ιερουργία του νου. Της ησυχίας τώρα, αρχή είναι η κατά Θεόν σχολή, μεσότητα η δύναμη του φωτισμού και η θεωρία, και τέλος η έκσταση και η αρπαγή του νου προς το Θεό.

112. Η νοερή ενέργεια του νου είναι πνευματική ιερουργία. Σαν αρραβώνας πριν από τη μέλλουσα απόλαυση που ξεπερνάει κάθε νόηση, η ιερουργία αυτή τελείται από το νου, ο οποίος θυσιάζει μυστικά τον Αμνό του Θεού στο θυσιαστήριο της ψυχής και μετέχει σ' αυτόν. Το να τρώγει κανείς τον Αμνό του Θεού στο νοερό θυσιαστήριο της ψυχής, δεν είναι μόνο να τον νοεί η να μετέχει σ' Αυτόν, αλλά και να γίνει όμοιος με Αυτόν στη μέλλουσα ζωή. Γιατί εδώ άπολαμβάνομε τους λόγους των μυστηρίων, τα ίδια όμως τα μυστήρια ελπίζομε να τα απολαύσομε εκεί.

113. Η προσευχή στους αρχαρίους είναι σαν μια φωτιά ευφροσύνης που ξεπηδά από την καρδιά, στους τελείους σαν ενέργεια ευωδιαστού φωτός. Ή ακόμη, η προσευχή είναι κήρυγμα των Αποστόλων, ενέργεια της πίστεως, ή μάλλον πίστη άμεση· αυτή κάνει χειροπιαστά όσα ελπίζομε, είναι έμπρακτη αγάπη, αγγελική κίνηση, δύναμη και έργο και ευφροσύνη των Ασωμάτων, ευαγγέλιο Θεού, βεβαίωση της καρδιάς, ελπίδα σωτηρίας, σημάδι αγνισμού, σύμβολο αγιότητας, επίγνωση του Θεού, φανέρωση και ανανέωση του βαπτίσματος, αρραβώνας του Αγίου Πνεύματος, αγαλλίαση του Ιησού, ευφροσύνη της ψυχής, έλεος Θεού, σημάδι συμφιλιώσεως, σφραγίδα του Χριστού, ακτίνα του νοητού ηλίου, άστρο που φωτίζει τις καρδιές, εδραίωση του Χριστιανισμού, απόδειξη της συμφιλιώσεως του Θεού, χάρη Θεού, σοφία Θεού ή μάλλον η αρχή της αυτοσοφίας, φανέρωση του Θεού, έργο των μοναχών, πολιτεία των ησυχαστών, αφορμή της ησυχίας, τεκμήριο αγγελικής ζωής. Και τι χρειάζεται να λέμε περισσότερα; Προσευχή είναι ο Θεός, ο οποίος ενεργεί τα πάντα σε όλους(Α΄ Κορ. 10, 6), γιατί μία είναι η ενέργεια του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, που ενεργεί τα πάντα μέσω του Ιησού Χριστού.

114. Αν ο Μωυσής δεν έπαιρνε από το Θεό ράβδο εξουσίας, δε θα γινόταν για τον Φαραώ θεός (Έξ. 7, 1), ώστε να τιμωρεί με μάστιγες αυτόν και την Αίγυπτο. Έτσι κι ο νους, αν δεν πάρει στο χέρι του τη δύναμη της προσευχής, είναι αδύνατο να συντρίψει την αμαρτία και τις δαιμονικές δυνάμεις.

115. Εκείνοι που λένε ή κάνουν κάτι χωρίς ταπείνωση, μοιάζουν σαν να κτίζουν μέσα στο χειμώνα ή χωρίς λάσπη. Είναι πολύ λίγοι αυτοί που βρίσκουν και μαθαίνουν την ταπείνωση με την πείρα και τη γνώση. Κι εκείνοι που επιχειρούν να την περιγράψουν με λόγια, μοιάζουν μ' αυτούς που προσπαθούν να μετρήσουν την άβυσσο. Εγώ τώρα ο τυφλός, έχοντας σχηματίσει μία αμυδρή εικόνα γι' αυτό το μεγάλο φως, τολμώ και λέω. Η πραγματική ταπείνωση ούτε ταπεινολογία έχει, ούτε ταπεινοσχημία· ούτε βιάζει τον κάτοχό της να φρονεί ταπεινά ή να μέμφεται τον εαυτό του για να δείξει ταπείνωση. Κι αυτά βέβαια, σαν διάφοροι τρόποι, είναι αφορμές και σχήματα ταπεινώσεως, εντούτοις η ταπείνωση είναι χάρη και δωρεά που δίνεται άνωθεν. Όπως λένε οι Πατέρες, υπάρχουν δύο ειδών ταπεινώσεις: να θεωρεί κανείς τον εαυτό του κατώτερο όλων και να αποδίδει στο Θεό τα κατορθώματα. Το πρώτο είναι η αρχή, το δεύτερο το τέλος. Όποιος την επιζητεί, θα την αποκτήσει αν έχει μέσα του με γνώση και συλλογίζεται τα εξής τρία: ότι είναι πιο αμαρτωλός απ' όλους, πιο αισχρός απ' όλα τα κτίσματα, επειδή βρίσκεται στο παρά φύση, και πιο ελεεινός κι από τους δαίμονες, αφού έγινε δούλος σ' αυτούς. Οφείλει ακόμη να λέει στον εαυτό του: «Πού να ξέρω εγώ ακριβώς τις αμαρτίες των ανθρώπων ποιες και πόσες είναι; Πού να ξέρω αν είναι ίσες ή υπερβαίνουν τις δικές μου; Και αφού, ψυχή μου, δεν ξέρω, είμαι κάτω απ' όλους τους ανθρώπους, σαν χώμα και στάχτη κάτω από τα πόδια τους. Και πώς να μη θεωρώ τον εαυτό μου αισχρότερο απ' όλα τα κτίσματα που βρίσκονται στην κατά φύση κατάσταση όπως δημιουργήθηκαν, ενώ εγώ λόγω των αμέτρητων αμαρτιών μου βρίσκομαι στο παρά φύση; Αλήθεια, και τα θηρία και τα κτήνη είναι πιο καθαρά από μένα τον αμαρτωλό. Και γι' αυτό είμαι κάτω απ' όλα, αφού με τις αμαρτίες μου έχω ριχτεί πριν πεθάνω στον άδη και είμαι πεσμένος εκεί. Ποιός δεν αισθάνεται ότι ο αμαρτωλός είναι χειρότερος κι από τους δαίμονες, αφού είναι δούλος και υπήκοός τους κι είναι ήδη από εδώ φυλακισμένος μαζί τους στο σκοτάδι; Πράγματι, χειρότερος κι από τους δαίμονες όποιος κυριεύεται από αυτούς. και γι' αυτό, ταλαίπωρε, θα κληρονομήσεις μαζί τους την άβυσσο, εσύ που κατοικείς στα καταχθόνια και στον άδη και στην άβυσσο πριν ακόμη πεθάνεις. Πώς εξαπατάς τον εαυτό σου και τον ονομάζεις δίκαιο, αφού με τα κακά σου έργα τον κατάντησες αμαρτωλό και βέβηλο και δαίμονα; Αλοίμονο, πόσο απατάσαι και πλανάσαι, δαιμονολάτρη, σκύλε ακάθαρτε, που γι' αυτά θα ριχτείς στη φωτιά και στο σκότος.»

116. Πνευματοκίνητη σοφία, σύμφωνα με τους Θεολόγους, είναι η δύναμη της νοεράς και καθαρής και αγγελικής προσευχής. Σημείο της προσευχής αυτής είναι να μην έχει ο νους, καθώς προσεύχεται, κανένα απολύτως σχήμα και να μη βλέπει υλικά μήτε τον εαυτό του μήτε τίποτε άλλο· αλλά συχνά κι οι ίδιες του οι αισθήσεις συστέλλονται εξαιτίας του φωτός εκείνου. Γιατί τότε ο νους γίνεται άυλος και φωτοειδής και ενώνεται κατά τρόπο ανέκφραστο με το Θεό σε ένα πνεύμα(Α΄ Κορ. 6, 17).

117. Οι τρόποι που δείχνουν και οδηγούν στη θεοδώρητη ταπείνωση είναι εφτά, κι ο καθένας στηρίζει και γεννά τους άλλους. Είναι οι ακόλουθοι: σιωπή, ταπεινοφροσύνη, ταπεινολογία, ταπεινή ενδυμασία, αυτομεμψία, συντριβή, εσχατιά. Η με επίγνωση σιωπή γεννά την ταπεινοφροσύνη. Από την ταπεινοφροσύνη γεννιούνται οι άλλοι τρεις τρόποι της ταπεινώσεως: το να λέει κανείς ταπεινά, το να φορά ταπεινά και ευτελή ρούχα και το να μέμφεται διαρκώς τον εαυτό του. Αυτοί οι τρεις τρόποι γεννούν τη συντριβή που προέρχεται από την παραχώρηση των πειρασμών, την οποία ονομάζουν και οικονομική παιδαγωγία και ταπείνωση που προξενείται από τους δαίμονες. Η συντριβή εύκολα κάνει την ψυχή να βιώνει την "εσχατιά", δηλαδή να είναι κάτω απ' όλους και έσχατη όλων, αφού την κυριεύουν όλοι. Οι δύο τελευταίοι τρόποι φέρνουν την τέλεια και θεοδώρητη ταπείνωση. Τη δύναμη αυτή την ονομάζουν τελειότητα όλων των αρετών. Και αυτή είναι που αποδίδει στο Θεό τα ενάρετα κατορθώματα. Πρώτα λοιπόν απ' όλα είναι η σιωπή, από την οποία γεννιέται η ταπεινοφροσύνη. Αυτή γεννά τους επόμενους τρεις τρόπους της ταπεινώσεως. Οι τρεις αυτοί τρόποι γεννούν τη συντριβή. Η συντριβή γεννά τον έβδομο τρόπο της πρώτης ταπεινώσεως, τον κάτω απ' όλους, τον οποίο και ονομάζουν οικονομική ταπείνωση. Η οικονομική ταπείνωση φέρνει τη θεοδώρητη και τέλεια και ανυπόκριτη και αληθινή ταπείνωση. Η πρώτη ταπείνωση έρχεται έτσι: αν ο άνθρωπος δεν εγκαταλειφθεί και δεν νικηθεί και δεν υποδουλωθεί και δεν κυριευθεί νικημένος από κάθε πάθος και λογισμό και πνεύμα, χωρίς να βρίσκει βοήθεια μήτε από έργα, μήτε από το Θεό ή από ο,τιδήποτε γενικά, έτσι που να φτάσει πιά στην απελπισία και να ταπεινωθεί σε όλα, δεν μπορεί να συντριβεί και να έχει τον εαυτό του κάτω απ' όλους και έσχατο και δούλο όλων και χειρότερο ακόμη κι από τους δαίμονες, αφού νικιέται κι εξουσιάζεται από αυτούς. Αυτή λοιπόν είναι η οικονομική ταπείνωση που παραχωρεί η Πρόνοια, και μέσω αυτηής δίνεται από το Θεό η δεύτερη, η υψηλή ταπείνωση, η οποία είναι θεία δύναμη που ενεργεί και κάνει τα πάντα. Αυτη κάνει τον άνθρωπο να βλέπει τον εαυτό του πάντοτε όργανο της θείας δυνάμεως και να εργάζεται μ' αυτήν τα θαυμάσια του Θεού.

118. Υποστατική πνευματική θεωρία του φωτός, νου χωρίς φαντασίες και μετεωρισμούς, ενέργεια προσευχής αληθινή και αείρρυτη από το βάθος της καρδιάς, ανάσταση και ανάταση ψυχής, θεία έκπληξη, μετεωροπορία από τον κόσμο αυτό, ολική έκσταση της διάνοιας από τις αισθήσεις με την ενέργεια του Πνεύματος, αρπαγή του νου από τις δυνάμεις του, αγγελική κίνηση ψυχής, θεοκίνητη προς τα άπειρα ύψη, αδύνατο να βρει κανείς στη δική μας γενεά, γιατί σ' εμάς κυριαρχεί η τυραννία των παθών, από τους πολλούς πειρασμούς. Γιατί ο νους έχει την τάση, και μάλιστα στους πιο επιπόλαιους, να τα φαντάζεται αυτά πριν από τον καιρό τους. Κι έτσι αφού χάσει και την κάποια καλή κατάσταση που του δόθηκε από το Θεό, να νεκρωθεί τελείως. Γι' αυτό πρέπει κανείς, με μεγάλη διάκριση, μήτε να ζητεί πρόωρα όσα είναι άλλου καιρού, μήτε ν' αφήνει εκείνα που έχει στα χέρια και να φαντάζεται άλλα. Γιατί ο νους έχει εκ φύσεως την τάση να πέφτει εύκολα σε φαντασιοπληξίες σχετικά με τα παραπάνω και να τα πλάθει, χωρίς να τα έχει φτάσει. Υπάρχει λοιπόν φόβος όχι μικρός, μήπως ένας τέτοιος άνθρωπος στερηθεί κι εκείνα που του δόθηκαν ή, συχνά, στην αυταπάτη του, να χάσει και το νου του και να γίνει φανταστής και όχι ησυχαστής.

119. Χάρη δεν είναι μόνο η πίστη, αλλά και η με θεία ενεργήματα προσευχή. Την πίστη την αληθινή, που έχει μέσα της φανερή τη ζωή του Ιησού, την αποδεικνύει η πίστη που ενεργείται πνευματικά με την αγάπη. Επομένως έχει την αντίθετη πίστη, τη νεκρή και άζωη, εκείνος που δεν τη βλέπει στον εαυτό του να ενεργείται με την αγάπη. Αλλ' ούτε και πιστός στην κυριολεξία μπορεί να λέγεται εκείνος που πιστεύει στα λόγια μόνο, χωρίς η πίστη του να ενεργείται με τις εντολές ή μέσα στο πνεύμα του. Πρέπει λοιπόν να εκδηλώνει την πίστη του με την προκοπή του στα έργα, ή η πίστη του να ενεργείται, λάμποντας ως φως, με τα έργα, όπως λέει ο θείος Απόστολος: «Δείξε μου την πίστη σου με τα έργα σου και εγώ θα σου δείξω τα έργα μου με την πίστη μου»(Ιάκ. 2, 18). Με τα λόγια αυτά δείχνει ότι η πίστη τής χάρης φανερώνεται από τα έργα των εντολών, όπως και οι εντολές ενεργούνται και λάμπουν με την πίστη της χάρης. Γιατί η πίστη είναι ρίζα των εντολών, ή μάλλον πηγή που τις ποτίζει και μεγαλώνουν, και διαιρείται σε δύο μέρη, σε ομολογία και χάρη, αν και είναι φύσει αδιαίρετη.

120. Η μικρή και μεγάλη και σύντομη κλίμακα για τους υποτακτικούς, έχει πέντε σκαλοπάτια που οδηγούν στην τελειότητα. Πρώτο είναι η αποταγή, δηλαδή η απάρνηση του κόσμου, δεύτερο η υποταγή, τρίτο η υπακοή, τέταρτο η ταπείνωση και πέμπτο η αγάπη, η οποία είναι ο Θεός. Η αποταγή ανεβάζει από τον άδη εκείνον που βρίσκεται πεσμένος εκεί, κι αποδεσμεύει από την ύλη τον υποδουλωμένο σ' αυτήν. Η υποταγή, βρήκε το Χριστό και τον διακονεί, όπως λέει ο ίδιος: «Εκείνος που με διακονεί, αυτός με ακολουθεί, και όπου είμαι εγώ, εκεί θα είναι και αυτός»(Ιω. 12, 26). Και πού είναι ο Χριστός; Καθισμένος στα δεξιά του Πατέρα. Λοιπόν, όπου είναι ο διακονούμενος, εκεί πρέπει να είναι και ο διάκονος, βάζοντας πρόθυμα τα πόδια του στα σκαλοπάτια για την ανάβαση· ή μάλλον, προτού ανεβεί ο ίδιος με τις προσπάθειές του, έχει ήδη συνανεβεί και συνανεβαίνει με το Χριστό. Η υπακοή τώρα, που ενεργείται με τις εντολές, οικοδομεί την κλίμακα με διάφορες αρετές που τις τοποθετεί σαν σκαλιά για την ανάβαση της ψυχής. Από την υπακοή τέλος, η υψοποιός ταπείνωση παίρνει τον υποτακτικό και, αφού τον φέρει ψηλά στον ουρανό, τον παραδίδει στην βασίλισσα των αρετών, την αγάπη, που τον οδηγεί και τον παρουσιάζει στο Χριστό. Έτσι, με τη σύντομη αυτή κλίμακα, ανεβαίνει εύκολα στον ουρανό εκείνος που υποτάσσεται αληθινά.

121. Πιο σύντομη διαδρομή προς τα άνω βασίλεια με τη μικρή κλίμακα των αρετών δεν είναι άλλη, όσο η κατάργηση των πέντε παθών των αντιθέτων στην υπακοή· δηλαδή της παρακοής, της αντιλογίας, της αυταρέσκειας, της δικαιολογίας και της ολέθριας οιήσεως. Αυτές είναι μέλη και μερη του αφηνιασμένου δαίμονα που καταπίνει τους νόθους υποτακτικούς και τους παραπέμπει στον δράκοντα άδη, στην άβυσσο. Η παρακοή είναι το στόμα του άδη· η αντιλογία, η γλώσσα του η κοφτερή σαν σπαθί· η αυταρέσκεια είναι τα ακονισμένα δόντια του· η δικαιολογία, ο θώρακάς του· αναπνοή της παμφάγου κοιλιάς του είναι η οίηση που οδηγεί στον άδη. Όποιος νικά με την υπακοή το πρώτο, έκοψε μεμιάς όλα τα άλλα, και με αυτό το ένα σκαλοπάτι ανεβαίνει γρήγορα στους ουρανούς. Τούτο είναι θαύμα όντως ανέκφραστο και άφθαστο, που οικονόμησε ο φιλάνθρωπος Κύριός μας, ώστε με μια αρετή ή μάλλον μ' ένα πρόσταγμα, να ανεβαίνει ο άνθρωπος αμέσως στους ουρανούς, όπως και με μια παρακοή κατεβήκαμε και κατεβαίνομε στον άδη.

122. Ο άνθρωπος είναι σαν ένας άλλος, διττός κόσμος που ονομάζεται καινούργιος, σύμφωνα με τον θείο Απόστολο που είπε: «"Οποιος ανήκει στο Χριστό, είναι καινούργια κτίση»(Β΄ Κορ. 5,17). Γιατί με την αρετή ο άνθρωπος γίνεται και ουρανός και γη κι όλα όσα αποτελούν τον κόσμο. Γι' αυτόν είναι όλος ο λόγος και όλο το μυστήριο, όπως λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος. Αφού λοιπόν η πάλη μας, όπως είπε ο Απόστολος(Εφ. 6,12), δεν είναι με όντα από αίμα και σάρκα, αλλά με τις αρχές και εξουσίες του σκότους αυτού του αιώνα, με τα πονηρά πνευματικά όντα του άρχοντα του αέρα στα επουράνια, είναι επόμενο, εκείνοι που παλεύουν κρυφά εναντίον μας, να κινούνται στον κόσμο των ψυχικών μας δυνάμεων, ο οποίος μοιάζει με το μεγάλο κόσμο της φύσεως.

Γιατί οι τρεις άρχοντες των πονηρών πνευμάτων αντιπαρατάσσονται κι εκστρατεύουν εναντίον των τριών ψυχικών δυνάμεων των αγωνιστών, και σε όποιο σημείο έχει κανείς προκόψει και εργάζεται, εκεί και πολεμείται απ' αυτούς. ο δράκοντας, ο άρχοντας της αβύσσου, ο οποίος εκδηλώνει την ισχύ του στην οσφύ —την έδρα του επιθυμητικού— και τον ομφαλό, εκστρατεύει κι επιτίθεται εναντίον εκείνων που είναι στραμμένοι στην καρδιά τους. Και μέσω του ενήδονου γίγαντα της λησμοσύνης ακοντίζει σ' αυτούς τις καυστικές δυνάμεις των πυρωμένων βελών του. Έχοντας την επιθυμία σαν άλλη θάλασσα και άβυσσο, βουτά και έρπει μέσα σ' αυτήν και την ταράζει και την κάνει ν' αφρίζει και ν' αναβράζει.

Και την πυρώνει για συνουσίες και με τους χειμάρρους των ηδονών την πλημμυρίζει, χωρίς να μπορεί να τη γεμίσει, αφού είναι άπληστη. Ο άρχοντας του κόσμου τούτου(Ιω. 12.31), ως αντίπαλος του θυμικού, αντιπαρατάσσεται εναντίον εκείνων που ασκούν την πρακτική αρετή. Εξοπλίζει συνεχώς τις παρατάξεις του και μας πολεμά· και, σαν την πάλη που γίνεται στον κόσμο ή σε θέατρο και στάδιο, κάνει στο θυμικό τα κάθε λογής τεχνάσματα των παθών κατά τη νοερή πάλη, με τη βοήθεια του γίγαντα της ραθυμίας.

Νικά λοιπόν ή νικιέται από εκείνους που με ανδρεία παλεύουν διαρκώς μαζί του, και τους προξενεί ή το στεφάνωμα ή την ντροπή της ήττας μπροστά στους Αγγέλους. Ο άρχοντας τέλος του αέρα(Εφ. 2,2), επιτίθεται με φαντασίες εναντίον εκείνων που σχολάζουν στη θεωρία με τη διάνοια, γιατί μπορεί να πλησιάζει το λογικό και νοερό μέρος της ψυχής μαζί με τα πονηρά πνεύματα του αέρα. Και με το γίγαντα της άγνοιας αναταράζει και θολώνει, σαν άλλο λογικό ουρανό, τη διάνοια που έγινε ικανή γι' ανάταση. Παρουσιάζει δηλαδή, για να την εξαπατήσει, τις φανταστικές και ομιχλώδεις μορφές και τους μετασχηματισμούς των πονηρών πνευμάτων σαν αστραπές και βροντές, καταιγίδες και κρότους, και της προξενεί δειλία. Ο καθένας δηλαδή από τους τρεις παλεύει κι επιτίθεται εναντίον ενός από τα τρία μέρη της ψυχής. Και με όποιο είναι αντίπαλος, εναντίον εκείνου αγωνίζεται.

123. Οι δαίμονες, ήταν κάποτε και αυτοί νόες και ξέπεσαν από εκείνη την αυλία και τη λεπτότητα, γι' αυτό ο καθένας τους απέκτησε κάποια υλική πυκνότητα, παίρνοντας ανάλογα με την τάξη ή την ενέργεια σωματική μορφή αντίστοιχη της ιδιότητάς του. Γιατί και αυτοί, όπως ο άνθρωπος, αφού έχασαν την αγγελική ηδονή και στερήθηκαν τη θεϊκή απόλαυση, βρέθηκαν να έχουν όπως κι εμείς απόλαυση τα χοϊκά και έγιναν κάπως υλικοί αποκτώντας υλικά πάθη. Δεν πρέπει να θαυμάζομε γι' αυτό, αφού και η λογική και νοερή ψυχή μας, που κτίσθηκε κατ' εικόνα Θεού, έγινε κτηνώδης, αναίσθητη και σχεδόν χωρίς νου από τις απολαύσεις των υλικών πραγμάτων και αγνόησε το Θεό.

Γιατί η έξη έχει τη δύναμη να μεταποιεί τη φύση και να μεταβάλλει την ενέργεια σε σχέση με την προαίρεση. Άλλα λοιπόν από τα πνεύματα είναι υλώδη και βαριά και ασυγκράτητα, θυμώδη, εκδικητικά, και ανοίγουν το στόμα σαν θηρία σαρκοφάγα για την υλική ηδονή και απόλαυση· φαίνονται σαν αιμοβόρα σκυλιά να τρώνε όπως οι δαιμονόληπτοι την αγαπητή τους σαπίλα, κι έχουν απόλαυση και κατοικία τους τις παχιές και πληθωρικές σάρκες. Άλλα πάλι πνεύματα είναι ακόλαστα και υγρώδη, σαν βδέλλες και βάτραχοι και φίδια στη λίμνη της επιθυμίας· κάποτε γίνονται και σαν ψάρια που κινούνται μέσα στην αλμυρή ηδονή της ακολασίας, κι αυτή είναι η απόλαυσή τους. Κολυμπούν μέσα στο πέλαγος της πολυποσίας, όντα γλιστερά και πλαδαρά, και χαίρονται με την υγρότητα των αλόγων ηδονών, ξεσηκώνοντας αδιάκοπα στην ψυχή κύματα λογισμών και μολυσμών και τρικυμίες και ανεμοζάλες.

Άλλα τέλος είναι ελαφρά και λεπτά, αφού είναι πνεύματα του αέρα, και φυσομανούν στο θεωρητικό μέρος της ψυχής δημιουργώντας σφοδρούς ανέμους και φαντασίες. Μεταμορφώνονται κάποτε σε πουλιά αλλά και σε αγγέλους και απατούν την ψυχή. Δίνουν μορφή στις μνήμες γνωστών προσώπων. Παραποιούν και μετατρέπουν κάθε πνευματική θεωρία, και μάλιστα σε όσους βρίσκονται ακόμη στο στάδιο του αγώνα και δεν έφτασαν στην καθαρότητα και την πνευματική διάκριση. Γενικά, δεν υπάρχει κάτι το πνευματικό που να μη μετασχηματίζονται κρυφά σ' αυτό κατά φαντασία. Γιατί τα πνεύματα αυτά εξοπλίζονται ανάλογα με την πνευματική κατάσταση και το μέτρο της προκοπής του ανθρώπου και εισχωρούν φέρνοντας πλάνη αντί αλήθεια και φαντασία αντί θεωρία. Σχετική είναι η μαρτυρία της Γραφής που λέει: «Τα θηρία του αγρού και τα πτηνά του ουρανού και τα ερπετά της γης»(Ωσ. 2,14) , υπονοώντας φανερά τα πονηρά πνεύματα.

124. Η εξέγερση των παθών και ο πόλεμος που ξεσηκώνει η σάρκα εναντίον της ψυχής, γίνεται μέσα μας κατά πέντε τρόπους. Άλλοτε η σάρκα κάνει μη ορθή χρήση των πραγμάτων· άλλοτε θέλει να ενεργεί τα παρά φύση· άλλοτε οπλίζεται από τους δαίμονες εναντίον της ψυχής, γιατί ευχαρίστως διατηρεί φιλία μαζί τους· κάποτε όμως και από μόνη της η ψυχή ατακτεί, καθώς έχει πια τα πάθη σαν ιδιότητές της. Ύστερα απ' όλα αυτά, αντιμετωπίζομε και πόλεμο από φθόνο των δαιμόνων, όταν αυτοί, έχοντας αποτύχει σ' όλα τα προηγούμενα, μας επιτίθενται κατά παραχώρηση Θεού, για να ταπεινωθούμε.

125. Οι κύριες αιτίες του πολέμου, οι οποίες μας έρχονται από παντού και μέσω των πάντων, είναι τρεις: η έξη, η μη ορθή χρήση των πραγμάτων και ο φθόνος και πόλεμος των δαιμόνων κατά παραχώρηση του Θεού. Όπως η σάρκα εξεγείρεται ή επιθυμεί εναντίον της ψυχής και η ψυχή εναντίον τής σάρκας(Γαλ.5,17), κατά τον ίδιο τρόπο η έξη και η ενέργεια δημιουργούν τον πόλεμο των σαρκικών παθών κατά της ψυχής και των αρετών της ψυχής κατά της σάρκας. Ενίοτε και αυτός ο εχθρός, όλο θράσος, μάχεται εναντίον μας απερίσκεπτα και αναίτια, ως αναιδής που είναι. Μην επιτρέψεις λοιπόν, αγαπητέ, στην αιμοχαρή βδέλλα να σου ρουφά το αίμα από τις αρτηρίες, και δε θά μπορέσει ποτέ να εμέσει αίμα. Μήτε να χορταίνεις με χώμα το φίδι και τον δράκοντα, και θα καταπατήσεις εύκολα την αυθάδεια του λιονταριού και του δράκοντα(Ψαλ. 90,13). Στέναξε μέχρις ότου γυμνωθείς από τα πάθη και φορέσεις την ουράνια κατοικία(Β΄ Κορ. 5,2) και τη μορφή τού Ιησού Χριστού που σε έπλασε κατ' εικόνα Του.

126. Εκείνοι που είναι μόνο σάρκες και προσηλωμένοι στη φιλαυτία, είναι κατεξοχήν υποδουλωμένοι παντοτινά στην ηδονή και την κενοδοξία κι έχουν μέσα τους ριζωμένο το φθόνο. Καθώς λιώνουν από το φθόνο και βλέπουν με πίκρα την ευτυχία του πλησίον τους, διαβάλλουν τα καλά ως κακά και ότι είναι προϊόντα της πλάνης, και ούτε τα πνευματικά δέχονται ή πιστεύουν, ούτε μπορούν να δουν ή να γνωρίσουν το Θεό από την ολιγοπιστία τους. Οι άνθρωποι αυτοί, κατά την τύφλωση και την ολιγοπιστία τους, δικαιολογημένα θ' ακούσουν εκεί το: «Δε σας γνωρίζω»(Ματθ. 25,12). Γιατί ο πιστός που ερωτά, πρέπει ή να πιστεύει όταν ακούει εκείνα που δε γνωρίζει, ή να μαθαίνει εκείνα που πιστεύει, ή να διδάσκει εκείνα που έμαθε κι έτσι να πολλαπλασιάζει χωρίς φθόνο το τάλαντο σ' όσους το δέχονται με πίστη. Αν όμως απιστεί σ' εκείνα που δεν ξέρει και εξευτελίζει εκείνα που δε γνώρισε και διδάσκει εκείνα που δεν έμαθε, από φθόνο προς εκείνους που τα διδάσκουν με πρακτική πείρα, θα επιτιμηθεί οπωσδήποτε και θα συγκαταριθμηθεί μ' εκείνους που έχουν μέσα τους "χολή πικρίας"(Πράξ. 8,23).

127. Ρήτορας είναι, κατά τους αληθινά σοφούς, εκείνος που με τη γενική επιστήμη περιλαμβάνει με συντομία όλα τα όντα και, σαν ένα σώμα, και τα διαιρεί και τα συνενώνει, αποδεικνύοντας τα ομοδύναμα και κατά την ετερότητα και κατά την ταυτότητα. Ή εκείνος που αληθινά λέγεται αποδεικτικός. Ή πάλι, ρήτορας είναι κυρίως ο πνευματικός, αυτός που τις διαιρεμένες πέντε γενικές ιδιότητες των όντων, τις οποίες συνένωσε ο ενανθρωπήσας Λόγος, τις διαιρεί και τις συνενώνει περιλαμβάνοντας το σύνολο με έναν περιληπτικό λόγο, σαν ρήτορας. και δεν τ' αποδεικνύει αυτό σε άλλους μόνο με ξερές αποδείξεις όπως οι εκτός του χριστιανισμού ρήτορες, αλλά μπορεί από τις θεωρίες που του εμφανίζονται πνευματικά μέσα στα όντα να φωτίζει και άλλους. Αληθινός φιλόσοφος είναι εκείνος που γνωρίζει από τα όντα την Αιτία των όντων ή που γνωρίζει τα όντα από την Αιτία τους, αφού έφτασε στην υπέρνοη ένωση με το Θεό και στην άμεση πίστη και δεν έμαθε μόνο, αλλά και έπαθε τα θεία. Ή, πάλι, φιλόσοφος είναι κυρίως ο νους που έγινε και πολιτεύεται σαν πρακτικός και θεωρητικός.

Τέλειος φιλόσοφος είναι ο νους που κατόρθωσε την ηθική και φυσική και θεολογική φιλοσοφία, ή μάλλον φιλοθεΐα, αυτός δηλαδή που διδάχθηκε από το Θεό τις πράξεις της ηθικής φιλοσοφίας, τους λόγους της φυσικής και τη θεωρία και την ακρίβεια των δογμάτων της θεολογικής. "Ή πάλι, θείος ρήτορας στα θεία είναι εκείνος που ξεχωρίζει τα κυρίως όντα από τα όντα ή τα μή όντα, και δείχνει τους λόγους των πρώτων από αυτά, και σε αυτά πάλι θεωρεί τους λόγους εκείνων, κυριαρχούμενος τελείως από το Πνεύμα του Θεού. Ακόμη, συγκρίνει τον αισθητό και ορατό κόσμο με τον νοητό και αόρατο και αντίστροφα, συμπεραίνοντας ότι ο ορατός είναι εικόνα του αοράτου και ο αόρατος αρχέτυπο του ορατού. Γιατί, όπως λένε, στα ατύπωτα προτάσσονται οι τύποι, και τα σχήματα στα ασχημάτιστα.

Έτσι, καθώς ο ορατός και ο αόρατος κόσμος φανερώνονται πνευματικά ο ένας μέσω του άλλου, βλέπει καθαρά τον ένα στον άλλο και τον κάνει φανερό με το λόγο της αλήθειας. Όχι πως πλάθει την σαν ήλιο λαμπερή γνώση της αλήθειας με αναγωγικούς ή αλληγορικούς λόγους, αλλά με πνευματική επιστήμη και δύναμη διατρανώνει τους αληθινούς λόγους και των δύο κόσμων και τους αποδεικνύει με πολλή έμφαση, ότι ο ορατός κόσμος είναι παιδαγωγός μας, ενώ ο αόρατος αιώνια θεία κατοικία που έγινε ολοφάνερα για μας. Φιλόσοφος θείος είναι εκείνος που μέσω της πράξεως και της θεωρίας ενώθηκε κατά τρόπο άμεσο με το Θεό και έγινε και λέγεται φίλος του Θεού, καθώς επεδίωξε και αγάπησε την πρώτη και δημιουργική και αληθινή σοφία περισσότερο από κάθε άλλη φιλία και σοφία και γνώση.

Φιλόλογος τώρα κι όχι καθαυτό φιλόσοφος (αν και η δόξα σφετερίστηκε κρυφά το όνομα της φιλοσοφίας, όπως λέει ο μέγας Γρηγόριος), είναι εκείνος που αγαπά και ερευνά τη σοφία της δημιουργίας του Θεού ως το έσχατο απήχημά της, δεν ασκεί όμως επιδεικτικά τη φιλοσοφία αυτή για έπαινο και ανθρώπινη δόξα, για να είναι όχι φιλόϋλος, αλλά φιλόσοφος της σοφίας του Θεού για τη φύση. Γραμματέας που μαθήτευσε στη βασιλεία του Θεού(Ματθ. 13, 52), είναι καθένας που με την πράξη σχολάζει στη θεωρία του Θεού και παραμένει καρτερικά στην ησυχία· αυτός βγάζει από το θησαυρό της καρδιάς του διδάγματα καινούργια και παλαιά, δηλαδή ευαγγελικά και προφητικά, ή από Καινή και Παλαιά Διαθήκη, ή διδασκαλικά και πρακτικά, ή νομικά και αποστολικά. Αυτά είναι τα καινούργια και τα παλαιά μυστήρια, τα οποία ο πρακτικός γραμματέας φανερώνει, όταν μαθητεύσει στη θεάρεστη ζωή. Γραμματέας, για να συνοψίσομε, είναι κάθε πρακτικός που ασχολείται ακόμη με τις πράξεις σωματικώς. Ρήτορας θείος είναι εκείνος που στέκεται κατά φύση ανάμεσα στις γνώσεις και τους λόγους των όντων και τα αποδεικνύει όλα, φωτιζόμενος από το Πνεύμα, με τη διαιρετική δύναμη του λόγου. Φιλόσοφος αληθινός είναι εκείνος που αισθάνεται μέσα του την υπερφυσική ένωση με το Θεό, με τρόπο συνειδητό και άμεσο.

128. Εκείνοι που γράφουν και μιλούν και θέλουν να οικοδομούν το πλήρωμα της Εκκλησίας, χωρίς να έχουν το Πνεύμα, είναι ψυχικοί και χωρίς Πνεύμα, όπως λέει κάπου ο θείος Απόστολος(Ιούδα 19). Και είναι υπόδικοι στην κατάρα που λέει: «Αλοίμονο σ' αυτούς που είναι συνετοί κατά τη γνώμη τους και θεωρούν τους εαυτούς των επιστήμονες»(Ησ. 5,21). Γιατί αυτοί μιλούν από τον εαυτό τους και δεν είναι το Πνεύμα του Θεού αυτό που μιλά μέσα τους, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου(Ματθ. 10, 20). Και όσοι μιλούν από τους δικούς τους λογισμούς πριν φτάσουν στην καθαρότητα, έχουν πλανηθεί από το πνεύμα της οιήσεως. Γι' αυτούς λέει ο σοφός Σολομών: «Είδα άνθρωπο να φαντάζεται ότι είναι σοφός, αλλά περισσότερο άξιζε ο ανόητος»(Παροιμ. 26,12)· ο ίδιος πάλι μας παραγγέλλει: «Μην έχετε την πεποίθηση ότι είστε φρόνιμοι»(Παροιμ. 3,7). Αλλά και αυτός ο πλήρης Πνεύματος θείος Απόστολος ομολογεί και λέει: «Δεν είμαστε ικανοί από μόνοι μας· η ικανότητά μας προέρχεται από το Θεό»(Β΄ Κορ. 3,5), και: «Ως απεσταλμένοι του Θεού, μιλούμε ενώπιον του Θεού με τη χάρη του Χριστού»(Β΄ Κορ. 2,17). Οι λόγοι των ανθρώπων που αναφέραμε, είναι άνοστοι και αφώτιστοι. Γιατί δε μιλούν αντλώντας από τη ζωντανή πηγή του Πνεύματος, αλλά τρέφονται από την καρδιά τους σαν από βορβορώδη λίμνη γεμάτη βδέλλες και φίδια και βατράχια επιθυμιών, επάρσεως και ακράτειας. Το νερό της γνώσεώς τους είναι δύσοσμο, θολό και χλιαρό, κι όποιοι πίνουν από αυτό, παθαίνουν καχεξία και αηδία και εμετούς.

129. Εμείς οι Χριστιανοί είμαστε, όπως λέει ο θείος Απόστολος, σώμα Χριστού και επιμέρους μέλη(Α΄ Κορ.12,27). Και αλλού λέει: «Αποτελείτε όλοι ένα σώμα κι ένα πνεύμα, σύμφωνα με τη μία κλήση σας»(Εφ. 4,4). Όπως λοιπόν το σώμα χωρίς το πνεύμα του είναι νεκρό και αναίσθητο, έτσι εκείνος που νεκρώθηκε από τα πάθη εξαιτίας της παραμελήσεως των εντολών μετά το βάπτισμα, γίνεται ανενέργητος και αφώτιστος από το Άγιο Πνεύμα και από τη χάρη του Χριστού. Έχει βέβαια το Πνεύμα, αφού πίστεψε και αναγεννήθηκε με το βάπτισμα. Το έχει όμως ανενέργητο και ακίνητο γιατί είναι ψυχικά νεκρός. Η ψυχή είναι μία και τα μέλη του σώματος πολλά, όλα ωστόσο τα κρατεί και τα ζωοποιεί η ψυχή, η οποία και κινεί όσα είναι δεκτικά ζωής· όσα όμως νεκρώθηκαν κι έμειναν ακίνητα από κάποια ασθένεια που πέρασαν, η ψυχή τα συγκρατεί, πλην άζωα και αναίσθητα. Έτσι και σε όλα γενικά τα μέλη του Χριστού υπάρχει όλο το Πνεύμα του Χριστού, που δίνει ενέργεια και ζωή σε όσα μπορούν να μετέχουν στη ζωή, αλλά κι εκείνα που δεν μπορούν κι είναι ασθενικά, τα συγκρατεί σαν μέλη από φιλανθρωπία. Γι' αυτό και κάθε πιστός μετέχει μέσω της πίστεως στην υιοθεσία του Πνεύματος, μπορεί όμως να μείνει ανενέργητος και αφώτιστος εξαιτίας της αμέλειας και της απιστίας, στερούμενος το φως και τη ζωή του Ιησού. Έτσι, κάθε πιστός είναι μέλος Χριστού και έχει Πνεύμα Χριστού, μπορεί όμως να είναι ανενέργητος και ακίνητος και ακατάλληλος για τη μετοχή στη χάρη.

130. Οι οκτώ γενικές θεωρίες είναι οι εξής: Πρώτη, η θεωρία περί του Θεού που είναι πάνω από κάθε σχήμα, άναρχος, άκτιστος και αίτιος των όλων, δηλαδή περί της μιάς τριαδικής και υπερούσιας Θεότητας. Δεύτερη, η θεωρία της θέσεως και διατάξεως των νοερών δυνάμεων. Τρίτη, της δημιουργίας των όντων. Τέταρτη, της οικονομίας και συγκαταβάσεως του Λόγου. Πέμπτη, της αναστάσεως όλων των νεκρών. Έκτη, της φοβερής δευτέρας παρουσίας του Χριστού. Έβδομη, της αιώνιας κολάσεως. Όγδοη, της βασιλείας των ουρανών. Οι τέσσερις πρώτες αναφέρονται σε παρελθόντα και γεγονότα, οι άλλες τέσσερις στα μέλλοντα και αφανέρωτα ακόμη. Και όλες θεωρούνται με διαύγεια και κατορθώνονται από εκείνους που απέκτησαν με τη χάρη μεγάλη καθαρότητα του νου. Όποιος τις επιχειρεί χωρίς το θείο φωτισμό, να ξέρει ότι σχηματίζει στο νου του φαντασίες και όχι θεωρίες, που τις πλάθει και τις προβάλλει με τη φαντασία του.

131. Τώρα είναι ανάγκη να μιλήσομε κατά δύναμη και περί πλάνης, γιατί εξαιτίας των πολλών τεχνασμάτων και τρόπων που χρησιμοποιεί στις ενέδρες της είναι δύσκολο να τη διακρίνεις και σχεδόν αδύνατο να την καταλάβεις. Η πλάνη λοιπόν με δύο τρόπους φανερώνεται ή μάλλον έρχεται κατεπάνω μας, με τη φαντασία ή με την ενέργεια, αν και οι δύο αυτές μορφές έχουν την ίδια αιτία, την υπερηφάνεια. Η πρώτη είναι αρχή της δεύτερης, η δεύτερη αρχή της τρίτης που δημιουργείται από έκσταση.

Γιατί αρχή της θεωρίας με τη φαντασία είναι η οίηση, η οποία κάνει τον άνθρωπο να φαντάζεται το Θεό με κάποιο σχήμα, κι από αυτό ακολουθεί η πλάνη της φαντασίας προς εξαπάτηση· από την πλάνη γεννιέται η βλασφημία και στη συνέχεια η δειλία λόγω των αλλόκοτων οραμάτων κατά την εγρήγορση ή τον ύπνο, πράγμα που ονομάζεται τρόμος και ταραχή της ψυχής. Την υπερηφάνεια δηλαδή την ακολουθεί η πλάνη, την πλάνη η βλασφημία, τη βλασφημία η δειλία, τη δειλία ο τρόμος, τον τρόμο η έκσταση των φρενών. Αυτός είναι ο πρώτος τρόπος της πλάνης της φαντασίας. Ο δεύτερος τρόπος, της κατ' ενέργειαν πλάνης, είναι ο εξής. Αρχίζει από την ηδυπάθεια, η οποία γεννιέται από τη φυσική δήθεν επιθυμία. Από την ηδονή δηλαδή γεννιέται η ακολασία των ακατονόμαστων ακαθαρσιών.

Αφού αυτή πυρώσει όλη τη φύση του ανθρώπου και θολώσει το λογικό με φαντασίες συνουσιασμών, φέρνει το νου σε έκσταση και με τη μέθη από την ενέργεια της πυρώσεως τον οδηγεί σε παραλογισμό και τον κάνει να λέει ψευδοπροφητείες βλέποντας τάχα οράματα από κάποιους Αγίους και ακούγοντας λόγους τους, τους οποίους φανερώνει αυτός, μεθυσμένος από τη ζάλη του πάθους και με συμπεριφορά έξαλλη και δαιμονική. Τους ανθρώπους αυτούς οι κοσμικοί, ξεγελασμένοι από την πλάνη τους, τους ονομάζουν ψυχάρια (ψυχούλες). Συχνάζουν δε και παραμένουν σε ναούς κάποιων Αγίων, πιστεύοντας ότι τους κατέχει το πνεύμα τους και από αυτούς τάχα ενεργούνται και βασανίζονται, και όσα δέχονται απ' αυτούς, τ' αναγγέλλουν στους ανθρώπους. Αυτούς πρέπει κυρίως να τους ονομάζουν δαιμονισμένους και εξαπατημένους και υποδουλωμένους στην πλάνη, και όχι προφήτες που προλέγουν τα παρόντα και τα μέλλοντα.

Γιατί ο ίδιος ο δαίμονας της ακολασίας, αφού σκότισε το νου τους με την ενήδονη πύρωση, τους οδηγεί σε έκσταση φρενών, δείχνοντάς τους κατά φαντασίαν κάποιους Αγίους και ανάλογες συνομιλίες και οράσεις· κάποτε και οι ίδιοι οι δαίμονες παρουσιάζονται σ' αυτούς, για να τους φέρουν σε ταραχή και σε δειλία. Αφού δηλαδή τους έδεσε στο ζυγό του σατανά, τους σπρώχνει ολοταχώς στην κατ' ενέργειαν πλάνη, για να τους έχει στα χέρια του δούλους μέχρι θανάτου, που θα τους παραπέμψει στην κόλαση.

132. Πρέπει να γνωρίζομε ότι υπάρχουν τρεις γενικές αιτίες για να έρθει η πλάνη στους ανθρώπους: η υπερηφάνεια, ο φθόνος των δαιμόνων και η παιδαγωγική παραχώρηση του Θεού. Αιτία της υπερηφάνειας είναι η ελαφρότητα του νου, αιτία του φθόνου η προκοπή, και της παιδαγωγικής παραχωρήσεως, η αμαρτωλή ζωή. Η πλάνη που προέρχεται από το φθόνο των δαιμόνων και την οίηση μόνο, γιατρεύεται γρήγορα, όταν μάλιστα ταπεινωθεί η ψυχή. Η παράδοση όμως στο σατανά λόγω αμαρτίας, πολλές φορές παρατείνεται, κατά παραχώρηση Θεού, ως το θάνατο, για τη συγχώρηση του ανθρώπου. Κάποτε ο Θεός αφήνει να παιδεύονται και μη αμαρτωλοί, για τη σωτηρία τους. Πρέπει ακόμη να γνωρίζομε ότι και αυτός ο δαίμονας της οιήσεως προλέγει τα μέλλοντα σ' εκείνους που δεν προσέχουν με ακρίβεια την καρδιά τους.

133. Κατά την ανακαίνιση με το βάπτισμα, χρίονται αληθινοί ιερείς και βασιλείς(Αποκ. 5,10) όλοι οι ευσεβείς, όπως τότε οι παλιοί κατά τον τύπο. Γιατί όλοι εκείνοι αποτελούσαν προτυπώσεις της δικής μας αλήθειας· όχι για κάποιους μόνο, αλλά όλοι προτύπωναν όλους εμάς. Γιατί ούτε είναι ομοιότροπη και ομοειδής η δική μας βασιλεία και ιερατεία, όπως εκείνων, αν και τα σύμβολα είναι τα ίδια. Ούτε υπάρχει διάκριση στη χρίση ανάλογα με τη φύση ή τη χάρη ή την κλήση, ώστε να είναι διαφορετικοί εκείνοι που χρίονται. Αλλά έχομε μία και την ίδια κλήση και πίστη και μορφή, η οποία δηλώνει και φανερώνει, σύμφωνα με την αλήθεια, ότι έγινε κανείς καθαρός, απαθής και αφιερωμένος ολοκληρωτικά στο Θεό και τώρα και στη μέλλουσα ζωή.

134. Εκείνος λαλεί σοφία με το στόμα του και σύνεση με τη μελέτη της καρδιάς του(Ψαλμ. 48,4), ο οποίος από τα όντα φανερώνει καθαρά τον Θεό Λόγο, την ενυπόστατη Σοφία του Θεού και Πατέρα. Γιατί μέσα στα όντα θεωρεί τους λόγους των αρχετύπων που τα χαρακτηρίζουν και με τον ενεργό, ζωντανό λόγο του λαλεί με το στόμα του σοφία από τη θεία σοφία· και καθώς φωτίζεται στην καρδιά από τη δύναμη της μεταμορφωτικής συνέσεως που μελετά στο πνεύμα του, μπορεί να πράττει και να φωτίζει με τη σύνεση εκείνους που ακούνε με πίστη.

135. Η μεγάλη αντίπαλος της αλήθειας, αυτή που τραβά σήμερα τους ανθρώπους στην απώλεια, είναι η πλάνη. Εξαιτίας της κυριάρχησε στις ψυχές των ραθύμων η σκοτεινή άγνοια και τους αποξένωσε από το Θεό. Αυτοί δεν αναγνωρίζουν ως Θεό το Χριστό, ο οποίος μάς αναγέννησε και μας φώτισε, ή τον πιστεύουν και τον αναγνωρίζουν απλώς και μόνο στα λόγια και όχι στην πράξη. Πιστεύουν ότι μόνο στους παλιούς φανερωνόταν ο Θεός, όχι όμως και σ' εμάς. Νομίζουν πως οι μαρτυρίες της Γραφής περί Θεού δεν αφορούν αυτούς, αλλά άλλους ή εκείνους που τις έγραψαν, και βλασφημούν την περί Θεου διδασκαλία, αφού απαρνούνται την αληθινή και με επίγνωση ευσέβεια.

Τις Γραφές τις διαβάζουν σωματικά μόνο, για να μην πω ιουδαϊκά, και απαρνούνται τη δυνατότητα τής από εδώ αναστάσεως του ανθρώπου μέσω της αναστάσεως της ψυχής, επιθυμώντας να κατοικούν στον τάφο της αγνωσίας. Στην πλάνη λοιπόν υπάρχουν τα τρία αυτά πάθη: απιστία, πονηρία και ραθυμία. Αυτά γεννούν και υποστηρίζουν το ένα το άλλο. Η απιστία δηλαδή, είναι δάσκαλος της πονηρίας, η πονηρία είναι σύντροφος της ραθυμίας, της οποίας σύμβολο είναι η οκνηρία. Ή αντιστρόφως, η ραθυμία γεννά την πονηρία, όπως είπε ο Κύριος: «Πονηρέ δούλε και οκνηρέ»(Ματθ. 25,26). Η πονηρία είναι μητέρα της απιστίας. Γιατί κάθε πονηρός είναι άπιστος, κι όποιος δεν πιστεύει, δεν έχει φόβο Θεού. Από την απιστία τώρα, γεννιέται η ραθυμία, η μητέρα της καταφρονήσεως, από την οποία αμελείται κάθε καλό και διαπράττεται κάθε κακό.

136. Η αληθινή πίστη περί Θεού και η απλανής γνώση των όντων αποτελούν την τέλεια ορθοδοξία των δογμάτων. Γι' αυτό και ο ορθόδοξος οφείλει να δοξολογεί με αυτά τα λόγια: «Δόξα Σοι Χριστέ ο Θεός ημών, δόξα Σοι. Γιατί Εσύ έγινες άνθρωπος για χάρη μας, υπερούσιε Θεέ Λόγε, και είναι μέγα το μυστήριο της οικονομίας Σου, Σωτήρα μας· δόξα Σοι».

137. Σύμφωνα με τον Άγιο Μάξιμο, τρεις είναι οι αδιάβλητες και ακατάκριτες αιτίες για τις οποίες κανείς συγγράφει λόγους: η πρώτη, για υπενθύμιση δική του· η δεύτερη, προς ωφέλεια των άλλων και η τρίτη, η συγγραφή από υπακοή. Από την τελευταία αυτή αιτία γράφτηκαν τα περισσότερα πατερικά έργα, για χάρη εκείνων που με ταπείνωση τα ζήτησαν. Εκείνος όμως που γράφει λόγους για τις αρετές με στόχο να αρέσει και να δοξαστεί και να επιδειχθεί, πήρε κιόλας το μισθό του(Ματθ. 6,5 & 16) και δεν έχει καμιά ωφέλεια εδώ ή μισθό στη μέλλουσα ζωή· αυτός θά καταδικαστεί ως ανθρωπάρεσκος και δόλιος και καπηλευόμενος το λόγο του Θεού(Β΄ Κορ. 2,17).


----------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, δ΄τόμος, σελ. 176-211).

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΣΙΝΑΙΤΗΣ .ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΩΦΕΛΙΜΑ 95-110

95. Ο λόγος έχει δοθεί για να τον απολαύσει κάθε λογική φύση, όπως προσφέρονται πολλά και διάφορα εδέσματα. Γι' αυτό η ψυχή αισθάνεται την ηδονή του κατά διαφόρους τρόπους: έχει τον επιστημονικό λόγο σαν παιδαγωγό να τη διαμορφώνει στο ήθος· το λόγο της αναγνώσεως, σαν νερό δροσερό να την τρέφει και να την αναπαύει· το λόγο της πράξεως, σαν τόπο χλοερό να τη δυναμώνει(Ψαλ,. 22,2)· το λόγο της χάρης, σαν ποτήρι με κρασί να τη μεθά(Ψαλμ. 22,5) και να την ευφραίνει, και την ανείπωτη αγαλλίασή της σαν λάδι που κάνει το πρόσωπό της ιλαρό(Ψαλμ. 103,15) και λαμπερό.

96. Τα παραπάνω η ψυχή δεν τα έχει μόνο μέσα της σαν ζωή, αλλά κι όταν τ' ακούει και από άλλους ως διδαχή, έτσι τα αισθάνεται, όταν φυσικά προϋπάρχει ανάμεσα στους δύο αγάπη και πίστη. Ο ένας δηλαδή ν' ακούει με πίστη κι ο άλλος να διδάσκει με αγάπη, παρουσιάζοντας χωρίς έπαρση και φιλοδοξία τους λόγους των αρετών. Τότε και οι δύο δέχονται ως εξής τα τέσσερα είδη του λόγου: το λόγο από τη μάθηση, ως παιδαγωγό· το λόγο της αναγνώσεως ως τροφό· το λόγο από την πράξη, που πηγάζει από τα έσω, ως γλυκύτατο νυμφαγωγό· το λόγο του Πνεύματος, που φωτίζει και ευφραίνει, ως νυμφίο που ενώνεται με την ψυχή. Γιατί η έκφραση "κάθε λόγος που εκπορεύεται από το στόμα του Θεού"(Ματθ. 4,4) σημαίνει τους λόγους που βγαίνουν διά του Πνεύματος από τα χείλη των Αγίων και είναι η γλυκύτατη ενεργοποιός πνοή του Πνεύματος, που την απολαμβάνουν όχι όλοι, αλλά μόνον οι άξιοι —αφού άλλωστε οι λογικοί έχουν τρυφή τους το λόγο. Εδώ είναι πολύ λίγοι εκείνοι που ευφραίνονται με πληρότητα από τους λόγους του Πνεύματος, ενώ οι πολλοί γνωρίζουν και μετέχουν μόνο τους τύπους των πνευματικών λόγων με τη μνήμη, χωρίς ακόμη να έχουν γευθεί με αίσθηση ψυχής τον αληθινό άρτο της μέλλουσας ζωής, δηλαδή τον λόγο του Θεού. Γιατί τότε μόνον αυτός θα είναι στη διάθεση των αξίων για να τους γεμίζει με κάθε ηδονή, χωρίς ποτέ να τρώγεται τελείως ή να εξαντλείται ή να θυσιάζεται.

97. Χωρίς νοερή αίσθηση, είναι αδύνατο να γευθεί κανείς την ηδονή των θείων με πληρότητα. Γιατί όπως εκείνος που άμβλυνε τις σωματικές του αισθήσεις, τις έκανε να μην ενεργούν στα αισθητά, και ούτε βλέπει, ούτε ακούει, ούτε οσφραίνεται, αλλά είναι παράλυτος, ή μάλλον μισοπεθαμένος, έτσι κι εκείνος που νέκρωσε τις φυσικές δυνάμεις της ψυχής του με τα πάθη του, τις έκανε ανίκανες να ενεργούν και να μετέχουν στα μυστήρια του Πνεύματος. Εκείνος δηλαδή που δε βλέπει και δεν ακούει και δεν αισθάνεται πνευματικώς, είναι νεκρός. Γιατί δε ζει μέσα του ο Χριστός, αλλά και ο ίδιος ούτε κινείται από το Χριστό, ούτε δέχεται τις ενέργειες του Χριστού.

98. Οι αισθήσεις έχουν ίση, ίδια, για να μην πω και μία, ενέργεια με τις ψυχικές δυνάμεις, και μάλιστα όταν είναι υγιείς. Γιατί οι ψυχικές δυνάμεις ζουν και ενεργούν μέσω των αισθήσεων, και το ζωτικό πνεύμα είναι ενωμένο και με τις δύο. Ο άνθρωπος, τότε είναι ουσιαστικά άρρωστος, όταν έχει τη γενική ασθένεια των παθών και είναι διαρκώς κατάκοιτος στο νοσοκομείο της ραθυμίας. Οι αισθήσεις εποπτεύουν με ευκρίνεια τα αισθητά και οι ψυχικές δυνάμεις τα νοητά, ιδίως όταν δεν υπάρχει μεταξύ τους καμία σατανική μάχη που να αντιτάσσεται στο νόμο του νου και του πνεύματος(Ρωμ. 7,23). Όταν όμως συναφθούν σε ένα και γίνουν ενιαίες με τη χάρη του Πνεύματος, τότε γνωρίζουν τα θεία και τα ανθρώπινα, πώς είναι στη φύση τους, κατά τρόπο άμεσο και ουσιαστικό, και θεωρούν τους λόγους αυτών με σαφήνεια, κι εποπτεύουν καθαρά, όσο αυτό είναι δυνατό, τη μία Αιτία των όλων, την Αγία Τριάδα.

99. Ο ησυχαστής οφείλει πρώτα να έχει σαν θεμέλιο, πάνω στο οποίο θα οικοδομεί, αυτές τις πέντε αρετές: σιωπή, εγκράτεια, αγρυπνία, ταπείνωση και υπομονή. Έπειτα, τρεις θεάρεστες εργασίες: ψαλμωδία, προσευχή και ανάγνωση· να έχει και εργόχειρο, αν είναι αδύνατος στα πνευματικά. Γιατί οι παραπάνω αρετές δεν περιέχουν μόνο όλες τις άλλες, αλλά και στερεώνουν η μία την άλλη. Ακόμη, ο ησυχαστής οφείλει να σχολάζει από το πρωί στη μνήμη του Θεού με την προσευχή και την καρδιακή ησυχία. Την πρώτη ώρα να προσεύχεται επίμονα, τη δεύτερη να διαβάζει, την τρίτη να ψάλλει, την τέταρτη να προσεύχεται, την πέμπτη να διαβάζει, την έκτη να ψάλλει, την έβδομη να προσεύχεται, την όγδοη να διαβάζει, την ένατη να ψάλλει, τη δέκατη να τρώει, την ενδέκατη να κοιμάται, αν έχει ανάγκη, και τη δωδέκατη ώρα να ψάλλει τον εσπερινό. Κι αν περνά με τέτοιο καλό τρόπο την ημέρα του, αρέσει στο Θεό.

100. Πρέπει κανείς σαν μέλισσα να μαζεύει από όλα το πιο χρήσιμο για τις αρετές και έτσι, μετέχοντας λίγο απ' όλα, να κάνει μεγάλη σύνθεση της εργασίας των αρετών, από τις οποίες θα προμηθεύεται το μέλι της σοφίας για να ευφραίνει τις ψυχές.

101. Αν θέλεις να περάσεις ευκολότερα το διάστημα της νύχτας, άκουσε. Τρεις τρόπους έχει η αγρυπνία της νύχτας: των αρχαρίων, των μέσων και των τελείων. Ο πρώτος τρόπος είναι, τη μισή νύχτα να κοιμάται κανείς και τη μισή να αγρυπνεί, ή από το βράδυ μέχρι τα μεσάνυχτα, ή από τα μεσάνυχτα μέχρι το πρωί. Ο δεύτερος τρόπος είναι, να αγρυπνεί κανείς το βράδυ μία-δύο ώρες, έπειτα να κοιμάται τέσσερις ώρες, και να σηκώνεται στον όρθρο για να ψάλλει και να προσευχηθεί έξι ώρες μέχρι το πρωί. Κατόπιν, να ψάλλει την πρώτη ώρα και να κάθεται να ησυχάζει καθώς προείπαμε. Και ή ν' ακολουθεί το πρόγραμμα των πνευματικών εργασιών που δώσαμε για τις ώρες της ημέρας, ή να διατηρεί αδιάκοπη τη συνέχεια της προσευχής, με την οποία έρχεται η έξη στον αγωνιστή. Τέλος, ο τρίτος τρόπος είναι η ολονύκτια στάση και εγρήγορση.

102. Σχετικά με το φαγητό, νομίζω ότι μία λίτρα ψωμί είναι αρκετή για όποιον αγωνίζεται στην ησυχία. Κι ας πίνει δύο ποτήρια κρασί και τρία νερό. Η τροφή του να είναι λιτή, όχι ό,τι ζητά η επιθυμία της φύσεως, αλλ' ό,τι οικονομεί η θεία Πρόνοια, και πάλι με εγκράτεια. Άριστη και σύντομη συμβουλή για όσους θέλουν να εφαρμόσουν την ακρίβεια, είναι να τηρούν τις τρεις περιεκτικές εργασίες των αρετών, νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. Αυτές εγγυώνται την ακλόνητη στήριξη όλων.

103. Η ησυχία έχει πριν απ' όλα ανάγκη από πίστη, υπομονή, ελπίδα και αγάπη με όλη την καρδιά και την ισχύ και τη δύναμη. Γιατί εκείνος που πιστεύει, κι αν δεν επιτύχει εδώ το ποθούμενο, από κάποια τυχόν αμέλεια ή από άλλη αιτία, κατά την ώρα όμως του θανάτου του είναι οπωσδήποτε αδύνατο να μην πληροφορηθεί τον καρπό της πίστεως και του αγώνα του και να μη δει την ελευθερία, η οποία είναι ο Ιησούς Χριστός, η απολύτρωση και η σωτηρία των ψυχών, ο Θεάνθρωπος Λόγος. Εκείνος όμως που απιστεί, θα καταδικαστεί οπωσδήποτε κατά την ώρα του θανάτου του, αλλά έχει κι από τώρα καταδικαστεί, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου(Ιω.3,18). Γιατί, λέει, όποιος δουλεύει στις ηδονές και ζητεί τη δόξα από τους ανθρώπους και όχι από το Θεό(Ιω.5,44), είναι άπιστος, κι ας φαίνεται στα λόγια πιστός. Αυτός εξαπάτησε τον εαυτό του χωρίς να το καταλάβει, και θ' ακούσει τότε: «Καθώς δε με δέχθηκες στην καρδιά σου, αλλά μου γύρισες περιφρονητικά την πλάτη, θα σε διώξω κι εγώ μακριά μου». Πρέπει ο πιστός να έχει καλές ελπίδες, να πιστεύει την αλήθεια του Θεού, όπως μαρτυρείται σε όλες τις Γραφές, και να ομολογεί την ασθένειά του, για να μην έχει διπλή την καταδίκη και αναπόφευκτη.

104. Τίποτε άλλο δε δίνει συντριβή στην καρδιά και ταπείνωση στην ψυχή, όσο το να παραμένει κανείς σε μόνωση με γνώση και η σιωπή για όλα τα πράγματα. Και τίποτε άλλο δεν διαφθείρει τόσο την κατάσταση της ησυχίας και δεν αφαιρεί από αυτήν τη θεία δύναμη, όσο τα έξι αυτά περιεκτικά πάθη: παρρησία, γαστριμαργία, πολυλογία, περισπασμός, έπαρση και οίηση, το κυριότερο πάθος. Εκείνος που συνήθισε σ' αυτά με προθυμία και που μετά την προκοπή του σ' αυτά σκοτίζεται ακόμη περισσότερο, γίνεται αναίσθητος. Κι αν μεν ανανήψει και ξαναβάλει αρχή με πίστη και προθυμία, θα επιτύχει πάλι αυτό που επιδιώκει, και μάλιστα αν ταπεινώνεται και ζητεί μ' επιμονή. Αν όμως, εξαιτίας της αμέλειάς του, βασιλέψει μέσα του κάποιο από τα πάθη που προείπαμε, τότε εκστρατεύει εναντίον του όλη η στρατιά των κακών, μαζί με την ολέθρια απιστία, κι ερημώνει την ψυχή που έγινε σαν τη Βαβυλώνα από τις ταραχές και τους θορύβους των δαιμόνων. Κι έτσι η τελευταία κατάσταση αυτού του ανθρώπου γίνεται χειρότερη από την πρώτη(Ματθ. 12,45), ώστε να γίνει οργίλος εχθρός και κατήγορος των άλλων ησυχαστών και ν' ακονίζει τη γλώσσα του σαν μυτερό δίκοπο μαχαίρι εναντίον τους.

105. Δεν είναι δυνατό να περάσει κανείς διαφορετικά τα νερά των παθών, από τα οποία θολώνει και ανακατώνεται η θάλασσα της ησυχίας και πλημμυρίζει την ψυχή, παρά με το ελαφρό πλοίο της περιεκτικής ακτημοσύνης και της εγκράτειας. Γιατί όταν, εξαιτίας της ακράτειας και της φιλοϋλίας, οι χείμαρροι των παθών κατακλύσουν με τα νερά τους τη γη της καρδιάς και φέρουν σ' αυτήν κάθε βρωμιά και λάσπη λογισμών, τότε προξενούν σύγχυση στο νου, θόλωμα στη διάνοια και βάρος στο σώμα. Και κάνουν την ψυχή και την καρδιά αδιάφορη και σκοτεινή και ναρκωμένη και τη βγάζουν έξω από τη φυσική της έξη και αίσθηση.

106. Τίποτε άλλο δεν κάνει τόσο πολύ την ψυχή των αγωνιστών άτονη, αδιάφορη και ανόητη, όσο η φιλαυτία, η τροφός των παθών. Όταν η φιλαυτία, αντί για τους κόπους της αρετής, προτιμά τις αναπαύσεις του σώματος και νομίζει πως είναι καλή για το σώμα η γνώμη να μην κοπιάζει κανείς στα έργα θεληματικά, και μάλιστα στους μικρούς κι εύκολους κόπους των εντολών, τότε προξενεί ατονία στην ψυχή για τους αγώνες της ησυχίας και κάνει ισχυρή και ακαταγώνιστη την παράλυση του σώματος στα έργα.

107. Για όσους είναι ασθενείς στις εντολές και θέλουν να εμέσουν εύκολα το θολερό σκοτισμό των παθών, δεν υπάρχει άλλος τόσο άριστος και πρώτος γιατρός, όσο η αδίστακτη και με πίστη υπακοή σε όλα. Αυτή είναι φάρμακο σύνθετο από πολλές αρετές, που ζωογονεί όσους το πίνουν, και νυστέρι που καθαρίζει με μια τις ουλές των τραυμάτων. Εκείνος λοιπόν που με πίστη και απλότητα διάλεξε πριν απ' όλα αυτήν να εξασκεί, έκοψε με μια όλα τα πάθη. Και όχι μόνο έφτασε στην ησυχία, αλλά ήδη με την υπακοή την βίωσε με πληρότητα, γιατί βρήκε το Χριστό και έγινε και λέγεται μιμητής και δούλος του Χριστού.

108. Χωρίς πενθική εργασία και ζωή, είναι αδύνατο να υπομείνει κανείς τον καύσωνα της ησυχίας. Όποιος έχει πένθος και μελετά τα πριν και τα μετά το θάνατο δεινά, πριν αυτά έρθουν, αυτός και υπομονή θα έχει και ταπείνωση, τα δύο θεμέλια της ησυχίας. Όποιος όμως ησυχάζει χωρίς υπομονή και ταπείνωση, έχει πάντοτε την αδιαφορία να συντροφεύει την οίηση. Από αυτές πολλαπλασιάζονται οι αιχμαλωσίες και οι ρεμβασμοί του νου και μας σπρώχνουν στη χαύνωση. Στη συνέχεια η ακράτεια, η θυγατέρα της ραθυμίας, κάνει το σώμα χαύνο και άτονο και σκοτίζει κι απολιθώνει το νου. Τότε και ο Ιησούς κρύβεται, καθώς υπάρχει τόσος όχλος νοημάτων και λογισμών στον τόπο της διάνοιας(Ιω. 5, 13).

109. Είναι αδύνατο να δοκιμάσουν όλοι με αίσθηση ψυχής το βασανισμό της συνειδήσεως, της τωρινής ή της μέλλουσας ζωής. Αυτό γίνεται αισθητό μόνο σ' εκείνους ειδικά που στερούνται τη δόξα και την αγάπη, από εδώ ή εκεί. Ο βασανισμός αυτός είναι σαν κάποιος δήμιος φοβερός που τιμωρεί τους ενόχους με ποικίλους τρόπους, και διαρκώς χρησιμοποιεί τυραννικά το ζήλο ή έλεγχο, σαν να τραβάει κοφτερό σπαθί. Αφού λοιπόν έχομε τη συνείδηση, ο λεγόμενος ζήλος ή, από άλλους, φυσικός θυμός, κινείται κατά τρεις τρόπους, προς τους δαίμονες, τη φύση και την ψυχή. Αυτόν μας προστάζουν να τον ακονίζομε σαν κοφτερό σπαθί εναντίον των εχθρών. Αν ο ζήλος αυτός νικήσει και υποτάξει τα δύο στο ένα, την αμαρτία δηλαδή και τη σάρκα στην ψυχή, τότε μεταβάλλεται σε ψηλό βουνό ανδρείας και φτάνει στο Θεό. Αν όμως η ψυχή υποταχθεί στα δύο, τότε ο ζήλος της γίνεται βασανισμός ανελέητος, γιατί υποδουλώθηκε με τη θέλησή της στους εχθρούς. Από εδώ και πέρα η ψυχή διαπράττει τα αίσχιστα, και επειδή έχασε την ενάρετη κατάστασή της, ξέπεσε και χωρίστηκε από το Θεό.

110. Από όλα τα πάθη, τα κατεξοχήν σκληρά και βαριά είναι δύο, η πορνεία και η ακηδία, τα οποία πιέζουν και παραλύουν την ταλαίπωρη ψυχή. Αυτά τα δύο πάθη έχουν αλληλουχία και αλληλοεξάρτηση, και είναι δυσκολοπολέμητα και αήττητα και τελείως ανίκητα από εμάς. Το πάθος της πορνείας πλεονάζει στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής, και από τη φύση του αγκαλιάζει αδιαχώριστα την ύλη και των δύο, της ψυχής δηλαδή και του σώματος, κι έχει αναμιγμένη όλη την ηδονή της σε όλα τα μέλη. Η ακηδία κυριαρχεί ψηλά στο ηγεμονικό της ψυχής, δηλαδή στο νου, και περισφίγγει όλη την ψυχή και όλη τη σάρκα σαν κισσός, κάνοντας την ανθρώπινη φύση νωθρή, αδρανή και παράλυτη. Τα δύο αυτά πάθη διώχνονται, αν και χωρίς να νικηθούν τελείως, και πριν από τη μακάρια κατάσταση της απάθειας, όταν η ψυχή ευφραίνεται έχοντας λάβει κατά την προσευχή δύναμη Αγίου Πνεύματος, η οποία της προξενεί άνεση και ισχύ και βαθιά ειρήνη στην καρδιά δια της ησυχίας. Η πορνεία λοιπόν είναι η αρχή, η βασίλισσα, η κυρίαρχος και η συνισταμένη των ηδονών, και η σύντροφός της ραθυμία είναι το ακαταμάχητο άρμα που μεταφέρει τους πολεμάρχους του Φαραώ(Έξ. 14, 7). Από αυτές τις δύο εισχώρησαν για μας τους αθλίους οι αφορμές των παθών στη ζωή.