Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΣΙΝΑΙΤΗΣ .ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΩΦΕΛΙΜΑ 95-110

95. Ο λόγος έχει δοθεί για να τον απολαύσει κάθε λογική φύση, όπως προσφέρονται πολλά και διάφορα εδέσματα. Γι' αυτό η ψυχή αισθάνεται την ηδονή του κατά διαφόρους τρόπους: έχει τον επιστημονικό λόγο σαν παιδαγωγό να τη διαμορφώνει στο ήθος· το λόγο της αναγνώσεως, σαν νερό δροσερό να την τρέφει και να την αναπαύει· το λόγο της πράξεως, σαν τόπο χλοερό να τη δυναμώνει(Ψαλ,. 22,2)· το λόγο της χάρης, σαν ποτήρι με κρασί να τη μεθά(Ψαλμ. 22,5) και να την ευφραίνει, και την ανείπωτη αγαλλίασή της σαν λάδι που κάνει το πρόσωπό της ιλαρό(Ψαλμ. 103,15) και λαμπερό.

96. Τα παραπάνω η ψυχή δεν τα έχει μόνο μέσα της σαν ζωή, αλλά κι όταν τ' ακούει και από άλλους ως διδαχή, έτσι τα αισθάνεται, όταν φυσικά προϋπάρχει ανάμεσα στους δύο αγάπη και πίστη. Ο ένας δηλαδή ν' ακούει με πίστη κι ο άλλος να διδάσκει με αγάπη, παρουσιάζοντας χωρίς έπαρση και φιλοδοξία τους λόγους των αρετών. Τότε και οι δύο δέχονται ως εξής τα τέσσερα είδη του λόγου: το λόγο από τη μάθηση, ως παιδαγωγό· το λόγο της αναγνώσεως ως τροφό· το λόγο από την πράξη, που πηγάζει από τα έσω, ως γλυκύτατο νυμφαγωγό· το λόγο του Πνεύματος, που φωτίζει και ευφραίνει, ως νυμφίο που ενώνεται με την ψυχή. Γιατί η έκφραση "κάθε λόγος που εκπορεύεται από το στόμα του Θεού"(Ματθ. 4,4) σημαίνει τους λόγους που βγαίνουν διά του Πνεύματος από τα χείλη των Αγίων και είναι η γλυκύτατη ενεργοποιός πνοή του Πνεύματος, που την απολαμβάνουν όχι όλοι, αλλά μόνον οι άξιοι —αφού άλλωστε οι λογικοί έχουν τρυφή τους το λόγο. Εδώ είναι πολύ λίγοι εκείνοι που ευφραίνονται με πληρότητα από τους λόγους του Πνεύματος, ενώ οι πολλοί γνωρίζουν και μετέχουν μόνο τους τύπους των πνευματικών λόγων με τη μνήμη, χωρίς ακόμη να έχουν γευθεί με αίσθηση ψυχής τον αληθινό άρτο της μέλλουσας ζωής, δηλαδή τον λόγο του Θεού. Γιατί τότε μόνον αυτός θα είναι στη διάθεση των αξίων για να τους γεμίζει με κάθε ηδονή, χωρίς ποτέ να τρώγεται τελείως ή να εξαντλείται ή να θυσιάζεται.

97. Χωρίς νοερή αίσθηση, είναι αδύνατο να γευθεί κανείς την ηδονή των θείων με πληρότητα. Γιατί όπως εκείνος που άμβλυνε τις σωματικές του αισθήσεις, τις έκανε να μην ενεργούν στα αισθητά, και ούτε βλέπει, ούτε ακούει, ούτε οσφραίνεται, αλλά είναι παράλυτος, ή μάλλον μισοπεθαμένος, έτσι κι εκείνος που νέκρωσε τις φυσικές δυνάμεις της ψυχής του με τα πάθη του, τις έκανε ανίκανες να ενεργούν και να μετέχουν στα μυστήρια του Πνεύματος. Εκείνος δηλαδή που δε βλέπει και δεν ακούει και δεν αισθάνεται πνευματικώς, είναι νεκρός. Γιατί δε ζει μέσα του ο Χριστός, αλλά και ο ίδιος ούτε κινείται από το Χριστό, ούτε δέχεται τις ενέργειες του Χριστού.

98. Οι αισθήσεις έχουν ίση, ίδια, για να μην πω και μία, ενέργεια με τις ψυχικές δυνάμεις, και μάλιστα όταν είναι υγιείς. Γιατί οι ψυχικές δυνάμεις ζουν και ενεργούν μέσω των αισθήσεων, και το ζωτικό πνεύμα είναι ενωμένο και με τις δύο. Ο άνθρωπος, τότε είναι ουσιαστικά άρρωστος, όταν έχει τη γενική ασθένεια των παθών και είναι διαρκώς κατάκοιτος στο νοσοκομείο της ραθυμίας. Οι αισθήσεις εποπτεύουν με ευκρίνεια τα αισθητά και οι ψυχικές δυνάμεις τα νοητά, ιδίως όταν δεν υπάρχει μεταξύ τους καμία σατανική μάχη που να αντιτάσσεται στο νόμο του νου και του πνεύματος(Ρωμ. 7,23). Όταν όμως συναφθούν σε ένα και γίνουν ενιαίες με τη χάρη του Πνεύματος, τότε γνωρίζουν τα θεία και τα ανθρώπινα, πώς είναι στη φύση τους, κατά τρόπο άμεσο και ουσιαστικό, και θεωρούν τους λόγους αυτών με σαφήνεια, κι εποπτεύουν καθαρά, όσο αυτό είναι δυνατό, τη μία Αιτία των όλων, την Αγία Τριάδα.

99. Ο ησυχαστής οφείλει πρώτα να έχει σαν θεμέλιο, πάνω στο οποίο θα οικοδομεί, αυτές τις πέντε αρετές: σιωπή, εγκράτεια, αγρυπνία, ταπείνωση και υπομονή. Έπειτα, τρεις θεάρεστες εργασίες: ψαλμωδία, προσευχή και ανάγνωση· να έχει και εργόχειρο, αν είναι αδύνατος στα πνευματικά. Γιατί οι παραπάνω αρετές δεν περιέχουν μόνο όλες τις άλλες, αλλά και στερεώνουν η μία την άλλη. Ακόμη, ο ησυχαστής οφείλει να σχολάζει από το πρωί στη μνήμη του Θεού με την προσευχή και την καρδιακή ησυχία. Την πρώτη ώρα να προσεύχεται επίμονα, τη δεύτερη να διαβάζει, την τρίτη να ψάλλει, την τέταρτη να προσεύχεται, την πέμπτη να διαβάζει, την έκτη να ψάλλει, την έβδομη να προσεύχεται, την όγδοη να διαβάζει, την ένατη να ψάλλει, τη δέκατη να τρώει, την ενδέκατη να κοιμάται, αν έχει ανάγκη, και τη δωδέκατη ώρα να ψάλλει τον εσπερινό. Κι αν περνά με τέτοιο καλό τρόπο την ημέρα του, αρέσει στο Θεό.

100. Πρέπει κανείς σαν μέλισσα να μαζεύει από όλα το πιο χρήσιμο για τις αρετές και έτσι, μετέχοντας λίγο απ' όλα, να κάνει μεγάλη σύνθεση της εργασίας των αρετών, από τις οποίες θα προμηθεύεται το μέλι της σοφίας για να ευφραίνει τις ψυχές.

101. Αν θέλεις να περάσεις ευκολότερα το διάστημα της νύχτας, άκουσε. Τρεις τρόπους έχει η αγρυπνία της νύχτας: των αρχαρίων, των μέσων και των τελείων. Ο πρώτος τρόπος είναι, τη μισή νύχτα να κοιμάται κανείς και τη μισή να αγρυπνεί, ή από το βράδυ μέχρι τα μεσάνυχτα, ή από τα μεσάνυχτα μέχρι το πρωί. Ο δεύτερος τρόπος είναι, να αγρυπνεί κανείς το βράδυ μία-δύο ώρες, έπειτα να κοιμάται τέσσερις ώρες, και να σηκώνεται στον όρθρο για να ψάλλει και να προσευχηθεί έξι ώρες μέχρι το πρωί. Κατόπιν, να ψάλλει την πρώτη ώρα και να κάθεται να ησυχάζει καθώς προείπαμε. Και ή ν' ακολουθεί το πρόγραμμα των πνευματικών εργασιών που δώσαμε για τις ώρες της ημέρας, ή να διατηρεί αδιάκοπη τη συνέχεια της προσευχής, με την οποία έρχεται η έξη στον αγωνιστή. Τέλος, ο τρίτος τρόπος είναι η ολονύκτια στάση και εγρήγορση.

102. Σχετικά με το φαγητό, νομίζω ότι μία λίτρα ψωμί είναι αρκετή για όποιον αγωνίζεται στην ησυχία. Κι ας πίνει δύο ποτήρια κρασί και τρία νερό. Η τροφή του να είναι λιτή, όχι ό,τι ζητά η επιθυμία της φύσεως, αλλ' ό,τι οικονομεί η θεία Πρόνοια, και πάλι με εγκράτεια. Άριστη και σύντομη συμβουλή για όσους θέλουν να εφαρμόσουν την ακρίβεια, είναι να τηρούν τις τρεις περιεκτικές εργασίες των αρετών, νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. Αυτές εγγυώνται την ακλόνητη στήριξη όλων.

103. Η ησυχία έχει πριν απ' όλα ανάγκη από πίστη, υπομονή, ελπίδα και αγάπη με όλη την καρδιά και την ισχύ και τη δύναμη. Γιατί εκείνος που πιστεύει, κι αν δεν επιτύχει εδώ το ποθούμενο, από κάποια τυχόν αμέλεια ή από άλλη αιτία, κατά την ώρα όμως του θανάτου του είναι οπωσδήποτε αδύνατο να μην πληροφορηθεί τον καρπό της πίστεως και του αγώνα του και να μη δει την ελευθερία, η οποία είναι ο Ιησούς Χριστός, η απολύτρωση και η σωτηρία των ψυχών, ο Θεάνθρωπος Λόγος. Εκείνος όμως που απιστεί, θα καταδικαστεί οπωσδήποτε κατά την ώρα του θανάτου του, αλλά έχει κι από τώρα καταδικαστεί, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου(Ιω.3,18). Γιατί, λέει, όποιος δουλεύει στις ηδονές και ζητεί τη δόξα από τους ανθρώπους και όχι από το Θεό(Ιω.5,44), είναι άπιστος, κι ας φαίνεται στα λόγια πιστός. Αυτός εξαπάτησε τον εαυτό του χωρίς να το καταλάβει, και θ' ακούσει τότε: «Καθώς δε με δέχθηκες στην καρδιά σου, αλλά μου γύρισες περιφρονητικά την πλάτη, θα σε διώξω κι εγώ μακριά μου». Πρέπει ο πιστός να έχει καλές ελπίδες, να πιστεύει την αλήθεια του Θεού, όπως μαρτυρείται σε όλες τις Γραφές, και να ομολογεί την ασθένειά του, για να μην έχει διπλή την καταδίκη και αναπόφευκτη.

104. Τίποτε άλλο δε δίνει συντριβή στην καρδιά και ταπείνωση στην ψυχή, όσο το να παραμένει κανείς σε μόνωση με γνώση και η σιωπή για όλα τα πράγματα. Και τίποτε άλλο δεν διαφθείρει τόσο την κατάσταση της ησυχίας και δεν αφαιρεί από αυτήν τη θεία δύναμη, όσο τα έξι αυτά περιεκτικά πάθη: παρρησία, γαστριμαργία, πολυλογία, περισπασμός, έπαρση και οίηση, το κυριότερο πάθος. Εκείνος που συνήθισε σ' αυτά με προθυμία και που μετά την προκοπή του σ' αυτά σκοτίζεται ακόμη περισσότερο, γίνεται αναίσθητος. Κι αν μεν ανανήψει και ξαναβάλει αρχή με πίστη και προθυμία, θα επιτύχει πάλι αυτό που επιδιώκει, και μάλιστα αν ταπεινώνεται και ζητεί μ' επιμονή. Αν όμως, εξαιτίας της αμέλειάς του, βασιλέψει μέσα του κάποιο από τα πάθη που προείπαμε, τότε εκστρατεύει εναντίον του όλη η στρατιά των κακών, μαζί με την ολέθρια απιστία, κι ερημώνει την ψυχή που έγινε σαν τη Βαβυλώνα από τις ταραχές και τους θορύβους των δαιμόνων. Κι έτσι η τελευταία κατάσταση αυτού του ανθρώπου γίνεται χειρότερη από την πρώτη(Ματθ. 12,45), ώστε να γίνει οργίλος εχθρός και κατήγορος των άλλων ησυχαστών και ν' ακονίζει τη γλώσσα του σαν μυτερό δίκοπο μαχαίρι εναντίον τους.

105. Δεν είναι δυνατό να περάσει κανείς διαφορετικά τα νερά των παθών, από τα οποία θολώνει και ανακατώνεται η θάλασσα της ησυχίας και πλημμυρίζει την ψυχή, παρά με το ελαφρό πλοίο της περιεκτικής ακτημοσύνης και της εγκράτειας. Γιατί όταν, εξαιτίας της ακράτειας και της φιλοϋλίας, οι χείμαρροι των παθών κατακλύσουν με τα νερά τους τη γη της καρδιάς και φέρουν σ' αυτήν κάθε βρωμιά και λάσπη λογισμών, τότε προξενούν σύγχυση στο νου, θόλωμα στη διάνοια και βάρος στο σώμα. Και κάνουν την ψυχή και την καρδιά αδιάφορη και σκοτεινή και ναρκωμένη και τη βγάζουν έξω από τη φυσική της έξη και αίσθηση.

106. Τίποτε άλλο δεν κάνει τόσο πολύ την ψυχή των αγωνιστών άτονη, αδιάφορη και ανόητη, όσο η φιλαυτία, η τροφός των παθών. Όταν η φιλαυτία, αντί για τους κόπους της αρετής, προτιμά τις αναπαύσεις του σώματος και νομίζει πως είναι καλή για το σώμα η γνώμη να μην κοπιάζει κανείς στα έργα θεληματικά, και μάλιστα στους μικρούς κι εύκολους κόπους των εντολών, τότε προξενεί ατονία στην ψυχή για τους αγώνες της ησυχίας και κάνει ισχυρή και ακαταγώνιστη την παράλυση του σώματος στα έργα.

107. Για όσους είναι ασθενείς στις εντολές και θέλουν να εμέσουν εύκολα το θολερό σκοτισμό των παθών, δεν υπάρχει άλλος τόσο άριστος και πρώτος γιατρός, όσο η αδίστακτη και με πίστη υπακοή σε όλα. Αυτή είναι φάρμακο σύνθετο από πολλές αρετές, που ζωογονεί όσους το πίνουν, και νυστέρι που καθαρίζει με μια τις ουλές των τραυμάτων. Εκείνος λοιπόν που με πίστη και απλότητα διάλεξε πριν απ' όλα αυτήν να εξασκεί, έκοψε με μια όλα τα πάθη. Και όχι μόνο έφτασε στην ησυχία, αλλά ήδη με την υπακοή την βίωσε με πληρότητα, γιατί βρήκε το Χριστό και έγινε και λέγεται μιμητής και δούλος του Χριστού.

108. Χωρίς πενθική εργασία και ζωή, είναι αδύνατο να υπομείνει κανείς τον καύσωνα της ησυχίας. Όποιος έχει πένθος και μελετά τα πριν και τα μετά το θάνατο δεινά, πριν αυτά έρθουν, αυτός και υπομονή θα έχει και ταπείνωση, τα δύο θεμέλια της ησυχίας. Όποιος όμως ησυχάζει χωρίς υπομονή και ταπείνωση, έχει πάντοτε την αδιαφορία να συντροφεύει την οίηση. Από αυτές πολλαπλασιάζονται οι αιχμαλωσίες και οι ρεμβασμοί του νου και μας σπρώχνουν στη χαύνωση. Στη συνέχεια η ακράτεια, η θυγατέρα της ραθυμίας, κάνει το σώμα χαύνο και άτονο και σκοτίζει κι απολιθώνει το νου. Τότε και ο Ιησούς κρύβεται, καθώς υπάρχει τόσος όχλος νοημάτων και λογισμών στον τόπο της διάνοιας(Ιω. 5, 13).

109. Είναι αδύνατο να δοκιμάσουν όλοι με αίσθηση ψυχής το βασανισμό της συνειδήσεως, της τωρινής ή της μέλλουσας ζωής. Αυτό γίνεται αισθητό μόνο σ' εκείνους ειδικά που στερούνται τη δόξα και την αγάπη, από εδώ ή εκεί. Ο βασανισμός αυτός είναι σαν κάποιος δήμιος φοβερός που τιμωρεί τους ενόχους με ποικίλους τρόπους, και διαρκώς χρησιμοποιεί τυραννικά το ζήλο ή έλεγχο, σαν να τραβάει κοφτερό σπαθί. Αφού λοιπόν έχομε τη συνείδηση, ο λεγόμενος ζήλος ή, από άλλους, φυσικός θυμός, κινείται κατά τρεις τρόπους, προς τους δαίμονες, τη φύση και την ψυχή. Αυτόν μας προστάζουν να τον ακονίζομε σαν κοφτερό σπαθί εναντίον των εχθρών. Αν ο ζήλος αυτός νικήσει και υποτάξει τα δύο στο ένα, την αμαρτία δηλαδή και τη σάρκα στην ψυχή, τότε μεταβάλλεται σε ψηλό βουνό ανδρείας και φτάνει στο Θεό. Αν όμως η ψυχή υποταχθεί στα δύο, τότε ο ζήλος της γίνεται βασανισμός ανελέητος, γιατί υποδουλώθηκε με τη θέλησή της στους εχθρούς. Από εδώ και πέρα η ψυχή διαπράττει τα αίσχιστα, και επειδή έχασε την ενάρετη κατάστασή της, ξέπεσε και χωρίστηκε από το Θεό.

110. Από όλα τα πάθη, τα κατεξοχήν σκληρά και βαριά είναι δύο, η πορνεία και η ακηδία, τα οποία πιέζουν και παραλύουν την ταλαίπωρη ψυχή. Αυτά τα δύο πάθη έχουν αλληλουχία και αλληλοεξάρτηση, και είναι δυσκολοπολέμητα και αήττητα και τελείως ανίκητα από εμάς. Το πάθος της πορνείας πλεονάζει στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής, και από τη φύση του αγκαλιάζει αδιαχώριστα την ύλη και των δύο, της ψυχής δηλαδή και του σώματος, κι έχει αναμιγμένη όλη την ηδονή της σε όλα τα μέλη. Η ακηδία κυριαρχεί ψηλά στο ηγεμονικό της ψυχής, δηλαδή στο νου, και περισφίγγει όλη την ψυχή και όλη τη σάρκα σαν κισσός, κάνοντας την ανθρώπινη φύση νωθρή, αδρανή και παράλυτη. Τα δύο αυτά πάθη διώχνονται, αν και χωρίς να νικηθούν τελείως, και πριν από τη μακάρια κατάσταση της απάθειας, όταν η ψυχή ευφραίνεται έχοντας λάβει κατά την προσευχή δύναμη Αγίου Πνεύματος, η οποία της προξενεί άνεση και ισχύ και βαθιά ειρήνη στην καρδιά δια της ησυχίας. Η πορνεία λοιπόν είναι η αρχή, η βασίλισσα, η κυρίαρχος και η συνισταμένη των ηδονών, και η σύντροφός της ραθυμία είναι το ακαταμάχητο άρμα που μεταφέρει τους πολεμάρχους του Φαραώ(Έξ. 14, 7). Από αυτές τις δύο εισχώρησαν για μας τους αθλίους οι αφορμές των παθών στη ζωή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου