ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΚΑΛΥΒΙΤΗΣ - Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΑΓΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ.
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ & ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ἩΜΩΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΚΑΛΥΒΙΤΟΥ.
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΚΑΛΥΒΙΤΟΥ ΠΟΥ ΟΤΑΝ ΔΙΑΒΑΣΕ Ο ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΤΟΝ ΛΑΤΡΕΨΕ ΤΟΣΟ ΩΣΤΕ ΑΝΑΧΩΡΗΣΕ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΝ ΜΙΜΗΘΗ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΕΠΡΑΞΕ,ΓΙ΄ΑΥΤΟ ΠΡΕΣΒΕΥΟΥΝ ΤΩΡΑ ΜΑΖΙ ΥΠΕΡ ΠΑΝΤΩΝ ΗΜΩΝ.
«Ἀρνησίκοσμος παῖς λιπῶν γῆς καλύβα
Ἐν οὐρανοῖς ἔπηξε καινήν καλύβα»
Ἰησοῦς ὁ Αἰώνιος Κατακτητής. Ἰησοῦς ὁ Μεγάλος Πυρπολητής. Ἰησοῦς ὁ Μπουρλοτιέρης τῶν ψυχῶν. Ἑκατοντάδες καρδιές συντονίζουν τους παλμούς τους μ᾿Ἐκεῖνον.Μυριάδες ἀνθρώπινες ὑπάρξεις δέχονται το προσκλητήριο μήνυμα στ᾿ ἀκρογιάλι τῆς Γαλιλαίας τους.
Ἀναρίθμητοι οἱ πιστοί ἀκόλουθοι τοῦ Ἰησοῦ. Ποικιλόμορφοι και ἰδιόμορφοι κοσμοῦν το πολύφωτο στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας.Στη δρᾶσι και στην ἀφάνεια, στο κήρυγμα και στη σιωπή, γίνονται Μάρτυρες Χριστοῦ, πρακτικοί μεταφραστές τοῦ Εὐαγγελίου, φλογεροί ἐραστές τοῦ Θείου Διδασκάλου.Μια μορφή συνηρπασμένη ἀπό το Θεῖο Ἔρωτα εἶναι και ὁ ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ὁ ΚΑΛΥΒΙΤΗΣ.
ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ἡ Κωνσταντινούπολις εἶναι ἡ πατρίδα του. Εὐτρόπιος συγκλητικός και Θεοδώρα οἱ γονεῖς του. Και οἱ δυο ὁμόζυγοι και ὁμότροποι, πλούσιοι σε ὑλικά ἀγαθά, ἀλλά και στην ἀρετή. Εὐσεβεῖς και φιλόχρηστοι φροντίζουν και ἀγωνιοῦν για τη σωστή ἀνατροφή τῶν τριῶν παιδιῶν, που ὁ Κύριος τους χαρίζει. Τα δυο τέκνα τους ἀνέρχονται σε ὑψηλά ἀξιώματα κι εὐημεροῦν. Ὁ νεώτερος γιός, ὁ Ἰωάννης, ἐντρυφᾷ στις Ἱερές Γραφές, φωτίζεται, χαριτώνεται και διαπιστώνει τη ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου.
ΠΟΘΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
Εἶναι δώδεκα χρονῶν ὅταν ὁ Κύριος χτυπάει την πόρτα τῆς καρδιᾶς του. Ἡ συνάντησίς του μ᾿ ἕνα ζηλωτή Μοναχό τῆς Μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων ἀνάβει πυρκαϊά στα στήθη του. Το Μοναχικό ἰδεῶδες ποθεῖ να βιώσει. Ν᾿ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικά στον Κύριο ἐπιθυμεῖ. Και ἱκετεύει το Μοναχό να τον πάρει μαζί του ἐπιστρέφοντας ἀπο τα Ἱεροσόλυμα. Ἡ ὑπόσχεσις δίνεται ἐπίσημα κι ὁ Ἰωάννης περιχαρής συνομιλεῖ ἀδιάλλειπτα με τον Κύριό του.
Οἱ γονεῖς καμαρώνουν το ἐνάρετο παιδί τους. Κι ὁ Ἰωάννης ζητάει να τοῦ δωρίσουν ἕνα Εὐαγγέλιο. Ἡ ἐπιθυμία του εὐπρόσδεκτη. Πολύ σύντομα φθάνει στα χέρια του ἕνα χειρόγραφο ὁλόχρυσο Εὐαγγέλιο, δῶρο πολύτιμο. Ἡ χαρά του ἀπερίγραπτη. Ἡ δίψα του για μελέτη ἀκόρεστη. Ἡ εὐγνωμοσύνη του μεγάλη. Ἀλλά πάνω ἀπο τη στοργή τῶν γονέων του ὁ Ἰωάννης τοποθετεῖ την ἀγάπη στο Θεό. Γι᾿ αὐτό και ἡ ἀπόφασίς του εἶναι ἀμετάκλητη.
ἈΝΑΧΩΡΗΣΙΣ ἹΕΡΗ
Ὁ Ἰωάννης ἀναμένει ἐναγώνια την ἐπιστροφή τοῦ Ἀββᾶ. Κι ἡ ὥρα τῆς συναντήσεως δεν ἀργεῖ. Συναγάλλονται και δοξολογοῦν το Θεό. Ὁ Ἰωάννης γνωρίζει τον συναισθηματισμό τῶν γονέων του και προβλέπει ἔντονες ἀντιδράσεις. Γι᾿ αὐτό θερμοπαρακαλεῖ τον Ἀββᾶ ν᾿ ἀναχωρήσουν κρυφά. Ἀνευρίσκουν πλοιάριο κι ἀναζητοῦν τα ναῦλα. Ὁ Ἰωάννης καταφεύγει στη μητέρα του. Ζητάει χρήματα για να συμφάγει δῆθεν με τους φίλους του. Κι ἐξασφαλίζει ἑκατό νομίσματα κι ἕναν ὑπηρέτη για συνοδό.
Συναντάει τον Μοναχό, προπληρώνει τον καπετάνιο τοῦ καραβιοῦ, συνεννοεῖται για τον τρόπο ἀναχωρήσεως κι ἀναμένει τη στιγμή.
Ὁ ὑπηρέτης εἶναι ἕνα πρόβλημα, ἀλλά ὁ Ἰωάννης τον ἀποστέλνει να εἰδοποιήσει τους φίλους του, ἐνῶ ὁ ἴδιος με τον Ἀββᾶ, εὐνοϊκοῦ τοῦ καιροῦ, ἀναχωροῦν κρυφά. Ὁ ὑπηρέτης ἐπανέρχεται και τον ἀναζητάει ἐπίμονα. Ἀναγγέλλει στους γονεῖς την ἐξαφάνισι τοῦ Ἰωάννου. Ἄναυδοι ἐνεργοῦν ἀστραπιαία. Ἀποστέλλουν ὑπηρέτες ἀνα την πόλι σε ἀναζήτησι. Οἱ κόποι μάταιοι. Ὁ Ἰωάννης ἄφαντος. Οἱ γονεῖς του θρηνοῦν ἀπαρηγόρητα το χαμό του. Ἡ μητρική καρδιά σπαράζει. Το πατρικό φίλτρο πληγώνεται. Και οἱ δυο ὀδύρονται για την ἀπώλεια τοῦ λατρευτοῦ παιδιοῦ τους.
ΜΟΝΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ
Ἔχουν περάσει ἤδη τρεῖς ἡμέρες και το πλοῖο φθάνει στη Μονή τῶν Ἀκοίμητων. Ὁ Ἰωάννης προσκυνεῖ στο καθολικό, ὑποβάλλει τα σέβη του στον Ἡγούμενο, χαιρετᾶ ταπεινά τούς ἀδελφούς και ἐκφράζει τον ἐνδόμυχο πόθο του να ἐνδυθεῖ το Ἀγγελικό Σχῆμα. Το νεαρό τῆς ἡλικίας του καθιστᾷ δύσπιστο τον ἔμπειρο Γέροντα. Τονίζει τις δυσκολίες τοῦ δρόμου τῆς αὐταπαρνήσεως και την στενότητα τῆς τεθλιμμένης ὁδοῦ. Ὅμως οἱ δακρύβρεχτες θερμές παρακλήσεις, ἡ ἀποφασιστικότητα και ὁ ἔνθεος ζῆλος του, ἐχεγγυοῦν, ἀφοπλίζουν τον Γέροντα και ἡ εἴσοδός του γίνεται ἀποδεκτή. Ὁ Ἰωάννης κείρεται Μοναχός. Δέχεται τη χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος και τις ὁλόθερμες εὐχές τοῦ Ἡγουμένου για νικηφόρες μάχες κατά τοῦ Διαβόλου. Ἐπί ἕξι χρόνια γιγαντομαχεῖ. Ἐπιδίδεται σε αὐστηρές νηστεῖες, σε ἀδιάλειπτες προσευχές, σε ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες, σε σκληρές ἐξουθενώσεις, σε ἐντατική μελέτη. Ἐργάζεται διαρκῶς. Ὑπακούει ἀναντίῤῥητα. Ὑπομένει ταπεινά. Ἀγωνίζεται ἀκατάπαυστα. Φθάνει σε ὕψη ἀρετῆς.Ἡ νεανική μορφή του γίνεται ἀσκητική.
Ἀλλά ὁ μισόκαλος Διάβολος φθονεῖ την πρόοδό του και τοῦ ἐνσπείρει λογισμούς ἐνθυμήσεως τῶν γονέων του, τῶν φίλων του, τῆς πρότερης ἄνετης ζωῆς του. Ἡ καρδιά του φλογίζεται. Το κορμί του λιώνει. Στα πύρινα βέλη τοῦ Σατανᾶ ἀντιπαραθέτει ἔνθερμη κραυγή προς τον Κύριον, ἔντονη καταπόνησι τοῦ σώματος. Ἡ μορφή του σκελετώνεται. Ἐξομολογεῖται στον Ἡγούμενο τον ἀμείλικτο πόλεμο τοῦ ἐχθροῦ. Ὁ Γέροντας λυπεῖται κατάβαθα, πονεῖ ὑπερβολικά, ὑποχωρεῖ κι ἐπιτρέπει την ἀναχώρησί του. Τον ἀποχωρίζεται, ἀλλά τον συνοδεύει με τις ὁλόθερμες εὐχές του.
ἘΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ
Ὁ Ἰωάννης ἀναχωρεῖ με την σθεναρή ἀπόφασι να μην ἀποκαλυφθεῖ στους γονεῖς του. Ἀπομακρύνεται και χύνει καυτά δάκρυα. Φεύγει και στέλνει θερμές ἱκετευτικές κραυγές στον Κύριο για ἀμέριστη συμπαράστασι, για διαρκῆ συμπόρευσι, για ἀδιάλλειπτη ἐνίσχυσι.Βαδίζοντας συναντᾶ ρακένδυτο Μοναχό. Ἀνταλλάσσουν τα ἐνδύματα, ζητάει τις εὐχές του, συμβαδίζουν λίγο κι ἀποχωρίζονται. Ὁ Ὅσιος μόνος πλησιάζει το πατρικό του σπίτι. Γονυκλινής και μετά δακρύων ἐπιζητεῖ το ἔλεος τοῦ Θεοῦ για να κατανικήσει το Σατανᾶ.
Εἶναι νύκτα. Ἤδη βρίσκεται μπροστά στο ἀρχοντόσπιστο τοῦ πατέρα του. Διανυκτερεύει προσευχόμενος ἐκτενῶς. Ξημερώνει κι ἡ τελική μάχη ἀρχίζει. Ἕνας ρακένδυτος, σκελετωμένος, κατάχλωμος ζητιάνος ζητάει καλύβα στον κῆπο τοῦ ἄρχοντα Εὐτρόπιου.Ὁ ὑπηρέτης τον ἀποπέμπει. Ὁ Ἰωάννης ἱκετεύει για την παραμονή του. Σε λίγο ἀντικρύζει τον πατέρα του.Δακρύζει,και εὐχαριστεῖ το Θεό.Πλησιάζει τον πατέρα του κι ἐπιζητεῖ την εὐσπλαχνία του.«Ἄφησέ με, σε παρακαλῶ, να μείνω στο προπύλαιο». Ἡ ὄψις του προκαλεῖ τον οἶκτο και γίνεται δεκτό το αἰτημά του κι ἐκπληρώνεται ἡ ἐπιθυμία του.
Ἡ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΒΑ
Μιά καλύβα φτιάχνεται αὐθημερόν, κι αὐτή γίνεται ἡ ἔπαλξις, ὅπου κονταροχτυπιέται ὁ Ἰωάννης με το Διάβολο. Ἀγρυπνεῖ και προσεύχεται. Νηστεύει αὐστηρά και διαμοιράζει στους φτωχούς και στους δούλους την τροφή, που πλούσια του παρέχεται.Ταλαιπωρεῖ ὑπέρμετρα το σῶμα και θεώνει την ψυχή. Ἡ μητέρα του φοβεῖται την ἄγρια ὄψι του. Ὁ Διάβολος τον προκαλεῖ ν᾿ ἀποκαλυφθεῖ. Ὑπομένει ἀκλόνητα και παραμένει για τους γονεῖς του ὁ ἄγνωστος ζητιάνος. Ὁ Κύριος παρακολουθεῖ τον τριετῆ πολύμοχθο ἀγώνα του κι ἐμφανίζεται στον ὕπνο του. Ἐπιβραβεύει την παντελῆ αὐταπάρνησι, την τελεία ὑπομονή, τη βαθειά ταπείνωσι, την περιφανῆ νίκη κατά τοῦ Διαβόλου κι ἀναγγέλλει την μετά τριήμερο ἀναχώρησί του για την προσωπική συνάντησι μαζί Του και την συναγαλλίασι με τους Ἀγγέλους και τους Ἁγίους.
ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ
Ὁ Ἰωάννης ξυπνάει και ὑμνολογεῖ τον Κύριο για την ἔκφρασι τῆς εὐαρέσκειας και την κατάταξι με τους Ἁγίους. Παρακαλεῖ συνάμα και για την ἄφεσι τῶν ἀνομιῶν τῶν γονέων του. Μετά καλεῖ τον ὑπηρέτη και τον παρακαλεῖ να μεταβιβάσει πρόσκλησι στη μητέρα του για να τον ἐπισκεφθεῖ. Ἡ μητέρα του φοβᾶται την ἀγριότητά του κι ἀποῤῥίπτει την πρόσκλησι. Ὁ Ὅσιος ἐπιμένει και ζητεῖ να την ἰδεῖ. Ἀναγγέλλει την μετά τρεῖς μέρες κοίμησί του και την ἐξαναγκάζει ν᾿ ἀποδεχθεῖ το κάλεσμα. Στέλνει ὅμως δοῦλο και τον φέρνουν στο σπίτι της. Ὁ Ὅσιος ἐκφράζει τις εὐχαριστίες του για την ἐλεήμονα φιλοξενία κι ἀναθέτει στο Χριστό την ἀπόδοσι τοῦ μισθοῦ. Ζητεῖ δε την ἐκπλήρωσι μιᾶς ὕστατης ἐπιθυμίας, ἀφοῦ παίρνει την ἔνορκη διαβεβαίωσι τῆς ἐκτελέσεως. «Να μη γίνει ἀλλαγή ἐνδυμάτων κατὰ την ταφή του και νὰ ταφεῖ στην καλύβα, στο πεδίο τῆς μάχης και τῆς νίκης με το Διάβολο». «Ἀντιπροσφέρει δε ὡς δῶρο το χρυσοποίκιλτο Εὐαγγέλιο κι ἐπιστρέφει στην καλύβα.
Ἡ μητέρα του ἀναγνωρίζει το Εὐαγγέλιο, δῶρο δικό της στο λατρευτό παιδί της. Το ἀνακοινώνει ἀμέσως στον Εὐτρόπιο και σπεύδουν να πληροφορηθοῦν ὅ,τι σχετικό γνωρίζει ὁ Ὅσιος για τον γυιό τους.
ΑΥΤΟΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ἘΚΔΗΜΙΑ.
Ἡ στιγμή εἶναι ἀνεπανάληπτη. Μπροστά του βρίσκονται οἱ γονεῖς του κι ἀναμένουν με δάκρυα τις πληροφορίες. Ὁ Ὅσιος συγκλονίζεται ἀπο τη συγκίνησι κι ἀποκαλύπτεται. «Ἐγὼ εἶμαι ὁ γυιός σας Ἰωάννης. Το Εὐαγγέλιο πιστοποιεῖ την ταυτότητά μου». Και διηγεῖται λεπτομέρειες τῆς ζωῆς του σαν ἀπόδειξι τῆς ἀλήθειας τῶν λόγων του. Οἱ γονεῖς μένουν ἄναυδοι. Ἀντικρύζουν το χαμένο παμπόθητο παιδί τους και ἀγάλλονται. Θεωροῦν το τέλος του και θρηνοῦν γοερά. Οἱ κάτοικοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως το πληροφοροῦνται και συμμετέχουν στη χαρά και στον πόνο τῶν γονέων. Ἀναλογίζονται την ἀπαράμιλλη ὑπομονή του και καταπλήσσονται. Ὁ Ὅσιος δίνει τις τελευταῖες παρηγορητικές νουθεσίες στους γονεῖς του, εὐχαριστεῖ το Θεό για την λαμπρή νίκη κατά τοῦ Διαβόλου, εὔχεται για τους θλιμμένους γονεῖς του και στις 15 Ἰανουαρίου παραδίδει την ψυχή του πάλλευκη στα χέρια τοῦ Κυρίου, για να λάβει το στεφάνι τῆς νίκης.
ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
Ἡ μητέρα του ξεχνᾶ την ὑπόσχεσί της και τον ἐνδύει περίλαμπρα. Παρευθύς γίνεται σεισμός κι ἀκούεται φωνή: «Βάλε τα ἐνδύματά μου για να μην τιμωρηθεῖς». Ἡ μάνα μένει παράλυτη και ἄφωνη. Ὁ πατέρας ἐνθυμεῖται την ἐντολή τοῦ παιδιοῦ τους, τον ἐνδύουν ρακένδυτα και ἡ μητέρα θεραπεύεται. Την ἴδια στιγμή ὁ Ὅσιος θαυματουργεῖ ποικιλότροπα. Το σῶμα του ἐνταφιάζεται με τη συμμετοχή τοῦ Πατριάρχου, κλήρου και λαοῦ στην καλύβα. Ἐκεῖ ἀνεγείρεται ἀπο τους γονεῖς του Ναός και το ὑπόλοιπό της περιουσίας διαμοιράζεται στους φτωχούς. Διέρχονται τη λοιπή ζωή τούς θεάρεστα και ἀπέρχονται στα Οὐράνια Σκηνώματα για να συνευφραίνονται αἰώνια με τον περιπόθητο γυιό τους Ἰωάννη.
ἘΠΙΛΟΓΟΣ
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὑπόδειγμα μακρᾶς ὑπομονῆς, ὁλοκληρωτικῆς καταφρονήσεως τῶν πρόσκαιρων ἀπολαύσεων, καθολικῆς περιφρονήσεως τῆς ἐφήμερης δόξης, αὐστηρῆς ἐγκράτειας, ἄκρας ὑποταγῆς τῆς θελήσεώς του στο θέλημα τοῦ Θεοῦ, τέλειας ἐχεμύθειας τῆς ταυτότητας τοῦ μέχρι την ὥρα τοῦ θανάτου του. Οἱ ἀρετές τοῦ προκλήσεις και προσκλήσεις για μίμησι.Κι ἐμεῖς ταπεινοί τιμητές τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου, ἀλλά και πρόθυμοι μιμητές ἂς γίνουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου