"Λόγος ΚΣΤ΄ - Εις εαυτόν εις τον λαόν και εις τους ποιμένας"
1. Σας εποθούσα, τέκνα, και μ' εποθούσατε εις ίσον βαθμόν. Το πιστεύω, αν βεβαίως πρέπει εις τον λόγον να προσθέσω και πίστιν, «ναι μα την καύχησίν μου δια σας, την οποίαν έχω ενώπιον του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας». Διότι αυτήν την μορφήν όρκου μου υπέδειξε το άγιον Πνεύμα, με του οποίου την χάριν εκινήθημεν προς σας, δια να καταρτίσωμεν εις τον Κύριον λαόν περιούσιον.
Παρατηρήσατε πόση είναι η πίστις· και δια τα ιδικά μου αισθήματα σας πείθω και δια τα ιδικά σας διαβεβαιώνω. Και τούτο δεν είναι καθόλου αξιοθαύμαστον. Εις όσους είναι κοινόν το Πνεύμα, κοινόν είναι και το πάθος· εις όσους δε είναι ίσον το πάθος, ίση είναι και η πίστις. Διότι ό,τι δεν έπαθε κανείς, δεν θα ηδύνατο να το πιστεύση ούτε δι' άλλον ο δε παθών είναι ετοιμότερος να το παραδεχθή, ως μάρτυς αόρατος αοράτου πάθους, οικείον κάτοπτρον ξένης μορφής. Δια τούτο δεν υπέφερα να μένω μακράν από σας περισσότερον, αν και ήμην αρκετά στενοχωρημένος και δυσαρεστημένος με τα εδώ πράγματα.
Ήμην δε δυσαρεστημένος όχι μόνον με εκείνα τα οποία φέρουν αι πόλεις (πλήθη, θορύβους, αγοράς, θέατρα, απολαύσεις, ύβρεις, άγοντας και αγομένους, ζημιούντας και ζημιουμένους, πενθούντας και πενθουμένους, κλαίοντας, χαίροντας, υπανδρευομένους, θάπτοντας, επευφημουμένους, βλασφημουμένους, δάση κακίας, αναβρασμόν κόσμου, μεταβολάς προς αντιθετικάς διευθύνσεις, όπως εις τον πορθμόν του Ευρίπου και εις τους ανέμους), αλλά και με αυτά ακόμη τα σοβαρώτερα και πολυτιμότερα, τα σχετιζόμενα προς αυτό το βήμα δηλαδή και προς την αγίαν τράπεζαν. Ημείς βεβαίως είμεθα εξ εκείνων οι οποίοι προσεγγίζουν εις τον Θεόν, διότι θεωρούμεθα ότι έχομεν την εξουσίαν επί των πραγμάτων τούτων, του ιερού βήματος και της τραπέζης, Αλλά φοβούμαι μήπως κακώς προσεγγίζωμεν και δεν δυνάμεθα να βαστάσωμεν την δύναμιν του πυρός ως η καλάμη.
2. Πάντως επανήλθα πλησίον σας, αφού απεμακρύνθην μεν με βίαν, προσήλθα δε χωρίς βίαν, Αλλά και πολύ προθύμως και με αυτόματα πόδια, που λέγει ο λόγος, καθώς το Πνεύμα με ωδήγει ούτως, ωσάν ρεύμα, προς μεν τον ανήφορον εκβιαζόμενον, προς τον κατήφορον δε επειγόμενον. Πράγματι μία ημέρα είναι ολόκληρος βίος ανθρώπου εις τους κοπιάζοντας με πόθον· νομίζω δε ότι το συμβάν εις τον Ιακώβ είναι διαφορετικόν. Ούτος, ενώ εδούλευσεν εις τον Σύρον Λάβαν επί δεκατέσσαρα έτη χάριν των δύο παρθένων, δεν εκουράσθη· «διότι όλαι αι ημέραι ήσαν δι' αυτόν ως μία ημέρα, διότι τας ηγάπα». Ίσως διότι το ποθούμενον ευρίσκετο προ των οφθαλμών του ή διότι είναι ελαφρόν το να κοπιάζη κανείς δι' έρωτα, έστω και αν η αναβολή προκαλή λύπην. Εξ άλλου το εύκολον εις απόκτησαν είναι αργόν εις επιθυμίαν, όπως είπε κάποιος από τους προ ημών. Εγώ λοιπόν, όταν ήμην πλησίον σας, ελάχιστα ησθανόμην το πάθος μου δια σας, όταν δε εχωρίσθην, αντελήφθην τον πόθον, τον γλυκύν τύραννον τίποτε δεν είναι νέον. Πράγματι, εάν οδύρεται τόσον πολύ ο βουκόλος διότι εις μόσχος απεσπάσθη από την αγέλην και ο ποιμήν διότι εν πρόβατον έλειψεν από το κοπάδι, και αν το πτηνόν θρηνή την φωλεάν την οποίαν εγκατέλειψε δι' ολίγον, ώστε εκείνοι μεν λαμβάνουν τας φλογέρας και ανερχόμενοι εις σκοπιάν γεμίζουν με αθυμίαν τα όργανα και ανακαλούν τα προηγηθέντα ζώα ωσάν να ήσαν λογικά, αν δε αυτά υπακούσουν, χαίρονται περισσότερον δι' αυτά από όσον δι' όλα τα άλλα, περί των οποίων δεν εφρόντισαν, το δε πτηνόν πηγαίνει τρύζον εις την φωλεάν και ορμά επάνω εις τα τρύζοντα πουλάκια και τα περιβάλλει με τας πτέρυγας· πόσον αξιώτερα θα έπρεπε να είναι δια τον ικανόν ποιμένα τα λογικά πρόβατα, δια τα οποία μάλιστα και εκινδύνευσε, αφού και τούτο αυξάνει την αγάπην;
3. Πράγματι εγώ φοβούμαι τους βαρείς λύκους, μήπως παρακολουθήσαντες την σκοτοδίνην μας, σπαράξουν το ποίμνιον με λόγους συναρπακτικούς και βιαίους· διότι αυτοί παρακολουθούν τας δυσχερείς στιγμάς, αφού δεν δύνανται να υπερισχύσουν φανερώς· φοβούμαι τους ληστάς και κλέπτας, μήπως πηδώντες εις την αυλήν δια του φράκτου, συλαγωγήσουν με αναίδειαν, ή κλέψουν δι' απάτης, ώστε να θυσιάσουν, να φονεύσουν και να καταστρέψουν, αρπάζοντες λείαν, κατεσθίοντες ψυχάς, όπως είπεν εις εκ των προφητών. Φοβούμαι την θυροπούλαν, μήπως την εύρη ανοικτήν κάποιος από τους χθες και προ ολίγου ιδικούς μας και έπειτα, αφού εισέλθη ως ιδικός μας, επιβουλευθή το ποίμνιον ως ξένος. Διότι αι μεθοδεύσεις του ενεργούντος τα τοιαύτα είναι πολλαί και ποικίλαι· και κανείς δεν είναι τόσον καλός αρχιτέκτων ενός μεγαλοπρεπούς κτηρίου, όσον ο αντικείμενος είναι σοφιστής κακίας. Φοβούμαι δε τώρα και κύνας, οι οποίοι βιάζονται να γίνουν ποιμένες, και το παράδοξον είναι ότι δεν εισέφεραν τίποτε εις το ποιμαντικόν έργον, ει μη την κουράν της κόμης, την οποίαν ήσκησαν κακώς, διότι αυτοί ούτε κύνες έμειναν ούτε ποιμένες έγιναν, πλην του ότι εισέπραξαν και διεσκόρπισαν και διέλυσαν ξένον κόπον, επειδή ευκολώτερον είναι πάντοτε το να καταστρέψης του να συντήρησης, και με κόπον μεν γεννάται ο άνθρωπος, λέγει ο Ιώβ, και ναυπηγείται πλοίον και οικοδομείται οικία, ενώ το ν' αποκτείνουν ή καταλύσουν ή κατακαύσουν είναι εις όλων την εξουσίαν. Ώστε ούτε τώρα να μη υπερφρονούν αυτοί οι οποίοι εξεσήκωσαν τους κύνας κατά της ποίμνης, οι οποίοι δεν θα ηδύναντο να είπουν ότι προσέφεραν ή διέσωσαν έστω και εν πρόβατον, διότι ασκήσαντες την πονηρίαν δεν έμαθον να αγαθοποιούν, εάν δε ταράσσουν την ποίμνην, τούτο είναι και ζάλη μικρά, τούτο είναι και νόσος ολίγη, τούτο είναι και θηρίον εν επιπεσόν αποτόμως. Ας σταματήσουν λοιπόν οι μεγαλαυχούντες δια την αισχύνην των και, αφού διακόψουν την κακίαν, αν δύνανται, ας προσκυνήσουν και προσπέσουν και κλαύσουν εμπρός εις τον Κύριον ο οποίος τους έπλασεν, και ας αναμιχθούν με την ποίμνην όσοι δεν είναι εντελώς ανίατοι.
4. Αυτά λέγω ο δειλός εγώ και εχέφρων, διό και κατηγορούμαι δια την περίσκεψιν ως ραθυμίαν. Διότι δεν είμαι ποιμήν εξ εκείνων οι οποίοι κατεσθίουν το γάλα και περιβάλλονται τα έρια και σφάζουν και φονεύουν ή πωλούν τα μανάρια και λέγουν, «ευλογητός ο Κύριος , διότι επλουτήσαμεν», οι οποίοι ποιμαίνουν εαυτούς και όχι τα πρόβατα, αν ενθυμήσθε βέβαια τας προφητικάς φωνάς, δια των οποίων εκδιώκουν εκείνοι τους κακούς ποιμένας· αλλ' είμαι εξ εκείνων των ποιμένων οι οποίοι δύνανται μάλλον να είπουν μετά του Παύλου, «ποίος ασθενεί, και εγώ δεν ασθενώ; ποίος σκανδαλίζεται, και δεν φλογίζομαι ή δεν νοιάζομαι εγώ;»· «διότι δεν ζητώ τα ιδικά σας, αλλά σας τους ίδιους», και «εφλογιζόμην από τον καύσωνα της ημέρας και κατεπιεζόμην από την παγωνιάν της νυκτός». Είναι η φωνή πατριάρχου ποιμένος, εις τον οποίον ανήκουν τα σημαδεμένα πρόβατα, τα φροντίσαντα να βατευθούν εις τους εκείθεν λάκκους. Ούτω λοιπόν και δια τούτο προσήλθα εις σας και ούτω σας εύρον. Αφού δε προσήλθα, ας δώσωμεν λογαριασμόν οι μεν εις τους δε περί του τι επετύχομεν εις το μεταξύ. Διότι καλόν είναι να νομίζωμεν ότι απαιτείται από ημάς απολογισμός όχι μόνον δια λόγον και πράξιν, αλλά και δια πάντα καιρόν και δια βραχύτατον και λεπτότατον μέρος της ώρας. Σεις λοιπόν ανακοινώσατέ μου την εργασίαν σας, εγώ δε θα φέρω εις το μέσον όσα εφιλοσόφησα συναναστραφείς με τον εαυτόν μου εις την ησυχίαν.
5. Ποίαν θεωρίαν των υψίστων πραγμάτων ή λαβόντες από εμέ εφυλάξατε ή εισεφέρατε σεις οι ίδιοι είτε περί του θεολογικού προβλήματος είτε περί άλλων δογμάτων, τα οποία πολλάκις παρέθεσα εις σας αφθόνως; Ζητώ δηλαδή όχι μόνον το κεφάλαιον του δανείου αλλά και τον τόκον, όχι μόνον το τάλαντον αλλά και την εργασίαν ώστε να μη ευρεθή κανείς, ο οποίος θα κατακρύψη και θα καταχώση το εμπιστευμένον ποσόν, δια να κατηγορή έπειτα τον εμπιστευθέντα ως σκληρόν και ως επιθυμούντα τα ξένα. Ποίαν αξιέπαινον πράξιν εκαρποφορήσατε, είτε κρυφήν ώστε να μη γνωρίζη δι' αυτήν η αριστερά σας, είτε φανεράν ώστε να λάμπη το φως σας εμπρός εις τους ανθρώπους, δια να δειχθή το δένδρον από τον καρπόν και να γνωρισθή ο διδάσκαλος από τους μαθητάς, και να είπη κάποιος από τους εποπτεύοντας την κατάστασίν μας (είναι δε πολλοί αυτοί, είτε από καλωσύνην είτε από περιέργειαν) ότι πράγματι ο Θεός είναι ανάμεσά σας, όχι μόνον υγιώς κηρυσσόμενος, αλλά και λατρευόμενος; Όπως δηλαδή δεν υπάρχει διακεκριμένη πράξις χωρίς πίστιν (επειδή οι πολλοί επαγγέλλονται το καλόν και χάριν δόξης και διότι ούτως είναι εκ φύσεως καμωμένοι), ούτω και η πίστις χωρίς έργα είναι νεκρά. Και προσέχετε, να μη σας απατά κανείς από εκείνους οι οποίοι ευκόλως επιτρέπουν τα πάντα, με κενούς λόγους, χάριν ενός, της ασεβείας εις τα δόγματα δηλαδή, και καταβάλλουν φαύλον μισθόν δια φαύλον πράγμα. Δείξατε λοιπόν από τα έργα την πίστιν, την γονιμότητα του εδάφους σας, αν δεν εσπείραμεν εις το κενόν, αν υπάρχη εις σας γέννημα ικανόν να αποδώση άλευρα και άξιον να εισαχθή εις αποθήκας, δια να καλλιεργήσωμεν προθυμότερον εις το μέλλον. Ποίος αποδίδει καρπόν το εν εις εκατόν, ποίος εις εξήκοντα, ποιος τέλος εις τριάκοντα; Ή πάλιν ποίος από τα τριάκοντα προχωρών εις τα εξήκοντα (διότι έχομεν και αυτήν την τάξιν εις τα Ευαγγέλια) έφθασεν εις τα εκατόν, ώστε προοδεύων ως ο Ισαάκ να καταστή μέγας, βαδίζων από δυνάμεως εις δύναμιν και ψάλλων από την καρδίαν του τας ωδάς των αναβαθμών και διενεργών αναβάσεις εις την καρδίαν του;
6. Ζητώ άφθονον τον καρπόν σας εις λόγον. Διότι ιδικόν σας είναι το κέρδος, όχι ιδικόν μου· αν δε είναι και ιδικόν μας, τούτο συμβαίνει διότι είναι ιδικόν σας, αντιστρεφομένης της ωφελείας από σας εις ημάς, όπως γίνεται εις τας λάμψεις των αντανακλάσεων. Αν επτωχοτροφήσατε, αν εφιλοξενήσατε, αν ενίψατε πόδας αγίων, αν τρυφώντες με την καταργουμένην γαστέρα (έστω και τούτο) ενετρυφήσατε και δια των εντολών διότι δεν υπάρχει καλυτέρα τρυφή από αυτήν, ούτε μονιμωτέρα, δι' όσους θέλουν να εντρυφούν. Αν ανεπαύσατε κατά το δυνατόν κάποιους από τους λειτουργούς του θυσιαστηρίου εντίμως πενομένους (επιτρέψατέ μου να είπω και τούτο), δια να παραστέκωνται περισσότερον απερισπάστως εις το θυσιαστήριον και, λαμβάνοντες από τα ιδικά σας, να αντεισφέρουν τα ιδικά των διότι είναι εντροπή και ημείς να ζητώμεν αυτά τα πράγματα και σεις να μη τα παρέχετε. Δεν σας ενουθέτησα δε αυτά, δια να γίνη ούτως εις εμέ· διότι καλόν είναι ν' αποθάνω μάλλον παρά να αχρηστευθή το καύχημά μου και να μου καταστή άμισθον το ευαγγέλιον, αφού αμειφθώ εδώ· διότι η κήρυξις του ευαγγελίου είναι ζήτημα ανάγκης, η δε φιλοτιμία είναι να γίνεται αδαπάνως. Αλλά σας ενουθέτησα, δια να μάθετε ότι τον Χριστόν ευεργετείτε δια του ότι ευεργετείτε και ένα από τους μικρούς. Επειδή, όπως όλα όσα είμαι εγώ, έγιναν δι' εμέ, ούτω και τα ελάχιστα των πράξεών μου αναδέχεται ο Χριστός εις εαυτόν· είτε στέγην προσφέρης εις κάποιον είτε ένδυμα είτε εις την φυλακήν τον επισκεφθής είτε άσθενούντα τον ίδης, το πλέον ασήμαντον, είτε απλώς του δροσίσης την γλώσσαν με ψυχρόν ύδωρ όταν κατατρύχεται από δίψαν, όπως εχρειάζετο από τον πτωχόν Λάζαρον ο υποφέρων εις την φλόγα πλούσιος, ο οποίος τι έλαβεν έναντι της εδώ τρυφής και της περιφρονήσεως προς τον πεινώντα και πληγιασμένον Λάζαρον; το να χρειάζεται εκεί τον Λάζαρον, αλλά να μη το επιτυγχάνη.
7. Εκείνα λοιπόν τα οποία σας ζητούμεν ημείς, είναι αυτά· και γνωρίζω ότι δεν εντρέπεσθε να σας ζητήται λόγος δια τα έργα σας ούτε από ημάς τώρα ούτε από τον Κύριον κατά την τελευταίαν ημέραν, εις την οποίαν συνάγονται όλα τα ιδικά μας, συμφώνως προς το λεχθέν, «και εγώ έρχομαι να συναγάγω τας σκέψεις και τας πράξεις σας», και «ιδού άνθρωπος και το έργον αυτού και ο μισθός αυτού μαζί του». Τα δε ιδικά μας και όσα σας φέρομεν από την ερημίαν - επειδή και ο Ηλίας ευχαρίστως εφιλοσόφει εις τον Κάρμηλον και ο Ιωάννης εις την έρημον, και αυτός ούτος δε ο Ιησούς κατένεμεν ως επί το πλείστον τας μεν πράξεις εις τους όχλους, τας δε ευχάς εις την ησυχίαν και τας ερημίας, νομοθετών τί; Ως νομίζω, ότι πρέπει και να ησυχάζη κανείς κάπως, ώστε να συναναστρέφεται αθολώτως με τον Θεόν και να επαναφέρη τον νουν από τας περιπλανήσεις· διότι δεν εχρειάζετο αυτός αναχώρησιν, αφού δεν είχεν άλλωστε εις τι να συσταλή, αφού είναι Θεός και πληροί τα πάντα, αλλά δια να μάθωμεν ημείς ότι υπάρχει καιρός και δια την πράξιν και δια την υψηλοτέραν ασχολίαν. Ποία λοιπόν είναι τα της ερημίας μου; Διότι ως ικανός έμπορος κερδίζων από παντού, θέλω να σας προσφέρω και από εδώ κάποιον εμπόρευμα.
8. Εβάδιζα μόνος μου, ενώ έκλινε προς το τέλος η ημέρα. ο δε περίπατος ήτο εις την ακτήν διότι με αυτού του είδους την αναψυχήν συνηθίζω πάντοτε να διαλύω τους κόπους, αφού ούτε η χορδή δεν αντέχει την συνεχή έντασιν και χρειάζεται να χαλάρωση ολίγον από τα άκρα του τόξου, αν πρόκειται να ταθή και να μη μείνη άχρηστος δια τον τοξότην ούτε ανωφελής εις ώραν χρησιμοποιήσεως. Εβάδιζα λοιπόν, και οι μεν πόδες επροχώρουν, η δε όψις ήτο απλωμένη εις την θάλασσαν. Αυτή όμως παρουσίαζεν όχι ευχάριστον θέαμα, αν και άλλως είναι γλυκύτατον, όταν από την γαλήνην αποστίλβη και προσπαίζη εις τας ακτάς ευχάριστα και ημέρα. Τι συνέβη δε τότε; Θα χρησιμοποιήσω ευχαρίστως και τα λόγια της Γραφής. Καθώς έπνεε σφοδρός άνεμος, εσηκώνετο και εθορύβει· όπως δε συμβαίνει εις τοιαύτα κινήματα, άλλα κύματα, σηκωνόμενα από μακράν και κορυφούμενα ολίγον κατ' ολίγον, έπειτα ελαττούμενα, διελύοντο προς τας ακτάς, άλλα δε επιπίπτοντα κατά των γειτονικών βράχων και αποκρουόμενα, εσκορπίζοντο εις αφρώδη και ψιλήν άχνην, όπου τα μεν χαλίκια και τα φύκια, οι κοχλίαι και τα ελαφρά όστρακα, ενώ μερικά ηρπάζοντο πάλιν, όταν το κύμα υπεχώρει· αι δε πέτραι ήσαν άσειστοι και ατίνακτοι, ωσάν να μη τας ηνώχλει τίποτε, πλην του ότι εβάλλοντο από τα κύματα.
9. Γνωρίζω ότι ωφελήθην κάπως από αυτό εις φιλοσόφησιν. Επειδή αναφέρω τα πάντα εις τον εαυτόν μου, και μάλιστα, εάν τύχη να ιλιγγιάσω εμπρός εις κάτι από τα συμβαίνοντα, πράγμα το οποίον έχω πάθει και τώρα, δεν εδέχθην παρέργως το βλεπόμενον. Ούτω το θέαμα έγινε δι' εμέ δίδαγμα. Πράγματι, είπα εγώ, δεν είναι θάλασσα ο βίος μας και τα ανθρώπινα, διότι και εις αυτόν παρατηρείται πολύ το αλμυρόν και άστατον, άνεμοι δε είναι οι προσπίπτοντες πειρασμοί και τα απροσδόκητα γεγονότα; Τούτο νομίζω ότι κατενόησε και ο θαυμασιώτατος Δαβίδ, διό και λέγει, «σώσε με, Κύριε, διότι εισήλθον ύδατα έως την ψυχήν μου», και «ρύσαί με από τα βαθέα ύδατα», «ήλθον δε εις τα βάθη της θαλάσσης, και με κατεπόντισε καταιγίς». Από τους πειραζομένους δε άλλοι μου εφαίνοντο ότι παρασύρονται ως τα ελαφρότατα και άπνοα πράγματα, και ότι δεν αντέχουν ούτε ολίγον εις τας ενοχλήσεις, διότι δεν έχουν μέσα των στερεότητα και βάρος σώφρονος λογισμού, αντιβαίνοντος εις τους προσπίπτοντας εις αυτόν. Άλλοι πάλιν είναι πέτρα, άξιοι της πέτρας εκείνης, επάνω εις την οποίαν εβαδίσαμεν και την οποίαν λατρεύομεν, όσοι χρησιμοποιούντες φιλοσοφικόν λόγον και υπερβαίνοντες την ταπεινότητα των πολλών, υπομένουν τα πάντα ασείστως και ατινάκτως, και περιγελούν ή λυπούνται τους σειομένους, το πρώτον από φιλοσοφίαν, το δεύτερον από φιλανθρωπίαν· αυτοί δε οι ίδιοι θεωρούν εντροπήν, όταν μεν τα δεινά απουσιάζουν, να τα περιφρονούν, μάλλον δε να μη τα θεωρούν καν δεινά, όταν δε είναι παρόντα να υποτάσσωνται εις αυτά (και μάλιστα ποία; τα παρερχόμενα ως ιστάμενα), και εκτός καιρού μεν να φιλοσοφούν, εις τας ώρας ανάγκης δε να φαίνονται αφιλόσοφοι· το ίδιον ωσάν να ενόμιζε κανείς τον εαυτόν του ως τον άριστον των αθλητών, χωρίς καν να κατέρχεται εις το στάδιον, ή ως πλοίαρχον ευδόκιμον, ο οποίος εις μεν τας καλοκαιρίας καυχάται δια την τέχνην του, εις δε τας τρικυμίας εγκαταλείπει το τιμόνι.
10. Αφού δε οπωσδήποτε επελήφθην αυτών των λόγων, ήλθον και προς άλλην εικόνα, η οποία συμπίπτει πολύ με τα παρόντα, θα με νομίσετε ίσως μυθολόγον γέροντα, αν την γνωστοποιήσω και εις σας· αλλ' όμως πρέπει να την γνωστοποιήσω, διότι βλέπω ότι και η Γραφή πολλάκις χρησιμοποιεί τοιαύτας εικόνας προς σαφεστέραν δήλωσιν. Υπάρχει κατά τον μύθον εν φυτόν, το οποίον αποκοπτόμενον θάλλει και αγωνίζεται προς τον σίδηρον και αν πρέπει να ομιλήσωμεν παραδόξως περί ενός παραδόξου πράγματος, ζη με τον θάνατον και φυτρώνει με την τομήν και αυξάνεται, όταν δαπανάται. Αυτά λοιπόν λέγει ο μύθος και το πλάσμα καθ' εαυτό· εις εμέ δε φαίνεται σαφώς ότι τοιούτον πράγμα είναι ο φιλόσοφος. Ευδοκιμεί εις τα πάθη, καθιστά τα λυπηρά μέσον αρετής και δοξάζεται με τα αντίθετα, χωρίς να επαίρεται με τα δεξιά όπλα της δικαιοσύνης ούτε να κάμπτεται με τα αριστερά, αλλά παραμένων πάντοτε ο αυτός εις τα αυτά ή καθιστάμενος και δοκιμώτερος, όπως ο χρυσός εις την κάμινον. Ας σκεφθώμεν δε ως εξής. Είναι κανείς ευπατρίδης; θα επιδείξη έναντι του αίματος την ευγένειαν τρόπων, ώστε να ευδοκιμή κατά τας δύο απόψεις, και γενεαλογικώς και πραγματιστικώς. Είναι δυσγενής κατά την μορφήν και το υλικόν, αν υποτεθή ότι διαφέρει πολύ πηλός από πηλόν; Θα εισαγάγη αντ' αυτής την νοεράν ευγένειαν και αυτήν εις την οποίαν διαπλάττει έκαστος εαυτόν προς το χειρότερον ή το καλύτερον· την δε άλλην, όση είτε σπείρεται είτε γράφεται, θα παραγράψη ως αναξίαν λόγου και κίβδηλον. Διότι υπάρχει εν τριπλούν γένος· πρώτον το έχον άνωθεν την αρχήν, κατά το οποίον είμεθα εξ ίσου όλοι ευγενείς, αφού εγεννήθημεν κατά την εικόνα του Θεού· δεύτερον το ερχόμενον από την σάρκα, ως προς το οποίον δεν γνωρίζω αν είναι κανείς ευγενής, αφού συνίσταται εις την φθοράν. Τρίτον το διακρινόμενον από την κακίαν ή την αρετήν, του οποίου κατά το μάλλον ή ήττον μετέχομεν, αναλόγως, ως νομίζω, προς την τήρησαν ή διαφθοράν της εικόνος. Αυτήν την ευγένειαν πρέπει ν' αγαπήση ο αληθώς σοφός και φιλόσοφος. Ως προς το τέταρτον γένος, το συνιστάμενον εις γράμματα και προστάγματα, τότε θα το θεωρήσω αξιόλογον, όταν θα αποδεχθώ το εις τα φκιασιδώματα κάλλος και θα σεβασθώ πίθηκον διαταχθέντα να είναι λέων.
11. Είναι νέος; Θα ανδρωθή εναντίον των παθών και θ' απολαύση εκ της νεότητος τούτο, το να μη πάθη τα των νέων, αλλά να δείξη γεροντικήν φρόνησιν εις ακμαίον σώμα· και θα χαρή δια την νίκην περισσότερον παρά οι στεφανούμενοι εις την Ολυμπίαν, διότι θα νικήση εις κοινόν θέατρον, την οικουμένην, και μάλιστα νίκην μη εξαγοραζομένην. Κλίνει προς το γήρας; Αλλά δεν θα γηράση και εις την ψυχήν· θα δεχθή την διάλυσιν ως προθεσμίαν αναγκαίας ελευθερίας, θα μεταβή ευχαρίστως εις τα μέλλοντα, όπου δεν υπάρχει άωρος ούτε πρεσβύτερος, αλλά όλοι είναι τέλειοι εις την πνευματικήν ηλικίαν. Είναι ωραίος; Θα αντικατοπτρίση το κάλλος εις το κάλλος, το της ψυχής εις το του σώματος. Επέρασε το άνθος ανεπηρέαστον; Κλίνει προς τον εαυτόν του και δεν γνωρίζει καν ότι βλέπεται από άλλους. Είναι άσχημος εις την όψιν; Αλλ' είναι ωραίος εις τα κρυπτόμενα, ωσάν ανθηρόν ρόδον ευωδέστατον εις κάλυκα μη ανθηράν και άοσμον. «Είναι ιδιαιτέρως ωραίος επάνω από τους υιούς των ανθρώπων»; Δεν δίδει καν ευκαιρίαν να φαίνεται το εκτός, μεταστρέφων τον θεατήν προς τον εντός άνθρωπον. Έχει ευεξίαν; Να χρησιμοποιήση την υγείαν προς το καλύτερον να νουθετήση, να πλήξη, να παρρησιασθή με λόγον, ν' αγρυπνήση, να κοιμηθή χάμω, να νηστεύση, να κενώση την όλην, να θεωρήση τα επίγεια και τα ουράνια, να μελετήση τον θάνατον με πάσαν σπουδήν. Θα αρρωστήση; Να πολεμήση· αν δε ηττηθή, να νικήση επιτυγχάνων το να μη μάχεται πλέον. Είναι πλούσιος; να φιλοσοφήση την αποπτώχευσιν, να μεταδώση τα υπάρχοντα εις τον έχοντα ανάγκην, ως οικονόμος των ξένων αγαθών· ούτως ώστε και εκείνος να ευεργετηθή με την μετάληψιν και αυτός να συναχθή προς τον Θεόν, μη έχων τίποτε άλλο πλην του σταυρού και του σώματος. Είναι πτωχός; Να έχη πλούτον τον Θεόν και τον περίγελων των πλουσίων, ως πάντοτε μεν κατεχόντων, πάντοτε δε πενομένων λόγω του ότι χρειάζονται το περισσότερον και πίνουν δια να διψάσουν περισσότερον.
12. Πεινά; Να τραφή μαζί με τα πτηνά, των οποίων ο βίος είναι άσπαρτος και ακαλλιέργητος· να ζήση μαζί με τον Ηλίαν πλησίον της Σαραφθίας, «η λήκυθος με το έλαιον δεν θα λείψη και η υδρία με το άλευρον δεν θα ολιγοστεύση»· η πρώτη θα πηγάζη πάντοτε, η δε δευτέρα θα παράγη πλουσίως, δια να τιμηθή φιλόξενος χήρα και να τρέφη τον τρέφοντα. Θα διψάση; Κρήναι δι' αυτόν και ποταμοί είναι το ποτόν, ποτόν το οποίον δεν μεθύσκει, ούτε μετρούμενον· αν όλα λείπουν λόγω ανομβρίας, θα ποτισθή ίσως με χείμαρρον. Θα τρέμη; Τούτο υπέστη και ο Παύλος, αλλ' επί πόσον χρόνον; Υπάρχει και ένδυμα πέτρας· ας σε πείση και ο Ιώβ λέγων, «επειδή δεν είχον σκέπην, περιεβλήθησαν πέτραν». Παρατήρησε, παρακαλώ, και τα τελειότερα. Θα λοιδορηθή; Να νικήση με το να μη αντιλοιδορή· Θα διωχθή; Να ανεχθή. Θα βλασφημηθή; Να παρακαλέση. Θα διαβληθή; Να προσευχηθή. Θα ραπισθή εις την δεξιάν σιαγόνα; Να προσφέρη και την άλλην· εάν δε είχε τρίτην, να προέβαλε και αυτήν, δια να διδάξη τον κτυπώντα να μακροθυμή περισσότερον, εκπαιδεύων με την πράξιν εις όσα δεν ήτο ικανός να το κάμη με τον λόγον. Θα ονειδισθή; Τούτο υπέστη και ο Χριστός· θα τιμηθή με την κοινωνίαν του πάθους. και αν ακούση «ότι είναι Σαμαρείτης και αν κατηγορηθή ότι είναι δαιμονιζόμενος, θα τα δεχθή όλα μετά του Θεού. Θα του λείψουν πολλά ακόμη, ακόμη και αν πάθη πολλά, όξος, χολή, στέφανος ακάνθινος, σκήπτρον καλάμινον, χλαμύς κοκκίνη, σταυρός, καρφιά, λησταί σταυρούμενοι, περαστικοί υβρισταί. Διότι πρέπει να έχη τον Θεόν περισσότερον με το να υποφέρη περισσότερον ατιμαζόμενος.
13. Δεν υπάρχει τίποτε ισχυρότερον της φιλοσοφίας, τίποτε περισσότερον ασύλληπτον. Όλα θα ενδώσουν πριν από τον φιλόσοφον. «Ο όναγρος είναι εις την έρημον», λέγει ο Ιώβ, «άδετος και ελεύθερος, καταγελών τον θόρυβον της πόλεως, μη ακούων μομφήν φορολόγου. Ο μονόκερως είναι ζώον αυτόνομον. Θα θελήση να δουλεύση εις σε; Θα τον δέσης εις την φάτνην; θα υποταχθή εις ζυγόν;». Όταν έχη αποταχθή από όλα τα επίγεια, του κατασκευάζονται πτέρυγες ως του αετού, θα επιστρέψη εις τον οίκον του προϊσταμένου του, θα πετάξη άνω προς τον Θεόν. Θα είπω κάτι κεφαλαιώδες. Τα δύο αυτά είναι δυσυπέρβλητα, ο Θεός και ο άγγελος· τρίτον είναι ο φιλόσοφος, άυλος εις ύλην, εις σώμα απερίγραπτος, επί γης ουράνιος, εις πάθη απαθής, ηττώμενος καθ' όλα πλην του φρονήματος, με το να νικάται νικών τους νομίζοντας ότι επικρατούν. Αφού δε ο λόγος μας περιέγραψε τον φιλόσοφον, από το σημείον εις το οποίον ήρχισα, εμπρός τώρα ας επισκοπήσωμεν εκτός από αυτόν και τα ιδικά μας («διότι νομίζω ότι έχω και εγώ Πνεύμα Θεού», έστω και αν εγώ εις κάτι από αυτά είμαι τρωτός και αλώσιμος). Ούτω, αν μεν οι μισούντες και πολεμούντες με με εύρουν νικημένον, να με συγχωρήσουν από το εγχείρημα, αν και όχι από την προαίρεσιν αν δε με εύρουν ανώτερον των πολεμούντων και υψηλότερον, να απαλλαγούν αυτοί από την κακίαν ή να επινοήσουν νεωτέραν οδόν της αδικίας, αφού η παρούσα καταφρονείται, και να μη κατηγορούνται πλην της κακίας και δια μωρίαν, ως παρανομούντες ματαίως και μη γνωρίζοντες ότι αδικούν αυτό το οποίον επιμελούνται.
14. Διότι κατά τί θα μας λυπήσουν, αν τα διεξέλθουν όλα; Ας ίδωμεν όσα δύναται να αδικηθή από ανθρώπους άνθρωπος. Θα με ονομάσουν απαίδευτον; Μίαν σοφίαν γνωρίζω, το να φοβούμαι τον Θεόν, διότι «αρχή σοφίας είναι ο φόβος Κυρίου», και «τέλος λόγου είναι, να ακούης το παν, να φοβήσαι τον Θεόν». Αυτά λέγει ο σοφώτατος Σολομών. Ας με δείξουν λοιπόν ως στερούμενον φόβου, και ας νικήσουν. Της δε άλλης σοφίας μέρος μεν παρεμέρισα, μέρος δε εύχομαι και ελπίζω να προσλάβω με την χάριν του Πνεύματος. Θα με κατηγορήσουν δια πτωχείαν, η οποία είναι η περιουσία μου; Είθε να απέβαλλα αυτά τα ράκια, δια να διέλθω γυμνός τας άκανθας του βίου· είθε επίσης να αποβάλω και τον βαρύν τούτον χιτώνα, όσον το δυνατόν γρηγορώτερον, δια να λάβω ελαφρότερον. Θα με αποκαλέσουν φιλόπατριν; Πόσον μικρά σκέπτονται περί ημών, πραγματικοί υβρισταί και μισόξενοι! Υπάρχει, ω άνθρωποι, πατρίς περιγραπτή εις εμέ, ο οποίος έχω πάσαν πατρίδα και καμμίαν; Συ δε δεν είσαι ξένος και παρεπίδημος; Δεν σοΰ επαινώ την κατοικίαν, αν αυτή είναι η περίπτωσίς σου, δια να μη εκπέσης της αληθινής πατρίδος, εις την οποίαν πρέπει να αποθέτωμεν τα πολιτικά μας δικαιώματα. Δεν θα μας ονειδίσης δε δια το γήρας και την φιλασθενικότητα; Δεν ανήκει όλον αυτό εις τον χώρον της ύλης και της φύσεως, δια να μάθης και κάτι από τα απόρρητά μου· εν μέρος το εδαπάνησε και ο λογισμός, δια να καυχηθώ και εγώ ολίγον. Συ δε δεν είσαι σφριγηλός και εύσωμος; Γλυκύ θέαμα! Είθε να είχες και ολίγα άσπρα μαλλιά και κάποιαν ωχρότητα, δια να πιστευθής τότε, ότι είσαι συνετός και φιλόσοφος.
15. Τι άλλο περαιτέρω; Θα με καθαιρέσουν από θρόνους; Ποιους όμως; Αυτούς εις τους οποίους ευχαρίστως ανήλθα ή προηγουμένως ή τώρα; Μακαρίζω δε τους επιβαίνοντας θρόνων; Συ δε μου τους καθιστάς γλυκύτερους, επιβαίνων εις τον ιδικόν σου τόσον αναξίως; Ούτε τα προηγουμένως συμβάντα δεν σας εφανέρωσαν την γνώμην μου; Ή ήσαν και εκείνα κάποια απόλαυσις και δοκιμασία του πόθου; Πράγματι οι επιτήδειοι όλα τα ιδικά των τα αποδίδουν εις άλλους, άλλα μεν καθ' υποψίαν άλλα δε ρητώς. Τί είναι τάχα η συντριβή; Τί τάχα αι αραί, τας οποίας εκάμαμεν δημοσία εναντίον μας; Τί τάχα τα δάκρυα και το ότι εγίναμεν εις σας παρ' ολίγον ελεεινοί και μισητοί λόγω της αντιστάσεως; Θα μας αποστερήσουν προεδρίας; Αυτήν πότε και ποίος σώφρων εθαύμασε, ενώ τώρα και το να την αποφεύγη κανείς είναι στοιχειώδες δείγμα συνέσεως, όπως νομίζω εγώ τουλάχιστον; Αυτήν δια την οποίαν όλα τα πράγματά μας δονούνται και σείονται· δια την οποίαν τα πέρατα της οικουμένης είναι γεμάτα υποψίαν και πόλεμον κωφόν και ανώνυμον· δια την οποίαν κινδυνεύομεν να είμεθα των ανθρώπων, ενώ εγίναμεν από τον Θεόν, και ν' αποβάλωμεν το μέγα και νέον όνομα του Χριστιανού; Πόσον θα ήθελα να μη υπήρχε προεδρία, ούτε προτίμησις θέσεως και τυραννική προνομία, δια να εγνωριζόμεθα μόνον από την αρετην! Τώρα δε το δεξιόν τούτο και το αριστερόν και το μέσον, το υψηλότερον και το χαμηλότερον, και το προβάδισμα ή συμβάδισμα έχουν προκαλέσει εις ημάς πολλά συντρίμματα χωρίς λόγον, πολλούς ώθησαν εις τον βόθρον και απήγαγαν εις τον χώρον των εριφίων όχι μόνον των κατωτέρων, αλλ' ακόμη και των ποιμένων, οι οποίοι, ενώ είναι διδάσκαλοι του Ιησού, ηγνόησαν ταύτα.
16. Θα με εμποδίσουν από τα θυσιαστήρια; Αλλά γνωρίζω και άλλο θυσιαστήριον, του οποίου τύποι είναι τα τώρα βλεπόμενα· θυσιαστήριον εις το οποίον δεν ήγγισε λαξευτήριον ούτε χειρ, ούτε ηκούσθη σίδηρος ή κάτι άλλο των τεχνικών και διακοσμητών, αλλ' είναι ολόκληρον έργον του νου και η ανάβασις εις αυτό γίνεται δια θεωρίας. Εις αυτό θα παραστώ, εις αυτό θα θυσιάσω ευπρόσδεκτα θύματα, θυσίαν και προσφοράν και ολοκαυτώματα, ανώτερα των προσφερομένων τώρα όσον ανωτέρα είναι η αλήθεια της σκιάς. Περί αυτού νομίζω ότι φιλοσοφεί και ο μέγας Δαυίδ λέγων, «και θα εισέλθω προς το θυσιαστήριον του Θεού, του ευφραίνοντος την πνευματικήν μου νεότητα». Από αυτό το θυσιαστήριον δεν θα με απομακρύνη όποιος το θέλει. Θα με απελάσουν από την πόλιν; Αλλ' όχι και από την ευρισκομένην εις τους ουρανούς. Ας καταφέρουν τούτο όσοι με πολεμούν! Και πράγματι το επεχείρησαν, αλλ' έως ότου δεν δύνανται να το επιτύχουν, μας ρίπτουν ρανίδες ύδατος ή μας κτυπούν με αύρας ή παίζουν με όνειρα· ούτω βλέπω εγώ τον πόλεμον αυτών, θα μου πάρουν τα αγαθά; Ποία; Αν πρόκειται περί των ιδικών μου, ας μου περικόψουν και τας πτέρυγας, τας οποίας δεν έχω περιβληθή· αν δε πρόκειται περί των της Εκκλησίας, τούτο είναι το αντικείμενον περί του οποίου γίνεται όλος ο πόλεμος· αυτά είναι δια τα οποία ο κλέπτης ζηλοφθονεί το ταμείον και προδίδει τον Θεόν δια τριάκοντα αργύρια, το χειρότερον όλων. Τόση δε είναι η τιμή όχι του προδιδομένου, αλλά του προδίδοντος.
17. Θα μου κλείσουν τας οικίας των; Θα μου περικόψουν τας ανέσεις; Θα με αποξενώσουν από φίλους; Διότι, βλέπεις, πολύ φορτικοί εγίναμεν εις πολλούς, αν και μας προσεκάλουν - δεν θα φανώμεν αχάριστοι -· εάν δε εγίναμεν φορτικοί, τούτο συνέβη δια την επιφυλακτικότητα μάλλον παρά δια την αποδοχήν. Το δε αίτιον είναι ότι μας ανέπαυσεν κάποιος ευσεβής και φιλόθεος οίκος, όπως τον Ελισσαίον ο της Σουναμίτιδος, συγγενών κατά το σώμα, συγγενών κατά το Πνεύμα, καθ' όλα φιλότιμων· πλησίον των οποίων συνεπήχθη ο λαός ούτος, διατηρών κρυφίως την διωκομένην ευσέβειαν, όχι αφόβως ούτε ακινδύνως. Είθε να τον αμείψη ο Κύριος δικαίως κατά την ημέραν της ανταποδόσεως! Αν δε επιδιώκωμεν τρυφήν, είθε να εντρυφήσουν εναντίον ημών οι μισηταί ημών διότι δεν θα καταρασθώ εις βάρος μου τίποτε χειρότερον. Από τους φίλους δε, άλλοι μεν δεν θα φύγουν από κοντά μας, γνωρίζω καλώς, ούτε αν κακοποιηθούν, διότι το γεγονός ότι αδικούνται μαζί με ημάς τους έκανε να πονούν μαζί μας· των δε άλλων έχομεν ήδη γυμνασθή να υπομένωμεν την υπεροψίαν, όταν μας περιφρονούν. Διότι εκ των φίλων και των πλησίον μου άλλοι μεν και φανερώς «επλησίασαν και εστάθησαν εις την αντίπαλον παράταξιν·», άλλοι δε, φιλανθρωπότεροι, «εστάθησαν από μακράν» και αυτήν την νύκτα «εσκανδαλίσθησαν όλοι». Σχεδόν και ο Πέτρος με απηρνήθη, και ίσως ούτε καν κλαίει πικρώς, δια να θεραπεύση την αμαρτίαν».
18. Φαίνεται ότι εγώ είμαι ο μόνος γεμάτος τόλμην και θράσος· ο μόνος αισιόδοξος εις τα φοβερά, ο μόνος καρτερικός, και όταν δημοσία επαινούμαι και ιδιαιτέρως καταφρονούμαι, και όταν γνωρίζωμαι εις Ανατολήν και Δύσιν με το να πολεμούμαι. Ποία παραφροσύνη! «Αν παραταχθή εν στρατόπεδον εναντίον μου, δεν θα φοβηθή η καρδιά μου· εάν εγερθή εναντίον μου πόλεμος, εις αυτήν ελπίζω εγώ». Τόσον πολύ δεν θεωρώ φοβερόν κάτι από τα παρόντα, ώστε αφήνων τον εαυτόν μου, θρηνώ τους λυπήσαντάς με. Σεις, μέλη του Χριστού κάποτε, μέλη αξιότιμα δι' εμέ, αν και τώρα διεφθαρμένα, μέλη αυτής της ποίμνης, την οποίαν επροδώσατε σχεδόν πριν συναχθήτε, πώς διεσπάσθητε και διεσπάσατε ως βοΐδια, απολυμένα από τον ζυγόν; Πώς ηγείρατε εναντίον του θυσιαστηρίου θυσιαστήριον; Πώς κατεστράφητε αιφνιδίως; Πώς και οι ίδιοι ενεκρώθητε με την αποκοπήν και ημάς εκάματε να πονούμεν; Πώς κατεχράσθητε την απλότητα των ποιμένων προς διάλυσιν της ποίμνης; Διότι δεν θα μεμφθώ εκείνους δια την απειρίαν, αλλά θα κατηγορήσω σάς δια την κακίαν. «Ποίος θα σε βοηθήση εις την διαφθοράν σου, Ισραήλ;». Ποίον φάρμακον θα εύρω επουλωτικόν; Ποίον επίδεσμον; Πώς να συνάψω τα διεστώτα; Με ποία δάκρυα, ποίους λόγους, ποίας εύχάς, να θεραπεύσω το σύντριμμα; Ή ίσως με τον κατωτέρω τρόπον;
19. Τριάς αγία και προσκυνητή και τελεία, καλώς συναπτόμενη και προσκυνουμένη από ημάς, ιδικόν σου είναι το έργον τούτο, ιδικόν σου το κατόρθωμα. Συ δύνασαι ν' αποκαταστήσης τούτους πάλιν εις ημάς, αφού απεμακρύνθησαν τόσον, ώστε να παιδευθούν δια του χωρισμού προς ομόνοιαν, και ν' αντιδώσης εις ημάς δια τους εδώ μόχθους τα επουράνια και αστασίαστα. Το πρώτον δε και μέγιστον από αυτά είναι να φωτισθώμεν από σε τελειότερα και καθαρώτερα, πώς η ιδία και ως Μονάς νοείσαι και ως Τριάς ευρίσκεσαι; Πώς το αγέννητον και το γεννητόν και το εκπορευτόν είναι μία φύσις, τρεις ιδιαιτερότητες, «εις Θεός ο επί πάντων και δια πάντων και εν πάσιν», ούτε μετατιθέμενος ούτε μειούμενος ούτε τεμνόμενος, τώρα κατά μέρος μεν καταλαμβανόμενος, κατά μέρος δε ζητούμενος, κάποτε δε καταληφθησόμενος ίσως εις όλον σου το είναι από τους εδώ καλώς ζήσαντας δια βίου και θεωρίας;
20. Εις αυτόν πρέπει πάσα δόξα, τιμή, κράτος, εις τους αιώνας. Γένοιτο.
Μετάφραση: Στέργιος Σάκκος
----------------------------------------------------
πηγή: Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου Έργα, τόμος 4, Πατερικαί εκδόσεις "Γρηγόριος ο Παλαμάς", Θεσ/νίκη 1976.
Παρατηρήσατε πόση είναι η πίστις· και δια τα ιδικά μου αισθήματα σας πείθω και δια τα ιδικά σας διαβεβαιώνω. Και τούτο δεν είναι καθόλου αξιοθαύμαστον. Εις όσους είναι κοινόν το Πνεύμα, κοινόν είναι και το πάθος· εις όσους δε είναι ίσον το πάθος, ίση είναι και η πίστις. Διότι ό,τι δεν έπαθε κανείς, δεν θα ηδύνατο να το πιστεύση ούτε δι' άλλον ο δε παθών είναι ετοιμότερος να το παραδεχθή, ως μάρτυς αόρατος αοράτου πάθους, οικείον κάτοπτρον ξένης μορφής. Δια τούτο δεν υπέφερα να μένω μακράν από σας περισσότερον, αν και ήμην αρκετά στενοχωρημένος και δυσαρεστημένος με τα εδώ πράγματα.
Ήμην δε δυσαρεστημένος όχι μόνον με εκείνα τα οποία φέρουν αι πόλεις (πλήθη, θορύβους, αγοράς, θέατρα, απολαύσεις, ύβρεις, άγοντας και αγομένους, ζημιούντας και ζημιουμένους, πενθούντας και πενθουμένους, κλαίοντας, χαίροντας, υπανδρευομένους, θάπτοντας, επευφημουμένους, βλασφημουμένους, δάση κακίας, αναβρασμόν κόσμου, μεταβολάς προς αντιθετικάς διευθύνσεις, όπως εις τον πορθμόν του Ευρίπου και εις τους ανέμους), αλλά και με αυτά ακόμη τα σοβαρώτερα και πολυτιμότερα, τα σχετιζόμενα προς αυτό το βήμα δηλαδή και προς την αγίαν τράπεζαν. Ημείς βεβαίως είμεθα εξ εκείνων οι οποίοι προσεγγίζουν εις τον Θεόν, διότι θεωρούμεθα ότι έχομεν την εξουσίαν επί των πραγμάτων τούτων, του ιερού βήματος και της τραπέζης, Αλλά φοβούμαι μήπως κακώς προσεγγίζωμεν και δεν δυνάμεθα να βαστάσωμεν την δύναμιν του πυρός ως η καλάμη.
2. Πάντως επανήλθα πλησίον σας, αφού απεμακρύνθην μεν με βίαν, προσήλθα δε χωρίς βίαν, Αλλά και πολύ προθύμως και με αυτόματα πόδια, που λέγει ο λόγος, καθώς το Πνεύμα με ωδήγει ούτως, ωσάν ρεύμα, προς μεν τον ανήφορον εκβιαζόμενον, προς τον κατήφορον δε επειγόμενον. Πράγματι μία ημέρα είναι ολόκληρος βίος ανθρώπου εις τους κοπιάζοντας με πόθον· νομίζω δε ότι το συμβάν εις τον Ιακώβ είναι διαφορετικόν. Ούτος, ενώ εδούλευσεν εις τον Σύρον Λάβαν επί δεκατέσσαρα έτη χάριν των δύο παρθένων, δεν εκουράσθη· «διότι όλαι αι ημέραι ήσαν δι' αυτόν ως μία ημέρα, διότι τας ηγάπα». Ίσως διότι το ποθούμενον ευρίσκετο προ των οφθαλμών του ή διότι είναι ελαφρόν το να κοπιάζη κανείς δι' έρωτα, έστω και αν η αναβολή προκαλή λύπην. Εξ άλλου το εύκολον εις απόκτησαν είναι αργόν εις επιθυμίαν, όπως είπε κάποιος από τους προ ημών. Εγώ λοιπόν, όταν ήμην πλησίον σας, ελάχιστα ησθανόμην το πάθος μου δια σας, όταν δε εχωρίσθην, αντελήφθην τον πόθον, τον γλυκύν τύραννον τίποτε δεν είναι νέον. Πράγματι, εάν οδύρεται τόσον πολύ ο βουκόλος διότι εις μόσχος απεσπάσθη από την αγέλην και ο ποιμήν διότι εν πρόβατον έλειψεν από το κοπάδι, και αν το πτηνόν θρηνή την φωλεάν την οποίαν εγκατέλειψε δι' ολίγον, ώστε εκείνοι μεν λαμβάνουν τας φλογέρας και ανερχόμενοι εις σκοπιάν γεμίζουν με αθυμίαν τα όργανα και ανακαλούν τα προηγηθέντα ζώα ωσάν να ήσαν λογικά, αν δε αυτά υπακούσουν, χαίρονται περισσότερον δι' αυτά από όσον δι' όλα τα άλλα, περί των οποίων δεν εφρόντισαν, το δε πτηνόν πηγαίνει τρύζον εις την φωλεάν και ορμά επάνω εις τα τρύζοντα πουλάκια και τα περιβάλλει με τας πτέρυγας· πόσον αξιώτερα θα έπρεπε να είναι δια τον ικανόν ποιμένα τα λογικά πρόβατα, δια τα οποία μάλιστα και εκινδύνευσε, αφού και τούτο αυξάνει την αγάπην;
3. Πράγματι εγώ φοβούμαι τους βαρείς λύκους, μήπως παρακολουθήσαντες την σκοτοδίνην μας, σπαράξουν το ποίμνιον με λόγους συναρπακτικούς και βιαίους· διότι αυτοί παρακολουθούν τας δυσχερείς στιγμάς, αφού δεν δύνανται να υπερισχύσουν φανερώς· φοβούμαι τους ληστάς και κλέπτας, μήπως πηδώντες εις την αυλήν δια του φράκτου, συλαγωγήσουν με αναίδειαν, ή κλέψουν δι' απάτης, ώστε να θυσιάσουν, να φονεύσουν και να καταστρέψουν, αρπάζοντες λείαν, κατεσθίοντες ψυχάς, όπως είπεν εις εκ των προφητών. Φοβούμαι την θυροπούλαν, μήπως την εύρη ανοικτήν κάποιος από τους χθες και προ ολίγου ιδικούς μας και έπειτα, αφού εισέλθη ως ιδικός μας, επιβουλευθή το ποίμνιον ως ξένος. Διότι αι μεθοδεύσεις του ενεργούντος τα τοιαύτα είναι πολλαί και ποικίλαι· και κανείς δεν είναι τόσον καλός αρχιτέκτων ενός μεγαλοπρεπούς κτηρίου, όσον ο αντικείμενος είναι σοφιστής κακίας. Φοβούμαι δε τώρα και κύνας, οι οποίοι βιάζονται να γίνουν ποιμένες, και το παράδοξον είναι ότι δεν εισέφεραν τίποτε εις το ποιμαντικόν έργον, ει μη την κουράν της κόμης, την οποίαν ήσκησαν κακώς, διότι αυτοί ούτε κύνες έμειναν ούτε ποιμένες έγιναν, πλην του ότι εισέπραξαν και διεσκόρπισαν και διέλυσαν ξένον κόπον, επειδή ευκολώτερον είναι πάντοτε το να καταστρέψης του να συντήρησης, και με κόπον μεν γεννάται ο άνθρωπος, λέγει ο Ιώβ, και ναυπηγείται πλοίον και οικοδομείται οικία, ενώ το ν' αποκτείνουν ή καταλύσουν ή κατακαύσουν είναι εις όλων την εξουσίαν. Ώστε ούτε τώρα να μη υπερφρονούν αυτοί οι οποίοι εξεσήκωσαν τους κύνας κατά της ποίμνης, οι οποίοι δεν θα ηδύναντο να είπουν ότι προσέφεραν ή διέσωσαν έστω και εν πρόβατον, διότι ασκήσαντες την πονηρίαν δεν έμαθον να αγαθοποιούν, εάν δε ταράσσουν την ποίμνην, τούτο είναι και ζάλη μικρά, τούτο είναι και νόσος ολίγη, τούτο είναι και θηρίον εν επιπεσόν αποτόμως. Ας σταματήσουν λοιπόν οι μεγαλαυχούντες δια την αισχύνην των και, αφού διακόψουν την κακίαν, αν δύνανται, ας προσκυνήσουν και προσπέσουν και κλαύσουν εμπρός εις τον Κύριον ο οποίος τους έπλασεν, και ας αναμιχθούν με την ποίμνην όσοι δεν είναι εντελώς ανίατοι.
4. Αυτά λέγω ο δειλός εγώ και εχέφρων, διό και κατηγορούμαι δια την περίσκεψιν ως ραθυμίαν. Διότι δεν είμαι ποιμήν εξ εκείνων οι οποίοι κατεσθίουν το γάλα και περιβάλλονται τα έρια και σφάζουν και φονεύουν ή πωλούν τα μανάρια και λέγουν, «ευλογητός ο Κύριος , διότι επλουτήσαμεν», οι οποίοι ποιμαίνουν εαυτούς και όχι τα πρόβατα, αν ενθυμήσθε βέβαια τας προφητικάς φωνάς, δια των οποίων εκδιώκουν εκείνοι τους κακούς ποιμένας· αλλ' είμαι εξ εκείνων των ποιμένων οι οποίοι δύνανται μάλλον να είπουν μετά του Παύλου, «ποίος ασθενεί, και εγώ δεν ασθενώ; ποίος σκανδαλίζεται, και δεν φλογίζομαι ή δεν νοιάζομαι εγώ;»· «διότι δεν ζητώ τα ιδικά σας, αλλά σας τους ίδιους», και «εφλογιζόμην από τον καύσωνα της ημέρας και κατεπιεζόμην από την παγωνιάν της νυκτός». Είναι η φωνή πατριάρχου ποιμένος, εις τον οποίον ανήκουν τα σημαδεμένα πρόβατα, τα φροντίσαντα να βατευθούν εις τους εκείθεν λάκκους. Ούτω λοιπόν και δια τούτο προσήλθα εις σας και ούτω σας εύρον. Αφού δε προσήλθα, ας δώσωμεν λογαριασμόν οι μεν εις τους δε περί του τι επετύχομεν εις το μεταξύ. Διότι καλόν είναι να νομίζωμεν ότι απαιτείται από ημάς απολογισμός όχι μόνον δια λόγον και πράξιν, αλλά και δια πάντα καιρόν και δια βραχύτατον και λεπτότατον μέρος της ώρας. Σεις λοιπόν ανακοινώσατέ μου την εργασίαν σας, εγώ δε θα φέρω εις το μέσον όσα εφιλοσόφησα συναναστραφείς με τον εαυτόν μου εις την ησυχίαν.
5. Ποίαν θεωρίαν των υψίστων πραγμάτων ή λαβόντες από εμέ εφυλάξατε ή εισεφέρατε σεις οι ίδιοι είτε περί του θεολογικού προβλήματος είτε περί άλλων δογμάτων, τα οποία πολλάκις παρέθεσα εις σας αφθόνως; Ζητώ δηλαδή όχι μόνον το κεφάλαιον του δανείου αλλά και τον τόκον, όχι μόνον το τάλαντον αλλά και την εργασίαν ώστε να μη ευρεθή κανείς, ο οποίος θα κατακρύψη και θα καταχώση το εμπιστευμένον ποσόν, δια να κατηγορή έπειτα τον εμπιστευθέντα ως σκληρόν και ως επιθυμούντα τα ξένα. Ποίαν αξιέπαινον πράξιν εκαρποφορήσατε, είτε κρυφήν ώστε να μη γνωρίζη δι' αυτήν η αριστερά σας, είτε φανεράν ώστε να λάμπη το φως σας εμπρός εις τους ανθρώπους, δια να δειχθή το δένδρον από τον καρπόν και να γνωρισθή ο διδάσκαλος από τους μαθητάς, και να είπη κάποιος από τους εποπτεύοντας την κατάστασίν μας (είναι δε πολλοί αυτοί, είτε από καλωσύνην είτε από περιέργειαν) ότι πράγματι ο Θεός είναι ανάμεσά σας, όχι μόνον υγιώς κηρυσσόμενος, αλλά και λατρευόμενος; Όπως δηλαδή δεν υπάρχει διακεκριμένη πράξις χωρίς πίστιν (επειδή οι πολλοί επαγγέλλονται το καλόν και χάριν δόξης και διότι ούτως είναι εκ φύσεως καμωμένοι), ούτω και η πίστις χωρίς έργα είναι νεκρά. Και προσέχετε, να μη σας απατά κανείς από εκείνους οι οποίοι ευκόλως επιτρέπουν τα πάντα, με κενούς λόγους, χάριν ενός, της ασεβείας εις τα δόγματα δηλαδή, και καταβάλλουν φαύλον μισθόν δια φαύλον πράγμα. Δείξατε λοιπόν από τα έργα την πίστιν, την γονιμότητα του εδάφους σας, αν δεν εσπείραμεν εις το κενόν, αν υπάρχη εις σας γέννημα ικανόν να αποδώση άλευρα και άξιον να εισαχθή εις αποθήκας, δια να καλλιεργήσωμεν προθυμότερον εις το μέλλον. Ποίος αποδίδει καρπόν το εν εις εκατόν, ποίος εις εξήκοντα, ποιος τέλος εις τριάκοντα; Ή πάλιν ποίος από τα τριάκοντα προχωρών εις τα εξήκοντα (διότι έχομεν και αυτήν την τάξιν εις τα Ευαγγέλια) έφθασεν εις τα εκατόν, ώστε προοδεύων ως ο Ισαάκ να καταστή μέγας, βαδίζων από δυνάμεως εις δύναμιν και ψάλλων από την καρδίαν του τας ωδάς των αναβαθμών και διενεργών αναβάσεις εις την καρδίαν του;
6. Ζητώ άφθονον τον καρπόν σας εις λόγον. Διότι ιδικόν σας είναι το κέρδος, όχι ιδικόν μου· αν δε είναι και ιδικόν μας, τούτο συμβαίνει διότι είναι ιδικόν σας, αντιστρεφομένης της ωφελείας από σας εις ημάς, όπως γίνεται εις τας λάμψεις των αντανακλάσεων. Αν επτωχοτροφήσατε, αν εφιλοξενήσατε, αν ενίψατε πόδας αγίων, αν τρυφώντες με την καταργουμένην γαστέρα (έστω και τούτο) ενετρυφήσατε και δια των εντολών διότι δεν υπάρχει καλυτέρα τρυφή από αυτήν, ούτε μονιμωτέρα, δι' όσους θέλουν να εντρυφούν. Αν ανεπαύσατε κατά το δυνατόν κάποιους από τους λειτουργούς του θυσιαστηρίου εντίμως πενομένους (επιτρέψατέ μου να είπω και τούτο), δια να παραστέκωνται περισσότερον απερισπάστως εις το θυσιαστήριον και, λαμβάνοντες από τα ιδικά σας, να αντεισφέρουν τα ιδικά των διότι είναι εντροπή και ημείς να ζητώμεν αυτά τα πράγματα και σεις να μη τα παρέχετε. Δεν σας ενουθέτησα δε αυτά, δια να γίνη ούτως εις εμέ· διότι καλόν είναι ν' αποθάνω μάλλον παρά να αχρηστευθή το καύχημά μου και να μου καταστή άμισθον το ευαγγέλιον, αφού αμειφθώ εδώ· διότι η κήρυξις του ευαγγελίου είναι ζήτημα ανάγκης, η δε φιλοτιμία είναι να γίνεται αδαπάνως. Αλλά σας ενουθέτησα, δια να μάθετε ότι τον Χριστόν ευεργετείτε δια του ότι ευεργετείτε και ένα από τους μικρούς. Επειδή, όπως όλα όσα είμαι εγώ, έγιναν δι' εμέ, ούτω και τα ελάχιστα των πράξεών μου αναδέχεται ο Χριστός εις εαυτόν· είτε στέγην προσφέρης εις κάποιον είτε ένδυμα είτε εις την φυλακήν τον επισκεφθής είτε άσθενούντα τον ίδης, το πλέον ασήμαντον, είτε απλώς του δροσίσης την γλώσσαν με ψυχρόν ύδωρ όταν κατατρύχεται από δίψαν, όπως εχρειάζετο από τον πτωχόν Λάζαρον ο υποφέρων εις την φλόγα πλούσιος, ο οποίος τι έλαβεν έναντι της εδώ τρυφής και της περιφρονήσεως προς τον πεινώντα και πληγιασμένον Λάζαρον; το να χρειάζεται εκεί τον Λάζαρον, αλλά να μη το επιτυγχάνη.
7. Εκείνα λοιπόν τα οποία σας ζητούμεν ημείς, είναι αυτά· και γνωρίζω ότι δεν εντρέπεσθε να σας ζητήται λόγος δια τα έργα σας ούτε από ημάς τώρα ούτε από τον Κύριον κατά την τελευταίαν ημέραν, εις την οποίαν συνάγονται όλα τα ιδικά μας, συμφώνως προς το λεχθέν, «και εγώ έρχομαι να συναγάγω τας σκέψεις και τας πράξεις σας», και «ιδού άνθρωπος και το έργον αυτού και ο μισθός αυτού μαζί του». Τα δε ιδικά μας και όσα σας φέρομεν από την ερημίαν - επειδή και ο Ηλίας ευχαρίστως εφιλοσόφει εις τον Κάρμηλον και ο Ιωάννης εις την έρημον, και αυτός ούτος δε ο Ιησούς κατένεμεν ως επί το πλείστον τας μεν πράξεις εις τους όχλους, τας δε ευχάς εις την ησυχίαν και τας ερημίας, νομοθετών τί; Ως νομίζω, ότι πρέπει και να ησυχάζη κανείς κάπως, ώστε να συναναστρέφεται αθολώτως με τον Θεόν και να επαναφέρη τον νουν από τας περιπλανήσεις· διότι δεν εχρειάζετο αυτός αναχώρησιν, αφού δεν είχεν άλλωστε εις τι να συσταλή, αφού είναι Θεός και πληροί τα πάντα, αλλά δια να μάθωμεν ημείς ότι υπάρχει καιρός και δια την πράξιν και δια την υψηλοτέραν ασχολίαν. Ποία λοιπόν είναι τα της ερημίας μου; Διότι ως ικανός έμπορος κερδίζων από παντού, θέλω να σας προσφέρω και από εδώ κάποιον εμπόρευμα.
8. Εβάδιζα μόνος μου, ενώ έκλινε προς το τέλος η ημέρα. ο δε περίπατος ήτο εις την ακτήν διότι με αυτού του είδους την αναψυχήν συνηθίζω πάντοτε να διαλύω τους κόπους, αφού ούτε η χορδή δεν αντέχει την συνεχή έντασιν και χρειάζεται να χαλάρωση ολίγον από τα άκρα του τόξου, αν πρόκειται να ταθή και να μη μείνη άχρηστος δια τον τοξότην ούτε ανωφελής εις ώραν χρησιμοποιήσεως. Εβάδιζα λοιπόν, και οι μεν πόδες επροχώρουν, η δε όψις ήτο απλωμένη εις την θάλασσαν. Αυτή όμως παρουσίαζεν όχι ευχάριστον θέαμα, αν και άλλως είναι γλυκύτατον, όταν από την γαλήνην αποστίλβη και προσπαίζη εις τας ακτάς ευχάριστα και ημέρα. Τι συνέβη δε τότε; Θα χρησιμοποιήσω ευχαρίστως και τα λόγια της Γραφής. Καθώς έπνεε σφοδρός άνεμος, εσηκώνετο και εθορύβει· όπως δε συμβαίνει εις τοιαύτα κινήματα, άλλα κύματα, σηκωνόμενα από μακράν και κορυφούμενα ολίγον κατ' ολίγον, έπειτα ελαττούμενα, διελύοντο προς τας ακτάς, άλλα δε επιπίπτοντα κατά των γειτονικών βράχων και αποκρουόμενα, εσκορπίζοντο εις αφρώδη και ψιλήν άχνην, όπου τα μεν χαλίκια και τα φύκια, οι κοχλίαι και τα ελαφρά όστρακα, ενώ μερικά ηρπάζοντο πάλιν, όταν το κύμα υπεχώρει· αι δε πέτραι ήσαν άσειστοι και ατίνακτοι, ωσάν να μη τας ηνώχλει τίποτε, πλην του ότι εβάλλοντο από τα κύματα.
9. Γνωρίζω ότι ωφελήθην κάπως από αυτό εις φιλοσόφησιν. Επειδή αναφέρω τα πάντα εις τον εαυτόν μου, και μάλιστα, εάν τύχη να ιλιγγιάσω εμπρός εις κάτι από τα συμβαίνοντα, πράγμα το οποίον έχω πάθει και τώρα, δεν εδέχθην παρέργως το βλεπόμενον. Ούτω το θέαμα έγινε δι' εμέ δίδαγμα. Πράγματι, είπα εγώ, δεν είναι θάλασσα ο βίος μας και τα ανθρώπινα, διότι και εις αυτόν παρατηρείται πολύ το αλμυρόν και άστατον, άνεμοι δε είναι οι προσπίπτοντες πειρασμοί και τα απροσδόκητα γεγονότα; Τούτο νομίζω ότι κατενόησε και ο θαυμασιώτατος Δαβίδ, διό και λέγει, «σώσε με, Κύριε, διότι εισήλθον ύδατα έως την ψυχήν μου», και «ρύσαί με από τα βαθέα ύδατα», «ήλθον δε εις τα βάθη της θαλάσσης, και με κατεπόντισε καταιγίς». Από τους πειραζομένους δε άλλοι μου εφαίνοντο ότι παρασύρονται ως τα ελαφρότατα και άπνοα πράγματα, και ότι δεν αντέχουν ούτε ολίγον εις τας ενοχλήσεις, διότι δεν έχουν μέσα των στερεότητα και βάρος σώφρονος λογισμού, αντιβαίνοντος εις τους προσπίπτοντας εις αυτόν. Άλλοι πάλιν είναι πέτρα, άξιοι της πέτρας εκείνης, επάνω εις την οποίαν εβαδίσαμεν και την οποίαν λατρεύομεν, όσοι χρησιμοποιούντες φιλοσοφικόν λόγον και υπερβαίνοντες την ταπεινότητα των πολλών, υπομένουν τα πάντα ασείστως και ατινάκτως, και περιγελούν ή λυπούνται τους σειομένους, το πρώτον από φιλοσοφίαν, το δεύτερον από φιλανθρωπίαν· αυτοί δε οι ίδιοι θεωρούν εντροπήν, όταν μεν τα δεινά απουσιάζουν, να τα περιφρονούν, μάλλον δε να μη τα θεωρούν καν δεινά, όταν δε είναι παρόντα να υποτάσσωνται εις αυτά (και μάλιστα ποία; τα παρερχόμενα ως ιστάμενα), και εκτός καιρού μεν να φιλοσοφούν, εις τας ώρας ανάγκης δε να φαίνονται αφιλόσοφοι· το ίδιον ωσάν να ενόμιζε κανείς τον εαυτόν του ως τον άριστον των αθλητών, χωρίς καν να κατέρχεται εις το στάδιον, ή ως πλοίαρχον ευδόκιμον, ο οποίος εις μεν τας καλοκαιρίας καυχάται δια την τέχνην του, εις δε τας τρικυμίας εγκαταλείπει το τιμόνι.
10. Αφού δε οπωσδήποτε επελήφθην αυτών των λόγων, ήλθον και προς άλλην εικόνα, η οποία συμπίπτει πολύ με τα παρόντα, θα με νομίσετε ίσως μυθολόγον γέροντα, αν την γνωστοποιήσω και εις σας· αλλ' όμως πρέπει να την γνωστοποιήσω, διότι βλέπω ότι και η Γραφή πολλάκις χρησιμοποιεί τοιαύτας εικόνας προς σαφεστέραν δήλωσιν. Υπάρχει κατά τον μύθον εν φυτόν, το οποίον αποκοπτόμενον θάλλει και αγωνίζεται προς τον σίδηρον και αν πρέπει να ομιλήσωμεν παραδόξως περί ενός παραδόξου πράγματος, ζη με τον θάνατον και φυτρώνει με την τομήν και αυξάνεται, όταν δαπανάται. Αυτά λοιπόν λέγει ο μύθος και το πλάσμα καθ' εαυτό· εις εμέ δε φαίνεται σαφώς ότι τοιούτον πράγμα είναι ο φιλόσοφος. Ευδοκιμεί εις τα πάθη, καθιστά τα λυπηρά μέσον αρετής και δοξάζεται με τα αντίθετα, χωρίς να επαίρεται με τα δεξιά όπλα της δικαιοσύνης ούτε να κάμπτεται με τα αριστερά, αλλά παραμένων πάντοτε ο αυτός εις τα αυτά ή καθιστάμενος και δοκιμώτερος, όπως ο χρυσός εις την κάμινον. Ας σκεφθώμεν δε ως εξής. Είναι κανείς ευπατρίδης; θα επιδείξη έναντι του αίματος την ευγένειαν τρόπων, ώστε να ευδοκιμή κατά τας δύο απόψεις, και γενεαλογικώς και πραγματιστικώς. Είναι δυσγενής κατά την μορφήν και το υλικόν, αν υποτεθή ότι διαφέρει πολύ πηλός από πηλόν; Θα εισαγάγη αντ' αυτής την νοεράν ευγένειαν και αυτήν εις την οποίαν διαπλάττει έκαστος εαυτόν προς το χειρότερον ή το καλύτερον· την δε άλλην, όση είτε σπείρεται είτε γράφεται, θα παραγράψη ως αναξίαν λόγου και κίβδηλον. Διότι υπάρχει εν τριπλούν γένος· πρώτον το έχον άνωθεν την αρχήν, κατά το οποίον είμεθα εξ ίσου όλοι ευγενείς, αφού εγεννήθημεν κατά την εικόνα του Θεού· δεύτερον το ερχόμενον από την σάρκα, ως προς το οποίον δεν γνωρίζω αν είναι κανείς ευγενής, αφού συνίσταται εις την φθοράν. Τρίτον το διακρινόμενον από την κακίαν ή την αρετήν, του οποίου κατά το μάλλον ή ήττον μετέχομεν, αναλόγως, ως νομίζω, προς την τήρησαν ή διαφθοράν της εικόνος. Αυτήν την ευγένειαν πρέπει ν' αγαπήση ο αληθώς σοφός και φιλόσοφος. Ως προς το τέταρτον γένος, το συνιστάμενον εις γράμματα και προστάγματα, τότε θα το θεωρήσω αξιόλογον, όταν θα αποδεχθώ το εις τα φκιασιδώματα κάλλος και θα σεβασθώ πίθηκον διαταχθέντα να είναι λέων.
11. Είναι νέος; Θα ανδρωθή εναντίον των παθών και θ' απολαύση εκ της νεότητος τούτο, το να μη πάθη τα των νέων, αλλά να δείξη γεροντικήν φρόνησιν εις ακμαίον σώμα· και θα χαρή δια την νίκην περισσότερον παρά οι στεφανούμενοι εις την Ολυμπίαν, διότι θα νικήση εις κοινόν θέατρον, την οικουμένην, και μάλιστα νίκην μη εξαγοραζομένην. Κλίνει προς το γήρας; Αλλά δεν θα γηράση και εις την ψυχήν· θα δεχθή την διάλυσιν ως προθεσμίαν αναγκαίας ελευθερίας, θα μεταβή ευχαρίστως εις τα μέλλοντα, όπου δεν υπάρχει άωρος ούτε πρεσβύτερος, αλλά όλοι είναι τέλειοι εις την πνευματικήν ηλικίαν. Είναι ωραίος; Θα αντικατοπτρίση το κάλλος εις το κάλλος, το της ψυχής εις το του σώματος. Επέρασε το άνθος ανεπηρέαστον; Κλίνει προς τον εαυτόν του και δεν γνωρίζει καν ότι βλέπεται από άλλους. Είναι άσχημος εις την όψιν; Αλλ' είναι ωραίος εις τα κρυπτόμενα, ωσάν ανθηρόν ρόδον ευωδέστατον εις κάλυκα μη ανθηράν και άοσμον. «Είναι ιδιαιτέρως ωραίος επάνω από τους υιούς των ανθρώπων»; Δεν δίδει καν ευκαιρίαν να φαίνεται το εκτός, μεταστρέφων τον θεατήν προς τον εντός άνθρωπον. Έχει ευεξίαν; Να χρησιμοποιήση την υγείαν προς το καλύτερον να νουθετήση, να πλήξη, να παρρησιασθή με λόγον, ν' αγρυπνήση, να κοιμηθή χάμω, να νηστεύση, να κενώση την όλην, να θεωρήση τα επίγεια και τα ουράνια, να μελετήση τον θάνατον με πάσαν σπουδήν. Θα αρρωστήση; Να πολεμήση· αν δε ηττηθή, να νικήση επιτυγχάνων το να μη μάχεται πλέον. Είναι πλούσιος; να φιλοσοφήση την αποπτώχευσιν, να μεταδώση τα υπάρχοντα εις τον έχοντα ανάγκην, ως οικονόμος των ξένων αγαθών· ούτως ώστε και εκείνος να ευεργετηθή με την μετάληψιν και αυτός να συναχθή προς τον Θεόν, μη έχων τίποτε άλλο πλην του σταυρού και του σώματος. Είναι πτωχός; Να έχη πλούτον τον Θεόν και τον περίγελων των πλουσίων, ως πάντοτε μεν κατεχόντων, πάντοτε δε πενομένων λόγω του ότι χρειάζονται το περισσότερον και πίνουν δια να διψάσουν περισσότερον.
12. Πεινά; Να τραφή μαζί με τα πτηνά, των οποίων ο βίος είναι άσπαρτος και ακαλλιέργητος· να ζήση μαζί με τον Ηλίαν πλησίον της Σαραφθίας, «η λήκυθος με το έλαιον δεν θα λείψη και η υδρία με το άλευρον δεν θα ολιγοστεύση»· η πρώτη θα πηγάζη πάντοτε, η δε δευτέρα θα παράγη πλουσίως, δια να τιμηθή φιλόξενος χήρα και να τρέφη τον τρέφοντα. Θα διψάση; Κρήναι δι' αυτόν και ποταμοί είναι το ποτόν, ποτόν το οποίον δεν μεθύσκει, ούτε μετρούμενον· αν όλα λείπουν λόγω ανομβρίας, θα ποτισθή ίσως με χείμαρρον. Θα τρέμη; Τούτο υπέστη και ο Παύλος, αλλ' επί πόσον χρόνον; Υπάρχει και ένδυμα πέτρας· ας σε πείση και ο Ιώβ λέγων, «επειδή δεν είχον σκέπην, περιεβλήθησαν πέτραν». Παρατήρησε, παρακαλώ, και τα τελειότερα. Θα λοιδορηθή; Να νικήση με το να μη αντιλοιδορή· Θα διωχθή; Να ανεχθή. Θα βλασφημηθή; Να παρακαλέση. Θα διαβληθή; Να προσευχηθή. Θα ραπισθή εις την δεξιάν σιαγόνα; Να προσφέρη και την άλλην· εάν δε είχε τρίτην, να προέβαλε και αυτήν, δια να διδάξη τον κτυπώντα να μακροθυμή περισσότερον, εκπαιδεύων με την πράξιν εις όσα δεν ήτο ικανός να το κάμη με τον λόγον. Θα ονειδισθή; Τούτο υπέστη και ο Χριστός· θα τιμηθή με την κοινωνίαν του πάθους. και αν ακούση «ότι είναι Σαμαρείτης και αν κατηγορηθή ότι είναι δαιμονιζόμενος, θα τα δεχθή όλα μετά του Θεού. Θα του λείψουν πολλά ακόμη, ακόμη και αν πάθη πολλά, όξος, χολή, στέφανος ακάνθινος, σκήπτρον καλάμινον, χλαμύς κοκκίνη, σταυρός, καρφιά, λησταί σταυρούμενοι, περαστικοί υβρισταί. Διότι πρέπει να έχη τον Θεόν περισσότερον με το να υποφέρη περισσότερον ατιμαζόμενος.
13. Δεν υπάρχει τίποτε ισχυρότερον της φιλοσοφίας, τίποτε περισσότερον ασύλληπτον. Όλα θα ενδώσουν πριν από τον φιλόσοφον. «Ο όναγρος είναι εις την έρημον», λέγει ο Ιώβ, «άδετος και ελεύθερος, καταγελών τον θόρυβον της πόλεως, μη ακούων μομφήν φορολόγου. Ο μονόκερως είναι ζώον αυτόνομον. Θα θελήση να δουλεύση εις σε; Θα τον δέσης εις την φάτνην; θα υποταχθή εις ζυγόν;». Όταν έχη αποταχθή από όλα τα επίγεια, του κατασκευάζονται πτέρυγες ως του αετού, θα επιστρέψη εις τον οίκον του προϊσταμένου του, θα πετάξη άνω προς τον Θεόν. Θα είπω κάτι κεφαλαιώδες. Τα δύο αυτά είναι δυσυπέρβλητα, ο Θεός και ο άγγελος· τρίτον είναι ο φιλόσοφος, άυλος εις ύλην, εις σώμα απερίγραπτος, επί γης ουράνιος, εις πάθη απαθής, ηττώμενος καθ' όλα πλην του φρονήματος, με το να νικάται νικών τους νομίζοντας ότι επικρατούν. Αφού δε ο λόγος μας περιέγραψε τον φιλόσοφον, από το σημείον εις το οποίον ήρχισα, εμπρός τώρα ας επισκοπήσωμεν εκτός από αυτόν και τα ιδικά μας («διότι νομίζω ότι έχω και εγώ Πνεύμα Θεού», έστω και αν εγώ εις κάτι από αυτά είμαι τρωτός και αλώσιμος). Ούτω, αν μεν οι μισούντες και πολεμούντες με με εύρουν νικημένον, να με συγχωρήσουν από το εγχείρημα, αν και όχι από την προαίρεσιν αν δε με εύρουν ανώτερον των πολεμούντων και υψηλότερον, να απαλλαγούν αυτοί από την κακίαν ή να επινοήσουν νεωτέραν οδόν της αδικίας, αφού η παρούσα καταφρονείται, και να μη κατηγορούνται πλην της κακίας και δια μωρίαν, ως παρανομούντες ματαίως και μη γνωρίζοντες ότι αδικούν αυτό το οποίον επιμελούνται.
14. Διότι κατά τί θα μας λυπήσουν, αν τα διεξέλθουν όλα; Ας ίδωμεν όσα δύναται να αδικηθή από ανθρώπους άνθρωπος. Θα με ονομάσουν απαίδευτον; Μίαν σοφίαν γνωρίζω, το να φοβούμαι τον Θεόν, διότι «αρχή σοφίας είναι ο φόβος Κυρίου», και «τέλος λόγου είναι, να ακούης το παν, να φοβήσαι τον Θεόν». Αυτά λέγει ο σοφώτατος Σολομών. Ας με δείξουν λοιπόν ως στερούμενον φόβου, και ας νικήσουν. Της δε άλλης σοφίας μέρος μεν παρεμέρισα, μέρος δε εύχομαι και ελπίζω να προσλάβω με την χάριν του Πνεύματος. Θα με κατηγορήσουν δια πτωχείαν, η οποία είναι η περιουσία μου; Είθε να απέβαλλα αυτά τα ράκια, δια να διέλθω γυμνός τας άκανθας του βίου· είθε επίσης να αποβάλω και τον βαρύν τούτον χιτώνα, όσον το δυνατόν γρηγορώτερον, δια να λάβω ελαφρότερον. Θα με αποκαλέσουν φιλόπατριν; Πόσον μικρά σκέπτονται περί ημών, πραγματικοί υβρισταί και μισόξενοι! Υπάρχει, ω άνθρωποι, πατρίς περιγραπτή εις εμέ, ο οποίος έχω πάσαν πατρίδα και καμμίαν; Συ δε δεν είσαι ξένος και παρεπίδημος; Δεν σοΰ επαινώ την κατοικίαν, αν αυτή είναι η περίπτωσίς σου, δια να μη εκπέσης της αληθινής πατρίδος, εις την οποίαν πρέπει να αποθέτωμεν τα πολιτικά μας δικαιώματα. Δεν θα μας ονειδίσης δε δια το γήρας και την φιλασθενικότητα; Δεν ανήκει όλον αυτό εις τον χώρον της ύλης και της φύσεως, δια να μάθης και κάτι από τα απόρρητά μου· εν μέρος το εδαπάνησε και ο λογισμός, δια να καυχηθώ και εγώ ολίγον. Συ δε δεν είσαι σφριγηλός και εύσωμος; Γλυκύ θέαμα! Είθε να είχες και ολίγα άσπρα μαλλιά και κάποιαν ωχρότητα, δια να πιστευθής τότε, ότι είσαι συνετός και φιλόσοφος.
15. Τι άλλο περαιτέρω; Θα με καθαιρέσουν από θρόνους; Ποιους όμως; Αυτούς εις τους οποίους ευχαρίστως ανήλθα ή προηγουμένως ή τώρα; Μακαρίζω δε τους επιβαίνοντας θρόνων; Συ δε μου τους καθιστάς γλυκύτερους, επιβαίνων εις τον ιδικόν σου τόσον αναξίως; Ούτε τα προηγουμένως συμβάντα δεν σας εφανέρωσαν την γνώμην μου; Ή ήσαν και εκείνα κάποια απόλαυσις και δοκιμασία του πόθου; Πράγματι οι επιτήδειοι όλα τα ιδικά των τα αποδίδουν εις άλλους, άλλα μεν καθ' υποψίαν άλλα δε ρητώς. Τί είναι τάχα η συντριβή; Τί τάχα αι αραί, τας οποίας εκάμαμεν δημοσία εναντίον μας; Τί τάχα τα δάκρυα και το ότι εγίναμεν εις σας παρ' ολίγον ελεεινοί και μισητοί λόγω της αντιστάσεως; Θα μας αποστερήσουν προεδρίας; Αυτήν πότε και ποίος σώφρων εθαύμασε, ενώ τώρα και το να την αποφεύγη κανείς είναι στοιχειώδες δείγμα συνέσεως, όπως νομίζω εγώ τουλάχιστον; Αυτήν δια την οποίαν όλα τα πράγματά μας δονούνται και σείονται· δια την οποίαν τα πέρατα της οικουμένης είναι γεμάτα υποψίαν και πόλεμον κωφόν και ανώνυμον· δια την οποίαν κινδυνεύομεν να είμεθα των ανθρώπων, ενώ εγίναμεν από τον Θεόν, και ν' αποβάλωμεν το μέγα και νέον όνομα του Χριστιανού; Πόσον θα ήθελα να μη υπήρχε προεδρία, ούτε προτίμησις θέσεως και τυραννική προνομία, δια να εγνωριζόμεθα μόνον από την αρετην! Τώρα δε το δεξιόν τούτο και το αριστερόν και το μέσον, το υψηλότερον και το χαμηλότερον, και το προβάδισμα ή συμβάδισμα έχουν προκαλέσει εις ημάς πολλά συντρίμματα χωρίς λόγον, πολλούς ώθησαν εις τον βόθρον και απήγαγαν εις τον χώρον των εριφίων όχι μόνον των κατωτέρων, αλλ' ακόμη και των ποιμένων, οι οποίοι, ενώ είναι διδάσκαλοι του Ιησού, ηγνόησαν ταύτα.
16. Θα με εμποδίσουν από τα θυσιαστήρια; Αλλά γνωρίζω και άλλο θυσιαστήριον, του οποίου τύποι είναι τα τώρα βλεπόμενα· θυσιαστήριον εις το οποίον δεν ήγγισε λαξευτήριον ούτε χειρ, ούτε ηκούσθη σίδηρος ή κάτι άλλο των τεχνικών και διακοσμητών, αλλ' είναι ολόκληρον έργον του νου και η ανάβασις εις αυτό γίνεται δια θεωρίας. Εις αυτό θα παραστώ, εις αυτό θα θυσιάσω ευπρόσδεκτα θύματα, θυσίαν και προσφοράν και ολοκαυτώματα, ανώτερα των προσφερομένων τώρα όσον ανωτέρα είναι η αλήθεια της σκιάς. Περί αυτού νομίζω ότι φιλοσοφεί και ο μέγας Δαυίδ λέγων, «και θα εισέλθω προς το θυσιαστήριον του Θεού, του ευφραίνοντος την πνευματικήν μου νεότητα». Από αυτό το θυσιαστήριον δεν θα με απομακρύνη όποιος το θέλει. Θα με απελάσουν από την πόλιν; Αλλ' όχι και από την ευρισκομένην εις τους ουρανούς. Ας καταφέρουν τούτο όσοι με πολεμούν! Και πράγματι το επεχείρησαν, αλλ' έως ότου δεν δύνανται να το επιτύχουν, μας ρίπτουν ρανίδες ύδατος ή μας κτυπούν με αύρας ή παίζουν με όνειρα· ούτω βλέπω εγώ τον πόλεμον αυτών, θα μου πάρουν τα αγαθά; Ποία; Αν πρόκειται περί των ιδικών μου, ας μου περικόψουν και τας πτέρυγας, τας οποίας δεν έχω περιβληθή· αν δε πρόκειται περί των της Εκκλησίας, τούτο είναι το αντικείμενον περί του οποίου γίνεται όλος ο πόλεμος· αυτά είναι δια τα οποία ο κλέπτης ζηλοφθονεί το ταμείον και προδίδει τον Θεόν δια τριάκοντα αργύρια, το χειρότερον όλων. Τόση δε είναι η τιμή όχι του προδιδομένου, αλλά του προδίδοντος.
17. Θα μου κλείσουν τας οικίας των; Θα μου περικόψουν τας ανέσεις; Θα με αποξενώσουν από φίλους; Διότι, βλέπεις, πολύ φορτικοί εγίναμεν εις πολλούς, αν και μας προσεκάλουν - δεν θα φανώμεν αχάριστοι -· εάν δε εγίναμεν φορτικοί, τούτο συνέβη δια την επιφυλακτικότητα μάλλον παρά δια την αποδοχήν. Το δε αίτιον είναι ότι μας ανέπαυσεν κάποιος ευσεβής και φιλόθεος οίκος, όπως τον Ελισσαίον ο της Σουναμίτιδος, συγγενών κατά το σώμα, συγγενών κατά το Πνεύμα, καθ' όλα φιλότιμων· πλησίον των οποίων συνεπήχθη ο λαός ούτος, διατηρών κρυφίως την διωκομένην ευσέβειαν, όχι αφόβως ούτε ακινδύνως. Είθε να τον αμείψη ο Κύριος δικαίως κατά την ημέραν της ανταποδόσεως! Αν δε επιδιώκωμεν τρυφήν, είθε να εντρυφήσουν εναντίον ημών οι μισηταί ημών διότι δεν θα καταρασθώ εις βάρος μου τίποτε χειρότερον. Από τους φίλους δε, άλλοι μεν δεν θα φύγουν από κοντά μας, γνωρίζω καλώς, ούτε αν κακοποιηθούν, διότι το γεγονός ότι αδικούνται μαζί με ημάς τους έκανε να πονούν μαζί μας· των δε άλλων έχομεν ήδη γυμνασθή να υπομένωμεν την υπεροψίαν, όταν μας περιφρονούν. Διότι εκ των φίλων και των πλησίον μου άλλοι μεν και φανερώς «επλησίασαν και εστάθησαν εις την αντίπαλον παράταξιν·», άλλοι δε, φιλανθρωπότεροι, «εστάθησαν από μακράν» και αυτήν την νύκτα «εσκανδαλίσθησαν όλοι». Σχεδόν και ο Πέτρος με απηρνήθη, και ίσως ούτε καν κλαίει πικρώς, δια να θεραπεύση την αμαρτίαν».
18. Φαίνεται ότι εγώ είμαι ο μόνος γεμάτος τόλμην και θράσος· ο μόνος αισιόδοξος εις τα φοβερά, ο μόνος καρτερικός, και όταν δημοσία επαινούμαι και ιδιαιτέρως καταφρονούμαι, και όταν γνωρίζωμαι εις Ανατολήν και Δύσιν με το να πολεμούμαι. Ποία παραφροσύνη! «Αν παραταχθή εν στρατόπεδον εναντίον μου, δεν θα φοβηθή η καρδιά μου· εάν εγερθή εναντίον μου πόλεμος, εις αυτήν ελπίζω εγώ». Τόσον πολύ δεν θεωρώ φοβερόν κάτι από τα παρόντα, ώστε αφήνων τον εαυτόν μου, θρηνώ τους λυπήσαντάς με. Σεις, μέλη του Χριστού κάποτε, μέλη αξιότιμα δι' εμέ, αν και τώρα διεφθαρμένα, μέλη αυτής της ποίμνης, την οποίαν επροδώσατε σχεδόν πριν συναχθήτε, πώς διεσπάσθητε και διεσπάσατε ως βοΐδια, απολυμένα από τον ζυγόν; Πώς ηγείρατε εναντίον του θυσιαστηρίου θυσιαστήριον; Πώς κατεστράφητε αιφνιδίως; Πώς και οι ίδιοι ενεκρώθητε με την αποκοπήν και ημάς εκάματε να πονούμεν; Πώς κατεχράσθητε την απλότητα των ποιμένων προς διάλυσιν της ποίμνης; Διότι δεν θα μεμφθώ εκείνους δια την απειρίαν, αλλά θα κατηγορήσω σάς δια την κακίαν. «Ποίος θα σε βοηθήση εις την διαφθοράν σου, Ισραήλ;». Ποίον φάρμακον θα εύρω επουλωτικόν; Ποίον επίδεσμον; Πώς να συνάψω τα διεστώτα; Με ποία δάκρυα, ποίους λόγους, ποίας εύχάς, να θεραπεύσω το σύντριμμα; Ή ίσως με τον κατωτέρω τρόπον;
19. Τριάς αγία και προσκυνητή και τελεία, καλώς συναπτόμενη και προσκυνουμένη από ημάς, ιδικόν σου είναι το έργον τούτο, ιδικόν σου το κατόρθωμα. Συ δύνασαι ν' αποκαταστήσης τούτους πάλιν εις ημάς, αφού απεμακρύνθησαν τόσον, ώστε να παιδευθούν δια του χωρισμού προς ομόνοιαν, και ν' αντιδώσης εις ημάς δια τους εδώ μόχθους τα επουράνια και αστασίαστα. Το πρώτον δε και μέγιστον από αυτά είναι να φωτισθώμεν από σε τελειότερα και καθαρώτερα, πώς η ιδία και ως Μονάς νοείσαι και ως Τριάς ευρίσκεσαι; Πώς το αγέννητον και το γεννητόν και το εκπορευτόν είναι μία φύσις, τρεις ιδιαιτερότητες, «εις Θεός ο επί πάντων και δια πάντων και εν πάσιν», ούτε μετατιθέμενος ούτε μειούμενος ούτε τεμνόμενος, τώρα κατά μέρος μεν καταλαμβανόμενος, κατά μέρος δε ζητούμενος, κάποτε δε καταληφθησόμενος ίσως εις όλον σου το είναι από τους εδώ καλώς ζήσαντας δια βίου και θεωρίας;
20. Εις αυτόν πρέπει πάσα δόξα, τιμή, κράτος, εις τους αιώνας. Γένοιτο.
Μετάφραση: Στέργιος Σάκκος
----------------------------------------------------
πηγή: Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου Έργα, τόμος 4, Πατερικαί εκδόσεις "Γρηγόριος ο Παλαμάς", Θεσ/νίκη 1976.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου