Όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (1722-1794)
Σύντομα βιογραφικά στοιχεία.
Γεννήθηκε το 1722 στην Πολτάβα της Ουκρανίας, ο κατά κόσμον Πέτρος, από πατέρα ιερέα και μητέρα πού αργότερα έγινε μοναχή. Δεκαπέντε ετών μετέβη στη μονή Λιοΰμπεσκ και κατόπιν στη Μεγάλη Λαύρα του Κιέβου. Πνευματικό οδηγό είχε τον ησυχαστή Βασίλειο, συγγραφέα και μεταφραστή νηπτικών έργων. Το 1742, ύστερα άπό διωγμούς Ουνιτών στην πατρίδα του, μετέβη στη Βλαχία και μόνασε εκεί επί τετραετία, λαμβάνοντας τ΄ όνομα Πλάτων. Το 1746 αναχώρησε για το πολυπόθητο Άγιον Όρος.
Ασκήθηκε στην Καψάλα, όπου εκάρη μοναχός άπό τον Γέροντα του Βασίλειο με τ΄ όνομα Παΐσιος. Το 1758 χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς και απέκτησε δωδεκαμελή συνοδεία. Κατόπιν πήγε με τη συνοδεία του στο Κελλί του Προφήτου Ηλιού, το όποιο μετέτρεψε σε σκήτη, πού ανήκει στη μονή Παντοκράτορος. Απέκτησε περί τους πενήντα καλούς μαθητές, για τους οποίους συνέταξε τυπικό κατά την αγιορείτικη τάξη, και άρχισε τις μεταφράσεις των Πατέρων της Εκκλησίας στα σλαβικά, όπως Ισαάκ του Σύρου και Γρηγορίου του Σιναΐτου, διδάσκοντας σε όλους την ευχή του Ιησού. Το τελευταίο εξάμηνο της αγιορείτικης ζωής του το διήλθε στην Ιερά μονή Σίμωνος Πέτρας (1762). Μετά άπό δεκαεπτά χρόνων παραμονή στον ιερό Άθωνα, ο όσιος Παΐσιος επέστρεψε το 1763 στη Μολδαβία παίρνοντας μαζί του αρκετούς μοναχούς.
Εγκαταστάθηκε στη μονή Δραγκομίρνα και απέκτησε πολλούς μαθητές Ρώσους, Ρουμάνους και Βουλγάρους. Τους δίδασκε καθη μερινά στη γλώσσα τους να τηρούν πενία, υπακοή, ταπεινοφροσύνη, σιωπή και να εντρυφούν στη μελέτη των νηπτικών πατέρων. Έγινε ηγούμενος της αρχαίας μονής του Νεάμτς, την οποία κατέστησε σπουδαίο πνευματικό κέντρο, με τις μεταφράσεις Ελλήνων Πατέρων και ασκητών και τη ζωή της ευχής του Ιησού. Αξιοσημείωτη είναι ή μετάφραση της Φιλοκαλίας (1793). Τη φήμη του αγίου Γέροντος Παϊσίου ακούγοντας ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης θέλησε να γίνει μαθητής του, μα εμποδίσθηκε από διάφορες συμπτώσεις κι επέστρεψε στο Άγιον Όρος.
Στη μονή Νεάμτς ανεπαύθη ειρηνικά στις 15 Νοεμβρίου 1794 ο μεγάλος στάρετς, για το έργο του οποίου μιλούν πολλοί με δικαιολογημένο θαυμασμό. Υπήρξε αναζωογονητής του μοναχισμού στη Ρουμανία και τη Ρωσία. Οι πολυάριθμοι και αξιόλογοι μαθητές του έγιναν, μετά την κοίμηση του, κήρυκες των διδαχών του. Οι μονές Δραγομίρνα, Σέκου και Νεάμτς ήταν τα κέντρα της λαμπρής ασκητικοφιλολογικής κινήσεως κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, όπου οι μαθητές του, με τη νηπτική τους εργασία και τ΄ ανεπτυγμένα φιλολογικά τους κριτήρια, μόχθησαν για την πνευματική ανύψωση της Μολδαβίας. Το πνεύμα των ιεροπρεπών Κολλυβάδων μετέφερε ο όσιος Παΐσιος στα Βαλκάνια και τη Ρωσία. Τιμάται ιδιαίτερα από τους Ρώσους και τους Ρουμάνους. Η επίσημη αναγνώριση της αγιότητας του έγινε από το Πατριαρχείο Μόσχας το 1988 και από το Πατριαρχείο Ρουμανίας το 1992.
Την πρώτη βιογραφία του έγραψε το 1817 ο μαθητής του μοναχός Μητροφάνης, πού στηρίχθηκε στην αυτοβιογραφία του οσίου Παϊσίου και στις προσωπικές αναμνήσεις του. Ακολούθησαν αρκετές άλλες, πού κυκλοφόρησαν ευρύτατα στα ρουμανικά και ρωσικά και μεταφράσθηκαν στα ελληνικά.
Η μνήμη του τιμάται στις 15 Νοεμβρίου.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Άγιοι Αγίου Όρους
Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2007
————————————————————
Μικρό απάνθισμα από τις διδασκαλίες του Αγίου.
Α.῾Η ᾿Αδιάλειπτος Προσευχὴ καὶ ἡ Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ
(Απ’ο το βιβλιο –Τα κρίνα του Αγρού-Κεφάλαια κδʹ)
«᾿Εθερμάνθη ἡ καρδία μου ἐντός μου, καὶ ἐν τῇ μελέτῃ μου ἐκκαυθήσεται πῦρ» (Ψαλμ. ληʹ 4
* * *
α. Νὰ εἶσαι σταθερὰ προσηλωμένος στὸν Θεό, διότι ᾿Εκεῖνος θὰ,σὲ καθοδηγήση στὸ κάθε τι καὶ θὰ σοῦ ἀποκαλύψη, διὰ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὅλα τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ἐπίγεια μυστήρια.
β. ῾Ο νοῦς μας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι σταθερὰ καὶ ἀπόλυτα προσηλωμένος στὸν Θεό, ἂν δὲν ἀποκτήσουμε τὶς ἑξῆς τρεῖς ἀρετές: τὴν ἀγάπη σὲ Αὐτὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τὴν ἐγκράτεια κα τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
γ. ῾Η ἀγάπη ἐξορίζει τὴν ὀργή, ἡ ἐγκράτεια ἐξασθενίζει τὴν σαρκικὴ ἐπιθυμία καὶ ἡ ἀδιάλειπτος προσευχὴ διώκει ἀπὸ τὸν νοῦ τοὺς λογισμούς, φυγαδεύουσα ταυτόχρονα τὴν ἐχθρότητα καὶ τὴν ἔπαρσι.
δ. ῾Η Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶναι ἐργασία κοινὴ τῶν ᾿Αγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων· μὲ τὴν προσευχὴ αὐτὴ οἱ ἄνθρωποι πλησιάζουν σύντομα τὴν ζωὴ τῶν ᾿Αγγέλων.
ε. ῾Η Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶναι ἡ πηγὴ ὅλων τῶν καλῶν ἔργων καὶ ἀρετῶν καὶ ἐξορίζει μακρυὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὰ σκοτεινὰ πάθη·
ἀπόκτησε αὐτήν, καὶ πρὶν νὰ ἀποθάνης θὰ ἀποκτήσης ψυχὴ ἀγγελικήϛ. ῾Η Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶναι θεϊκὴ ἀγαλλίασις. Εἶναι πολύτιμη σὰν ξίφος. Κανένα ἄλλο πνευματικὸ ὅπλο δὲν δύναται νὰ ἀναχαιτίση τόσο ἀποτελεσματικὰ τοὺς δαίμονας· κατακαίει αὐτούς, ὅπως ἡ φωτιὰτὰ βάτα.
ζ. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ ἀναφλέγει ὁλόκληρο τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο καὶ τοῦ φέρνει ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη· ἔτσι, ἀπὸ τὴν [πνευματικὴ] ἡδονὴ καὶ τὴν γλυκύτητα, ὁ ἄνθρωπος ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ζωὴ αὐτὴ καὶ θεωρεῖ κάθε τι γήϊνο σὰν χῶμα καὶ στάκτη.
η. ῞Οποιος μὲ πόθο καὶ χωρὶς διακοπή, σὰν τὴν ἀνάσα ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὰ στήθη του, ἐπαναλαμβάνει τὴν Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ, τὸ «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με!», σύντομα θὰ γίνη κατοικητήριο τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ἡ ῾Οποία «μονὴν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσει» (πρβλ. ᾿Ιω.ιδʹ 23).
θ. Τότε ἡ Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ θὰ καταβροχθίζη τὴν καρδιὰ καὶ ἡ καρδιὰ τὴν Εὐχή· τότε ὁ ἄνθρωπος, ἀσκώντας νύκτα καὶ ἡμέρα τὴν εὐλογημένη αὐτὴν ἐργασία, θὰ λυτρωθῆ ἀπὸ ὅλες τὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ.
ι. Εἴτε στέκεσαι εἴτε κάθεσαι εἴτε τρῶς εἴτε ταξιδεύεις εἴτε κάνεις ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἐπαναλάμβανε ἐπίμονα τὴν Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἀσκώντας ἰσχυρὴ βία στὸν ἑαυτό σου, διότι αὐτὴ πλήττει τοὺς ἀοράτους ἐχθροὺς σὰν ἕνας πολεμιστὴς μὲ φονικὴ λόγχη.
ια. Χάραξε τὴν Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ στὸν νοῦ σου καὶ λέγε αὐτὴν μυστικά, χωρὶς δισταγμὸ ἢ συστολή, ἀκόμη καὶ στοὺς χώρους τῆς σωματικῆς ἀνάγκης!
ιβ. ῞Οταν ἡ γλῶσσα καὶ τὰ χείλη σου κουραστοῦν, προσευχήσου μόνο μὲ τὸν νοῦ· ὅταν πάλι ὁ νοῦς κουραστῆ ἀπὸ τὴν ἐπίμονη αὐτοσυγκέντρωσι καὶ ἡ καρδιὰ πονέση, τότε κάνε μία διακοπὴ καὶ πιάσε τὴν ψαλμωδία.
ιγ. ᾿Απὸ τὴν προσευχή, ποὺ ἀσκεῖται γιὰ πολὺ καιρὸ μὲ τὴν γλῶσσα, γεννιέται ἡ προσευχὴ τοῦ νοῦ, ἡ νοερὰ προσευχή· καὶ ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ νοῦ γεννιέται ἡ προσευχὴ τῆς καρδιᾶς, ἡ καρδιακὴπροσευχή.
ιδ. Νὰ μὴ λέγης τὴν Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ δυνατὰ μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ τὴν ἀκοῦς· καὶ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς νὰ μὴ στρέφης τὴν σκέψι σου ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, σὲ κοσμικὰ καὶ μάταια πράγματα, ἀλλὰ νὰ μένης, πολεμώντας τὴν ραθυμία, στὴν μνήμη τῆς Εὐχῆς καὶ μόνο.
ιε. ῾Η προσευχὴ δὲν εἶναι παρὰ ἡ διαχωριστικὴ γραμμὴ ἀνάμεσα στὸν ὁρατὸ καὶ τὸν ἀόρατο κόσμο, γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀφοσιώνουμε τὸν νοῦ μας σὲ αὐτήν. ῞Οπου στέκεται τὸ σῶμα, ἐκεῖ πρέπει νὰ εὑρίσκεται μαζί του καὶ ὁ νοῦς, μὴν ἔχοντας κανένα λογισμὸ ἐκτὸς,ἀπὸ τὰ λόγια τῆς Εὐχῆς.
ιϛ. Οἱ ῞Αγιοι Πατέρες λέγουν, ὅτι ἂν κανεὶς προσεύχεται μὲ τὰ χείλη, ὁ νοῦς του ὅμως εἶναι ἀπρόσεκτος, κοπιάζει μάταια, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς προσέχει τὸν νοῦ καὶ ὄχι τὰ πολλὰ λόγια· ἡ νοερὰ προσευχὴ δὲν ἀνέχεται νὰ ἔχη ὁ νοῦς καμμία φαντασία ἢ ἀκάθαρτη σκέψι.
ιζ. ῍Αν δὲν ἐθισθῆ κανεὶς στὴν νοερὰ Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ, δὲν θὰ δυνηθῆ νὰ ἀποκτήση τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
ιη. ῍Αν ἡ Εὐχὴ τοῦ γίνη συνήθεια καὶ περάση μέσα στὴν καρδιά του, θὰ ξεχύνεται ἀπὸ αὐτὴν ὅπως ἀναβλύζει τὸ νερὸ ἀπὸ μία πηγή.
ιθ. ῞Ο,τι καὶ ἂν κάνη τότε ὁ ἄνθρωπος, ὅλες τὶς ὧρες καὶ σὲ ὅλους τοὺς τόπους, εἴτε εἶναι ξύπνιος εἴτε κοιμᾶται, θὰ κινῆται αὐθόρμητα στὴν ἐπανάληψι τῆς Εὐχῆς· ναί, ἀκόμη καὶ ὅταν νυστάζη ἢ τὸν παίρνη ὁ ὕπνος, ἀκόμη καὶ τότε ἡ Εὐχὴ θὰ τὸν ξυπνάη, ἀναβλύζουσα ἀκατάπαυστα ἀπὸ τὴν καρδιά του.
κ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι τόσο μεγάλη, ὅταν δὲν ἐγκαταλείπεται ποτέ, διότι ἂν καὶ τὰ χείλη κουράζωνται καὶ τὸ σῶμα ναρκώνεται, τὸ πνεῦμα ὅμως δὲν κοιμᾶται ποτέ.
κα. ῞Οταν ἐκτελῆ κανεὶς μὲ προσήλωσι κάποια ἀναγκαία ἐργασία ἢ ὅταν λοσγισμοὶ εἰσορμοῦν στὸν νοῦ του ἢ ὅταν ὁ ὕπνος τὸν καταβάλλη, τότε πρέπει νὰ προσεύχεται ζωηρὰ μὲ τὰ χείλη καὶ τὴν γλῶσσα, ὥστε ὁ νοῦς του νὰ ἀκούη τὴν φωνή· ὅταν πάλι ὁ νοῦς εἶναι εἰρηνικὸς καὶ ἤρεμος ἀπὸ λογισμούς, τότε ὁ ἄνθρωπος ἂς προσεύχεται μόνο νοερά.
κβ. Αὐτὸς ὁ δρόμος τῆς προσευχῆς ὁδηγεῖ συντομώτερα στὴν σωτηρία, ἀπ᾿ ὅ,τι ὁ ἄλλος μὲ τοὺς ψαλμούς, τοὺς ἀσματικοὺς κανόνες καὶ τὶς συνήθεις προσευχές, ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ ἐγγράμματοι.
κγ. ῞Οσον διαφέρει ὁ ὥριμος ἄνθρωπος ἀπὸ ἕνα παιδί, ἄλλο τόσο καὶ ἡ νοερὰ ἀδιάλειπτος προσευχὴ ἀπὸ μίαν ἄλλη, ποὺ ἔχει συνταχθῆ τεχνητά.
κδ. ῾Η προσευχὴ τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς εἶναι γιὰ τοὺς προχωρημένους.
῾Η ψαλμωδία, δηλαδὴ ἡ συνήθης ἐκκλησιαστικὴ μελωδία, εἶναι γιὰ τοὺς μεσαίους. ῾Η ὑπακοὴ καὶ ὁ κόπος εἶναι γιὰ τοὺς ἀρχαρίους.
Προσευχὴ στὴν Ζωοποιὸ῾Αγία Τριάδα:
«Πάτερ ᾿Αγαθέ, καὶ Πανάγιε Υἱέ, καὶ Θεῖον Πνεῦμα, Τριὰς ῾Αγία, Θεὲ ἀδιαίρετε, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν!
Β. Τα παιδιά της ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ (όσιος Παϊσιος Βελιτσκόφσκυ)
Η ΥΠΕΡΗΦΆΝΕΙΑ γεννάει την φιλοδοξία-
η φιλοδοξία γεννάει τη φιληδονία
η φιληδονία γεννάει τη γαστριμαργία και την πορνεία
η πορνεία γεννάει την οργή που αφαιρεί τη θέρμη της καρδίας και είναι καταστροφή για κάθε αρετή
η οργή γεννάει τη μνησικακία που απομακρύνει την πνευματική θέρμη
η μνησικακία γεννάει τη σκοτεινή και μοχθηρή βλασφημία
η βλασφημία γεννάει την άκαιρη λύπη που σαν σκουριά κατατρώει τον άνθρωπο
η λύπη γεννάει την άλογη αναίδεια
η αναίδεια γεννάει τη ματαιοδοξία που βάζει τον άνθρωπο να επιδεικνύει τις αρετές του χάνοντας έτσι το μισθό του
η ματαιοδοξία γεννάει την ακατάσχετη φλυαρία
η φλυαρία γεννάει την αγρολογία,το ψέμα, τη συκοφαντία,την κατάκριση,τον διασκορπισμό του νου,την αιχμαλωσία,την απελπισία
η απελπισία γεννάει τα εφιαλτικά όνειρα.
Γ.Οἱ Βαθμίδες τῶν ᾿Αγωνιστῶν ᾿Αδελφῶν στὸ Κοινόβιο
᾿(Απὸ ᾿Επιστολὴ τοῦ ῾Οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ ( 15.11.1794)*
ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ ἀγωνίζονται γιὰ ν᾿ ἀποκτήσουν ἀνυπόκριτη κατὰ Θεὸν ἀγάπη ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο. ᾿Αγαποῦν πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὸ Θεὸ καὶ θεωροῦν ἀκάθαρτα ὅλα τὰ τερπνὰ καὶ τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις, γι᾿ αὐτὸ κι ἐγκατέλειψαν τὸν κόσμο, ἀνέλαβαν τὸ σταυρό τους κι ἀκολούθησαν τὸν Κύριό τους. ᾿Επίσης ἀγωνίζονται νὰ σηκώνουν ὁ ἕνας τὰ βάρη
τοῦ ἄλλου, νὰ ἔχουν ἑνότητα ψυχῆς καὶ πνεύματος, νὰ παροτρύνουν ἀλλήλους σὲ ἔργα ἀγαθὰ καὶ νὰ συναγωνίζονται ποιὸς θὰ ξεπεράσει τὸν ἄλλο σὲ ἀγάπη καὶ πίστη πρὸς ἐμένα τὸν ἀνάξιο, σὰν ἀληθινὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Κι ἐγὼ ποὺ τοὺς βλέπω ν᾿ ἀγωνίζονται ἔτσι εὐφραίνομαι ψυχικὰ καὶ δοξολογῶ μὲ δάκρυα τὸ Θεό, γιατὶ μὲ ἀξίωσε νὰ βλέπω τέτοιους
δούλους Του, νὰ συγκατοικῶ μαζί τους καὶ νὰ παρηγοροῦμαι ἀπ᾿ αὐτούς. Βλέπω τοὺς Αδελφοὺς σὰν ᾿Αγγέλους τοῦ Θεοῦ ποὺ βιάζουν τὸν ἑαυτό τους στὴν ἁγία ὑπακοὴ καὶ θεωρῶ τὸν ἑαυτό μου ἀνάξιο ν᾿ ἀκολουθήσει τὰ ἴχνη τους, γιατὶ ἔχω στερηθεῖ αὐτὴ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, δηλ. τὴν ὑπακοή.
Βέβαια ὅλοι οἱ Μοναχοὶ στὸ Κοινόβιό μας δὲ βρίσκονται στὴν ἴδια βαθμίδα, αὐτὸ θά᾿ταν ἀδύνατο. Μερικοὶ ὅμως, κι αὐτοὶ εἶναι οἱ περισσότεροι, ἔχουν νεκρώσει τελείως τὸ θέλημα καὶ τὴ γνώμη τους, ὑποτάσσονται σὲ μένα καὶ κάνουν ὑπακοὴ στοὺς ᾿Αδελφούς, σὰ νά᾿ταν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μὲ φόβο Θεοῦ καὶ πολλὴ ταπείνωση. ῎Εχουν τὴ δύναμη νὰ ὑπομένουν ἀτιμίες, εἰρωνίες, ἐπιπλήξεις καὶ κάθε εἶδος πειρασμοῦ μὲ τέτοια χαρά, ποὺ φαίνεται πὼς ἔχουν ἀξιωθεῖ νὰ λάβουν κάποια ἰδιαίτερη καὶ μεγάλη χάρη ἀπ᾿ τὸ Θεό. Κι ὄχι μόνο τὰ ὑπομένουν ὅλ᾿ αὐτά, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐπιθυμοῦν ζωηρά. Καὶ στὰ μύχια τῆς καρδιᾶς τους μέμφονται ἀδιάλειπτα τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν θεωροῦν ὑποπόδιο καὶ μικρότερο ὅλων.
῎Αλλοι πάλι, κι αὐτοὶ εἶναι ἐπίσης ἀρκετοί, πέφτουν καὶ σηκώνονται, ἁμαρτάνουν κι ἔπειτα μετανοοῦν, ὑπομένουν τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς μομφές, ἔστω καὶ μὲ δυσκολία, ἀλλὰ βιάζουν μὲ ὅλη τους τὴν ψυχὴ τὸν ἑαυτό τους νὰ φτάσουν τοὺς πρώτους καὶ γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ προσεύχονται θερμὰ καὶ μὲ δάκρυα.
Καὶ ὑπάρχουν κι ἄλλοι, λιγότεροι αὐτοί, ποὺ εἶναι ἀδύνατοι σὰν παιδιά, ἀνίκανοι νὰ δεχτοῦν στέρεη τροφή, δηλαδὴ νὰ ὑποφέρουν προσβολὲς καὶ πειρασμούς, χρειάζονται ἀκόμα γιὰ τροφὴ τὸ γάλα τοῦ ἐλέους, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συγκατάβασης στὶς ἀδυναμίες τους, μέχρι νὰ φτάσουν στὴν πνευματικὴ βαθμίδα τῆς ὑπομονῆς. Αὐτοὶ συμπληρώνουν τὶς ἐλλείψεις τους μόνο μὲ τὴν καλή τους διάθεση καὶ τὴ συνεχὴ αὐτομεμψία. Πολλὲς φορὲς βιάζουν τὸν ἑαυτό τους πάνω καὶ πέρα ἀπ᾿ τὴ δύναμή τους, μέχρις αἵματος σχεδόν, γιὰ νὰ ὑπομείνουν τὶς προσβολὲς καὶ νὰ κόψουν τὸ θέλημά τους.
᾿Αγωνίζονται σκληρὰ γι᾿ αὐτό, παραδίνονται στὸ Θεὸ καὶ τὸν παρακαλοῦν μὲ δάκρυα νὰ τοὺς βοηθήσει. Αὐτοί, ἄν καὶ ἀδύνατοι, συγκαταλέγονται ἀπ᾿ τὸ Θεὸ στοὺς βιαστὲς ποὺ ἁρπάζουν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ῞Ολοι τους, ἄν καὶ ὅπως προεῖπα ὄχι ὅλοι στὸν ἴδιο
βαθμό, ἀγωνίζονται νὰ τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ῾Αγίων Πατέρων ἑνωμένοι μεταξύ τους μὲ τὸν ἀδιάλυτο δεσμὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὴν ἀγάπη αὐτὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ σωτηρία τους ὑπομένουν συνέχεια τὴ στέρηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν μὲ φρόνημα ὑψηλὸ καὶ διαρκὴ δοξολογία στὸ Θεό. Καὶ τόσο γιὰ τὴ σωτηρία τους ὅσο καὶ γιὰ τὶς προμήθειες τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀναθέτουν ὅλη τους τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό.
(*) Φιλοκαλία τῶν Ρώσων Νηπτικῶν-Δ´: ῾Οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ, Τὸ Εἰλητάριο-Πνευματικὲς Διδαχὲς καὶ ᾿Ακολουθία τοῦ ῾Οσίου, Μετάφραση-᾿Επιμέλεια Πέτρου Μπότση, ᾿Αθήνα 2005, σελ. 96-99
Γεννήθηκε το 1722 στην Πολτάβα της Ουκρανίας, ο κατά κόσμον Πέτρος, από πατέρα ιερέα και μητέρα πού αργότερα έγινε μοναχή. Δεκαπέντε ετών μετέβη στη μονή Λιοΰμπεσκ και κατόπιν στη Μεγάλη Λαύρα του Κιέβου. Πνευματικό οδηγό είχε τον ησυχαστή Βασίλειο, συγγραφέα και μεταφραστή νηπτικών έργων. Το 1742, ύστερα άπό διωγμούς Ουνιτών στην πατρίδα του, μετέβη στη Βλαχία και μόνασε εκεί επί τετραετία, λαμβάνοντας τ΄ όνομα Πλάτων. Το 1746 αναχώρησε για το πολυπόθητο Άγιον Όρος.
Ασκήθηκε στην Καψάλα, όπου εκάρη μοναχός άπό τον Γέροντα του Βασίλειο με τ΄ όνομα Παΐσιος. Το 1758 χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς και απέκτησε δωδεκαμελή συνοδεία. Κατόπιν πήγε με τη συνοδεία του στο Κελλί του Προφήτου Ηλιού, το όποιο μετέτρεψε σε σκήτη, πού ανήκει στη μονή Παντοκράτορος. Απέκτησε περί τους πενήντα καλούς μαθητές, για τους οποίους συνέταξε τυπικό κατά την αγιορείτικη τάξη, και άρχισε τις μεταφράσεις των Πατέρων της Εκκλησίας στα σλαβικά, όπως Ισαάκ του Σύρου και Γρηγορίου του Σιναΐτου, διδάσκοντας σε όλους την ευχή του Ιησού. Το τελευταίο εξάμηνο της αγιορείτικης ζωής του το διήλθε στην Ιερά μονή Σίμωνος Πέτρας (1762). Μετά άπό δεκαεπτά χρόνων παραμονή στον ιερό Άθωνα, ο όσιος Παΐσιος επέστρεψε το 1763 στη Μολδαβία παίρνοντας μαζί του αρκετούς μοναχούς.
Εγκαταστάθηκε στη μονή Δραγκομίρνα και απέκτησε πολλούς μαθητές Ρώσους, Ρουμάνους και Βουλγάρους. Τους δίδασκε καθη μερινά στη γλώσσα τους να τηρούν πενία, υπακοή, ταπεινοφροσύνη, σιωπή και να εντρυφούν στη μελέτη των νηπτικών πατέρων. Έγινε ηγούμενος της αρχαίας μονής του Νεάμτς, την οποία κατέστησε σπουδαίο πνευματικό κέντρο, με τις μεταφράσεις Ελλήνων Πατέρων και ασκητών και τη ζωή της ευχής του Ιησού. Αξιοσημείωτη είναι ή μετάφραση της Φιλοκαλίας (1793). Τη φήμη του αγίου Γέροντος Παϊσίου ακούγοντας ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης θέλησε να γίνει μαθητής του, μα εμποδίσθηκε από διάφορες συμπτώσεις κι επέστρεψε στο Άγιον Όρος.
Στη μονή Νεάμτς ανεπαύθη ειρηνικά στις 15 Νοεμβρίου 1794 ο μεγάλος στάρετς, για το έργο του οποίου μιλούν πολλοί με δικαιολογημένο θαυμασμό. Υπήρξε αναζωογονητής του μοναχισμού στη Ρουμανία και τη Ρωσία. Οι πολυάριθμοι και αξιόλογοι μαθητές του έγιναν, μετά την κοίμηση του, κήρυκες των διδαχών του. Οι μονές Δραγομίρνα, Σέκου και Νεάμτς ήταν τα κέντρα της λαμπρής ασκητικοφιλολογικής κινήσεως κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, όπου οι μαθητές του, με τη νηπτική τους εργασία και τ΄ ανεπτυγμένα φιλολογικά τους κριτήρια, μόχθησαν για την πνευματική ανύψωση της Μολδαβίας. Το πνεύμα των ιεροπρεπών Κολλυβάδων μετέφερε ο όσιος Παΐσιος στα Βαλκάνια και τη Ρωσία. Τιμάται ιδιαίτερα από τους Ρώσους και τους Ρουμάνους. Η επίσημη αναγνώριση της αγιότητας του έγινε από το Πατριαρχείο Μόσχας το 1988 και από το Πατριαρχείο Ρουμανίας το 1992.
Την πρώτη βιογραφία του έγραψε το 1817 ο μαθητής του μοναχός Μητροφάνης, πού στηρίχθηκε στην αυτοβιογραφία του οσίου Παϊσίου και στις προσωπικές αναμνήσεις του. Ακολούθησαν αρκετές άλλες, πού κυκλοφόρησαν ευρύτατα στα ρουμανικά και ρωσικά και μεταφράσθηκαν στα ελληνικά.
Η μνήμη του τιμάται στις 15 Νοεμβρίου.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Άγιοι Αγίου Όρους
Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2007
————————————————————
Μικρό απάνθισμα από τις διδασκαλίες του Αγίου.
Α.῾Η ᾿Αδιάλειπτος Προσευχὴ καὶ ἡ Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ
(Απ’ο το βιβλιο –Τα κρίνα του Αγρού-Κεφάλαια κδʹ)
«᾿Εθερμάνθη ἡ καρδία μου ἐντός μου, καὶ ἐν τῇ μελέτῃ μου ἐκκαυθήσεται πῦρ» (Ψαλμ. ληʹ 4
* * *
α. Νὰ εἶσαι σταθερὰ προσηλωμένος στὸν Θεό, διότι ᾿Εκεῖνος θὰ,σὲ καθοδηγήση στὸ κάθε τι καὶ θὰ σοῦ ἀποκαλύψη, διὰ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὅλα τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ἐπίγεια μυστήρια.
β. ῾Ο νοῦς μας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι σταθερὰ καὶ ἀπόλυτα προσηλωμένος στὸν Θεό, ἂν δὲν ἀποκτήσουμε τὶς ἑξῆς τρεῖς ἀρετές: τὴν ἀγάπη σὲ Αὐτὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τὴν ἐγκράτεια κα τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
γ. ῾Η ἀγάπη ἐξορίζει τὴν ὀργή, ἡ ἐγκράτεια ἐξασθενίζει τὴν σαρκικὴ ἐπιθυμία καὶ ἡ ἀδιάλειπτος προσευχὴ διώκει ἀπὸ τὸν νοῦ τοὺς λογισμούς, φυγαδεύουσα ταυτόχρονα τὴν ἐχθρότητα καὶ τὴν ἔπαρσι.
δ. ῾Η Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶναι ἐργασία κοινὴ τῶν ᾿Αγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων· μὲ τὴν προσευχὴ αὐτὴ οἱ ἄνθρωποι πλησιάζουν σύντομα τὴν ζωὴ τῶν ᾿Αγγέλων.
ε. ῾Η Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶναι ἡ πηγὴ ὅλων τῶν καλῶν ἔργων καὶ ἀρετῶν καὶ ἐξορίζει μακρυὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὰ σκοτεινὰ πάθη·
ἀπόκτησε αὐτήν, καὶ πρὶν νὰ ἀποθάνης θὰ ἀποκτήσης ψυχὴ ἀγγελικήϛ. ῾Η Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶναι θεϊκὴ ἀγαλλίασις. Εἶναι πολύτιμη σὰν ξίφος. Κανένα ἄλλο πνευματικὸ ὅπλο δὲν δύναται νὰ ἀναχαιτίση τόσο ἀποτελεσματικὰ τοὺς δαίμονας· κατακαίει αὐτούς, ὅπως ἡ φωτιὰτὰ βάτα.
ζ. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ ἀναφλέγει ὁλόκληρο τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο καὶ τοῦ φέρνει ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη· ἔτσι, ἀπὸ τὴν [πνευματικὴ] ἡδονὴ καὶ τὴν γλυκύτητα, ὁ ἄνθρωπος ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ζωὴ αὐτὴ καὶ θεωρεῖ κάθε τι γήϊνο σὰν χῶμα καὶ στάκτη.
η. ῞Οποιος μὲ πόθο καὶ χωρὶς διακοπή, σὰν τὴν ἀνάσα ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὰ στήθη του, ἐπαναλαμβάνει τὴν Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ, τὸ «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με!», σύντομα θὰ γίνη κατοικητήριο τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ἡ ῾Οποία «μονὴν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσει» (πρβλ. ᾿Ιω.ιδʹ 23).
θ. Τότε ἡ Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ θὰ καταβροχθίζη τὴν καρδιὰ καὶ ἡ καρδιὰ τὴν Εὐχή· τότε ὁ ἄνθρωπος, ἀσκώντας νύκτα καὶ ἡμέρα τὴν εὐλογημένη αὐτὴν ἐργασία, θὰ λυτρωθῆ ἀπὸ ὅλες τὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ.
ι. Εἴτε στέκεσαι εἴτε κάθεσαι εἴτε τρῶς εἴτε ταξιδεύεις εἴτε κάνεις ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἐπαναλάμβανε ἐπίμονα τὴν Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἀσκώντας ἰσχυρὴ βία στὸν ἑαυτό σου, διότι αὐτὴ πλήττει τοὺς ἀοράτους ἐχθροὺς σὰν ἕνας πολεμιστὴς μὲ φονικὴ λόγχη.
ια. Χάραξε τὴν Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ στὸν νοῦ σου καὶ λέγε αὐτὴν μυστικά, χωρὶς δισταγμὸ ἢ συστολή, ἀκόμη καὶ στοὺς χώρους τῆς σωματικῆς ἀνάγκης!
ιβ. ῞Οταν ἡ γλῶσσα καὶ τὰ χείλη σου κουραστοῦν, προσευχήσου μόνο μὲ τὸν νοῦ· ὅταν πάλι ὁ νοῦς κουραστῆ ἀπὸ τὴν ἐπίμονη αὐτοσυγκέντρωσι καὶ ἡ καρδιὰ πονέση, τότε κάνε μία διακοπὴ καὶ πιάσε τὴν ψαλμωδία.
ιγ. ᾿Απὸ τὴν προσευχή, ποὺ ἀσκεῖται γιὰ πολὺ καιρὸ μὲ τὴν γλῶσσα, γεννιέται ἡ προσευχὴ τοῦ νοῦ, ἡ νοερὰ προσευχή· καὶ ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ νοῦ γεννιέται ἡ προσευχὴ τῆς καρδιᾶς, ἡ καρδιακὴπροσευχή.
ιδ. Νὰ μὴ λέγης τὴν Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ δυνατὰ μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ τὴν ἀκοῦς· καὶ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς νὰ μὴ στρέφης τὴν σκέψι σου ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, σὲ κοσμικὰ καὶ μάταια πράγματα, ἀλλὰ νὰ μένης, πολεμώντας τὴν ραθυμία, στὴν μνήμη τῆς Εὐχῆς καὶ μόνο.
ιε. ῾Η προσευχὴ δὲν εἶναι παρὰ ἡ διαχωριστικὴ γραμμὴ ἀνάμεσα στὸν ὁρατὸ καὶ τὸν ἀόρατο κόσμο, γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀφοσιώνουμε τὸν νοῦ μας σὲ αὐτήν. ῞Οπου στέκεται τὸ σῶμα, ἐκεῖ πρέπει νὰ εὑρίσκεται μαζί του καὶ ὁ νοῦς, μὴν ἔχοντας κανένα λογισμὸ ἐκτὸς,ἀπὸ τὰ λόγια τῆς Εὐχῆς.
ιϛ. Οἱ ῞Αγιοι Πατέρες λέγουν, ὅτι ἂν κανεὶς προσεύχεται μὲ τὰ χείλη, ὁ νοῦς του ὅμως εἶναι ἀπρόσεκτος, κοπιάζει μάταια, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς προσέχει τὸν νοῦ καὶ ὄχι τὰ πολλὰ λόγια· ἡ νοερὰ προσευχὴ δὲν ἀνέχεται νὰ ἔχη ὁ νοῦς καμμία φαντασία ἢ ἀκάθαρτη σκέψι.
ιζ. ῍Αν δὲν ἐθισθῆ κανεὶς στὴν νοερὰ Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ, δὲν θὰ δυνηθῆ νὰ ἀποκτήση τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
ιη. ῍Αν ἡ Εὐχὴ τοῦ γίνη συνήθεια καὶ περάση μέσα στὴν καρδιά του, θὰ ξεχύνεται ἀπὸ αὐτὴν ὅπως ἀναβλύζει τὸ νερὸ ἀπὸ μία πηγή.
ιθ. ῞Ο,τι καὶ ἂν κάνη τότε ὁ ἄνθρωπος, ὅλες τὶς ὧρες καὶ σὲ ὅλους τοὺς τόπους, εἴτε εἶναι ξύπνιος εἴτε κοιμᾶται, θὰ κινῆται αὐθόρμητα στὴν ἐπανάληψι τῆς Εὐχῆς· ναί, ἀκόμη καὶ ὅταν νυστάζη ἢ τὸν παίρνη ὁ ὕπνος, ἀκόμη καὶ τότε ἡ Εὐχὴ θὰ τὸν ξυπνάη, ἀναβλύζουσα ἀκατάπαυστα ἀπὸ τὴν καρδιά του.
κ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι τόσο μεγάλη, ὅταν δὲν ἐγκαταλείπεται ποτέ, διότι ἂν καὶ τὰ χείλη κουράζωνται καὶ τὸ σῶμα ναρκώνεται, τὸ πνεῦμα ὅμως δὲν κοιμᾶται ποτέ.
κα. ῞Οταν ἐκτελῆ κανεὶς μὲ προσήλωσι κάποια ἀναγκαία ἐργασία ἢ ὅταν λοσγισμοὶ εἰσορμοῦν στὸν νοῦ του ἢ ὅταν ὁ ὕπνος τὸν καταβάλλη, τότε πρέπει νὰ προσεύχεται ζωηρὰ μὲ τὰ χείλη καὶ τὴν γλῶσσα, ὥστε ὁ νοῦς του νὰ ἀκούη τὴν φωνή· ὅταν πάλι ὁ νοῦς εἶναι εἰρηνικὸς καὶ ἤρεμος ἀπὸ λογισμούς, τότε ὁ ἄνθρωπος ἂς προσεύχεται μόνο νοερά.
κβ. Αὐτὸς ὁ δρόμος τῆς προσευχῆς ὁδηγεῖ συντομώτερα στὴν σωτηρία, ἀπ᾿ ὅ,τι ὁ ἄλλος μὲ τοὺς ψαλμούς, τοὺς ἀσματικοὺς κανόνες καὶ τὶς συνήθεις προσευχές, ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ ἐγγράμματοι.
κγ. ῞Οσον διαφέρει ὁ ὥριμος ἄνθρωπος ἀπὸ ἕνα παιδί, ἄλλο τόσο καὶ ἡ νοερὰ ἀδιάλειπτος προσευχὴ ἀπὸ μίαν ἄλλη, ποὺ ἔχει συνταχθῆ τεχνητά.
κδ. ῾Η προσευχὴ τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς εἶναι γιὰ τοὺς προχωρημένους.
῾Η ψαλμωδία, δηλαδὴ ἡ συνήθης ἐκκλησιαστικὴ μελωδία, εἶναι γιὰ τοὺς μεσαίους. ῾Η ὑπακοὴ καὶ ὁ κόπος εἶναι γιὰ τοὺς ἀρχαρίους.
Προσευχὴ στὴν Ζωοποιὸ῾Αγία Τριάδα:
«Πάτερ ᾿Αγαθέ, καὶ Πανάγιε Υἱέ, καὶ Θεῖον Πνεῦμα, Τριὰς ῾Αγία, Θεὲ ἀδιαίρετε, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν!
Β. Τα παιδιά της ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ (όσιος Παϊσιος Βελιτσκόφσκυ)
Η ΥΠΕΡΗΦΆΝΕΙΑ γεννάει την φιλοδοξία-
η φιλοδοξία γεννάει τη φιληδονία
η φιληδονία γεννάει τη γαστριμαργία και την πορνεία
η πορνεία γεννάει την οργή που αφαιρεί τη θέρμη της καρδίας και είναι καταστροφή για κάθε αρετή
η οργή γεννάει τη μνησικακία που απομακρύνει την πνευματική θέρμη
η μνησικακία γεννάει τη σκοτεινή και μοχθηρή βλασφημία
η βλασφημία γεννάει την άκαιρη λύπη που σαν σκουριά κατατρώει τον άνθρωπο
η λύπη γεννάει την άλογη αναίδεια
η αναίδεια γεννάει τη ματαιοδοξία που βάζει τον άνθρωπο να επιδεικνύει τις αρετές του χάνοντας έτσι το μισθό του
η ματαιοδοξία γεννάει την ακατάσχετη φλυαρία
η φλυαρία γεννάει την αγρολογία,το ψέμα, τη συκοφαντία,την κατάκριση,τον διασκορπισμό του νου,την αιχμαλωσία,την απελπισία
η απελπισία γεννάει τα εφιαλτικά όνειρα.
Γ.Οἱ Βαθμίδες τῶν ᾿Αγωνιστῶν ᾿Αδελφῶν στὸ Κοινόβιο
᾿(Απὸ ᾿Επιστολὴ τοῦ ῾Οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ ( 15.11.1794)*
ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ ἀγωνίζονται γιὰ ν᾿ ἀποκτήσουν ἀνυπόκριτη κατὰ Θεὸν ἀγάπη ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο. ᾿Αγαποῦν πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὸ Θεὸ καὶ θεωροῦν ἀκάθαρτα ὅλα τὰ τερπνὰ καὶ τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις, γι᾿ αὐτὸ κι ἐγκατέλειψαν τὸν κόσμο, ἀνέλαβαν τὸ σταυρό τους κι ἀκολούθησαν τὸν Κύριό τους. ᾿Επίσης ἀγωνίζονται νὰ σηκώνουν ὁ ἕνας τὰ βάρη
τοῦ ἄλλου, νὰ ἔχουν ἑνότητα ψυχῆς καὶ πνεύματος, νὰ παροτρύνουν ἀλλήλους σὲ ἔργα ἀγαθὰ καὶ νὰ συναγωνίζονται ποιὸς θὰ ξεπεράσει τὸν ἄλλο σὲ ἀγάπη καὶ πίστη πρὸς ἐμένα τὸν ἀνάξιο, σὰν ἀληθινὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Κι ἐγὼ ποὺ τοὺς βλέπω ν᾿ ἀγωνίζονται ἔτσι εὐφραίνομαι ψυχικὰ καὶ δοξολογῶ μὲ δάκρυα τὸ Θεό, γιατὶ μὲ ἀξίωσε νὰ βλέπω τέτοιους
δούλους Του, νὰ συγκατοικῶ μαζί τους καὶ νὰ παρηγοροῦμαι ἀπ᾿ αὐτούς. Βλέπω τοὺς Αδελφοὺς σὰν ᾿Αγγέλους τοῦ Θεοῦ ποὺ βιάζουν τὸν ἑαυτό τους στὴν ἁγία ὑπακοὴ καὶ θεωρῶ τὸν ἑαυτό μου ἀνάξιο ν᾿ ἀκολουθήσει τὰ ἴχνη τους, γιατὶ ἔχω στερηθεῖ αὐτὴ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, δηλ. τὴν ὑπακοή.
Βέβαια ὅλοι οἱ Μοναχοὶ στὸ Κοινόβιό μας δὲ βρίσκονται στὴν ἴδια βαθμίδα, αὐτὸ θά᾿ταν ἀδύνατο. Μερικοὶ ὅμως, κι αὐτοὶ εἶναι οἱ περισσότεροι, ἔχουν νεκρώσει τελείως τὸ θέλημα καὶ τὴ γνώμη τους, ὑποτάσσονται σὲ μένα καὶ κάνουν ὑπακοὴ στοὺς ᾿Αδελφούς, σὰ νά᾿ταν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μὲ φόβο Θεοῦ καὶ πολλὴ ταπείνωση. ῎Εχουν τὴ δύναμη νὰ ὑπομένουν ἀτιμίες, εἰρωνίες, ἐπιπλήξεις καὶ κάθε εἶδος πειρασμοῦ μὲ τέτοια χαρά, ποὺ φαίνεται πὼς ἔχουν ἀξιωθεῖ νὰ λάβουν κάποια ἰδιαίτερη καὶ μεγάλη χάρη ἀπ᾿ τὸ Θεό. Κι ὄχι μόνο τὰ ὑπομένουν ὅλ᾿ αὐτά, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐπιθυμοῦν ζωηρά. Καὶ στὰ μύχια τῆς καρδιᾶς τους μέμφονται ἀδιάλειπτα τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν θεωροῦν ὑποπόδιο καὶ μικρότερο ὅλων.
῎Αλλοι πάλι, κι αὐτοὶ εἶναι ἐπίσης ἀρκετοί, πέφτουν καὶ σηκώνονται, ἁμαρτάνουν κι ἔπειτα μετανοοῦν, ὑπομένουν τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς μομφές, ἔστω καὶ μὲ δυσκολία, ἀλλὰ βιάζουν μὲ ὅλη τους τὴν ψυχὴ τὸν ἑαυτό τους νὰ φτάσουν τοὺς πρώτους καὶ γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ προσεύχονται θερμὰ καὶ μὲ δάκρυα.
Καὶ ὑπάρχουν κι ἄλλοι, λιγότεροι αὐτοί, ποὺ εἶναι ἀδύνατοι σὰν παιδιά, ἀνίκανοι νὰ δεχτοῦν στέρεη τροφή, δηλαδὴ νὰ ὑποφέρουν προσβολὲς καὶ πειρασμούς, χρειάζονται ἀκόμα γιὰ τροφὴ τὸ γάλα τοῦ ἐλέους, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συγκατάβασης στὶς ἀδυναμίες τους, μέχρι νὰ φτάσουν στὴν πνευματικὴ βαθμίδα τῆς ὑπομονῆς. Αὐτοὶ συμπληρώνουν τὶς ἐλλείψεις τους μόνο μὲ τὴν καλή τους διάθεση καὶ τὴ συνεχὴ αὐτομεμψία. Πολλὲς φορὲς βιάζουν τὸν ἑαυτό τους πάνω καὶ πέρα ἀπ᾿ τὴ δύναμή τους, μέχρις αἵματος σχεδόν, γιὰ νὰ ὑπομείνουν τὶς προσβολὲς καὶ νὰ κόψουν τὸ θέλημά τους.
᾿Αγωνίζονται σκληρὰ γι᾿ αὐτό, παραδίνονται στὸ Θεὸ καὶ τὸν παρακαλοῦν μὲ δάκρυα νὰ τοὺς βοηθήσει. Αὐτοί, ἄν καὶ ἀδύνατοι, συγκαταλέγονται ἀπ᾿ τὸ Θεὸ στοὺς βιαστὲς ποὺ ἁρπάζουν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ῞Ολοι τους, ἄν καὶ ὅπως προεῖπα ὄχι ὅλοι στὸν ἴδιο
βαθμό, ἀγωνίζονται νὰ τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ῾Αγίων Πατέρων ἑνωμένοι μεταξύ τους μὲ τὸν ἀδιάλυτο δεσμὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὴν ἀγάπη αὐτὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ σωτηρία τους ὑπομένουν συνέχεια τὴ στέρηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν μὲ φρόνημα ὑψηλὸ καὶ διαρκὴ δοξολογία στὸ Θεό. Καὶ τόσο γιὰ τὴ σωτηρία τους ὅσο καὶ γιὰ τὶς προμήθειες τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀναθέτουν ὅλη τους τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό.
(*) Φιλοκαλία τῶν Ρώσων Νηπτικῶν-Δ´: ῾Οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ, Τὸ Εἰλητάριο-Πνευματικὲς Διδαχὲς καὶ ᾿Ακολουθία τοῦ ῾Οσίου, Μετάφραση-᾿Επιμέλεια Πέτρου Μπότση, ᾿Αθήνα 2005, σελ. 96-99
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου