Τον παλαιόν καιρόν, αδελφοί μου, ο μισόκαλος διάβολος έβγαλεν όλας του τας κακίας και παρεκίνει τους ανθρώπους να υπερηφανεύονται, να φονεύωνται, να πορνεύουν, να μοιχεύουν, να κάμνουν πράγματα τα οποία δεν τα έκαμνον μήτε τα άλογα ζώα, και το χειρότερον, επροσκυνούσαν διά Θεόν τον ήλιον, άλλος την σελήνην, άλλος την θάλασσαν. Θέλων ο Θεός να κάμη κατακλυσμόν να χαλάση τον κόσμον, επρόσταξε τον Νώε να κάμη ένα καράβι επάνω εις την γην, διά να τον ερωτούν οι άνθρωποι, διατί το κάμνεις; Να τους λέγη ότι ο Θεός θα χαλάση τον κόσμον, και αυτοί θα τον περιγελούν, αλλά να μη τον μέλη. Ήρχισεν ο Νώε το καράβι. Τον ερωτούσαν οι άνθρωποι: Διατί κάμνεις το καράβι; Ο Νώε τους έλεγε: Διότι ο Θεός θα χαλάσει τον κόσμον. Εκείνοι του έλεγον ότι είναι τρελλός. Τι έπαθεν ο Θεός να χαλάση τον κόσμον; Ο Νώε ετήραγε την δουλειά του, και εις τους 100 χρόνους ετελείωσε το καράβι. Τον καιρόν εκείνον οκτώ άνθρωποι ευρέθησαν καλοί. ο Νώε, η γυναίκα του, τα τρία του τέκνα και οι τρεις του νυφάδες.
Οι άνθρωποι έξω έτρωγον, έπινον, έκαμνον πραγματείας και άλλα διαβολικά έργα. Τότε ήνοιξεν ο Θεός τους καταρράχτας του ουρανού και έπιπτεν η βροχή ως ποταμός εις την γην. Εφώναζον οι άνθρωποι: Νώε, άνοιξόν μας να έμβωμεν εις το καράβι. Ο Νώε τους έλεγε: Πού ήσθε εδώ και εκατό χρόνους οπού σας έλεγον ότι ο Θεός θα χαλάση τον κόσμον; Τώρα τι να σας κάμω; Εν τω άδη ουκ έστι μετανοία!
Καθώς εις τον καιρόν του Νώε, οι άνθρωποι δεν επίστευον, αλλά τον περιγέλων, έως ότου ήλθεν έξαφνα η οργή του Θεού, ο κατακλυσμός, και έπνιξεν όλον τον κόσμον, ομοίως και τώρα, χριστιανοί μου, δεν θα πιστεύωσιν οι άνθρωποι καθώς και τότε. Τα λόγια οπού σας λέγω δεν είναι ιδικά μου, αλλά του Αγίου Πνεύματος. Και όστις θέλει ας πιστεύση. Εγώ το χρέος μου το έκαμα. Έπαθα μίαν απάτην, αδελφοί μου. Όταν ήμουν νέος έλεγα: Ας κάμω αμαρτίας, και όταν γηράσω κάμνω καλά και σώζομαι. Τώρα εγήρασα και αι αμαρτίαι έκαμον ρίζας και δεν ημπορώ να κάμω κανένα καλόν. Λοιπόν προσέξετε και σεις να μη πάθητε τα όμοια, αλλά τώρα, οπού έχετε καιρόν, κάμετε έργα καλά διά να σωθήτε.
ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ
Οι άνθρωποι έξω έτρωγον, έπινον, έκαμνον πραγματείας και άλλα διαβολικά έργα. Τότε ήνοιξεν ο Θεός τους καταρράχτας του ουρανού και έπιπτεν η βροχή ως ποταμός εις την γην. Εφώναζον οι άνθρωποι: Νώε, άνοιξόν μας να έμβωμεν εις το καράβι. Ο Νώε τους έλεγε: Πού ήσθε εδώ και εκατό χρόνους οπού σας έλεγον ότι ο Θεός θα χαλάση τον κόσμον; Τώρα τι να σας κάμω; Εν τω άδη ουκ έστι μετανοία!
Καθώς εις τον καιρόν του Νώε, οι άνθρωποι δεν επίστευον, αλλά τον περιγέλων, έως ότου ήλθεν έξαφνα η οργή του Θεού, ο κατακλυσμός, και έπνιξεν όλον τον κόσμον, ομοίως και τώρα, χριστιανοί μου, δεν θα πιστεύωσιν οι άνθρωποι καθώς και τότε. Τα λόγια οπού σας λέγω δεν είναι ιδικά μου, αλλά του Αγίου Πνεύματος. Και όστις θέλει ας πιστεύση. Εγώ το χρέος μου το έκαμα. Έπαθα μίαν απάτην, αδελφοί μου. Όταν ήμουν νέος έλεγα: Ας κάμω αμαρτίας, και όταν γηράσω κάμνω καλά και σώζομαι. Τώρα εγήρασα και αι αμαρτίαι έκαμον ρίζας και δεν ημπορώ να κάμω κανένα καλόν. Λοιπόν προσέξετε και σεις να μη πάθητε τα όμοια, αλλά τώρα, οπού έχετε καιρόν, κάμετε έργα καλά διά να σωθήτε.
ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου