ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
«-Βρείτε μου έναν νέο που να είναι όμοιός μου στα τέσσερα Χαρίσματα που ομολογείτε πως υπερέχω από τις άλλες κοπέλες, και τότε θα τον πάρω για σύζυγό μου, διότι δεν καταδέχομαι να πάρω κάποιον αναξιότερό μου. Ερευνήστε λοιπόν παντού αν υπάρχει κάποιος όμοιός μου στην ευγένεια, στον πλούτο, στη σοφία και στην ωραιότητα. Και αν του λείπει και ένα από αυτά τα Χαρίσματα, δεν μου είναι άξιος.
Και αυτοί, γνωρίζοντας ότι ήταν αδύνατον να βρεθεί τέτοιος άνθρωπος, αποκρίθηκαν ότι ο γιος τού βασιλιά τής Ρώμης και κάποιοι άλλοι ευγενείς και πλουσιότεροι από αυτήν μόνο στη σοφία και την ωραιότητα δεν της έμοιαζαν. Και εκείνη έλεγε ότι δεν καταδεχόταν να πάρει για σύζυγο κάποιον κατώτερό της.
Η μητέρα της είχε ως Πνευματικό της έναν αγιότατο άνθρωπο, που κατοικούσε έξω από την πόλη, κρυμμένος. Πήρε, λοιπόν, την Αικατερίνη και πήγαν σε αυτόν να συμβουλευθούν. Ο ασκητής, βλέποντας την ευταξία τής κόρης και ακούγοντας τα γνωστικά και μέτρια λόγια της, έβαλε στον νου του να την οδηγήσει προς την επίγνωση του Ουράνιου Βασιλιά Χριστού. Της λέει, λοιπόν:
-Γνωρίζω έναν θαυμάσιο άνθρωπο, ο οποίος σε υπερβαίνει ασύγκριτα σε όλα τα Χαρίσματα που είπες και σε άλλα αμέτρητα. Η ωραιότητά του υπερνικά σε λάμψη τον Ήλιο, η σοφία του κυβερνά όλα τα αισθητά και νοητά κτίσματα, ο πλούτος των θησαυρών του μοιράζεται σε όλον τον κόσμο και ποτέ δεν λιγοστεύει, αλλά, καθώς διαδίδεται, αυξάνεται. Η ευγένειά του είναι απερίγραπτη και ανεκλάλητη.
Αυτά και άλλα περισσότερα λέγοντας ο ασκητής, νόμισε η κόρη ότι έλεγε για κάποιον επίγειο άρχοντα, για αυτό άλλαξε γνώμη και ρωτούσε λεπτομέρειες, αν ήταν αληθινά όλα τα εγκώμια και οι τόσοι έπαινοι που είπε προς αυτήν για τον άνθρωπο εκείνο. Εκείνος βεβαίωνε όσα είπε και διηγούταν και τις υπόλοιπες χάρες του. Τότε τού λέει η κόρη:
-Τίνος γιος είναι αυτός που τόσο επαινείς;
Και ο ασκητής τής αποκρίθηκε:
-Αυτός δεν έχει πατέρα πάνω στη γη, αλλά γεννήθηκε απερίγραπτα και υπερφυσικά από μια ευγενέστατη Υπεραγία και Χαριτωμένη Παρθένο, η οποία αξιώθηκε για την υπερβολική της αγιότητα να μείνει αθάνατη στην ψυχή και το σώμα, αναλαμβανόμενη υπεράνω των ουρανών και προσκυνείται από όλους τους αγίους αγγέλους ως βασίλισσα όλης τής κτίσεως.
Του λέει τότε η Αικατερίνη:
-Είναι δυνατόν να δω αυτόν τον νέο, για τον οποίο διηγείσαι τέτοια θαυμάσια πράγματα;
Και της απάντησε ο γέροντας:
-Αν κάνεις όπως θα σου πω, θα αξιωθείς να δεις το υπέρλαμπρο και πάμφωτο πρόσωπό του.
Του είπε τότε εκείνη:
-Σε βλέπω άνθρωπο γνωστικό και σεβάσμιο γέροντα και πιστεύω ότι δεν ψεύδεσαι σε όσα είπες. Είμαι, λοιπόν, έτοιμη να πράξω όλα όσα θα μου προστάξεις.
Ο ασκητής τής έδωσε μια εικόνα στην οποία ήταν ζωγραφισμένη η Παναγία Θεοτόκος, που είχε αγκαλιά της το Θείο Βρέφος και της λέει:
-Αυτή είναι η Αειπάρθενος Μητέρα εκείνου για τον οποίο σου είπα τέτοια θαυμάσια πράγματα. Πάρ' την, λοιπόν, στο σπίτι σου και κλείνοντας την πόρτα τού δωματίου σου κάνε ολονύκτια προσευχή με ευλάβεια προς αυτήν, η οποία ονομάζεται Μαρία και παρακάλεσέ την να καταδεχτεί να δείξει σε εσένα τον Υιό της και ελπίζω ότι, αν προσευχηθείς με πίστη, θα σε υπακούσει να δεις εκείνον που ποθεί η ψυχή σου.
Τότε η κόρη, παίρνοντας την ιερή εικόνα, έφυγε για το παλάτι και τη νύκτα κλείστηκε μόνη στην κάμαρα και προσευχόταν, όπως τής είχε εξηγήσει ο γέροντας. Έτσι, λοιπόν, καθώς προσευχόταν, από τον κόπο την πήρε ο ύπνος και βλέπει στο όραμά της τη Βασίλισσα των αγγέλων, όπως ήταν ζωγραφισμένη με το Άγιο Βρέφος, το Οποίο ακτινοβολούσε πιο πολύ από τον Ήλιο, όμως έστρεφε το πρόσωπό Του προς τη Μητέρα Του. Για αυτό, η κόρη έβλεπε μόνο την πλάτη Του. Και, επιθυμώντας να Το δει και στο πρόσωπο, πήγε από το άλλο μέρος. Ο Χριστός, όμως, έστρεφε και πάλι το πρόσωπό Του από την άλλη μεριά. Όταν αυτό έγινε τρεις φορές, ακούει την Παναγία να Του λέει:
-Δες τέκνο μου τη δούλη Σου Αικατερίνη πόσο ωραία και πάγκαλος είναι.
Και Εκείνος αποκρίθηκε:
-Είναι μάλιστα τόσο σκοτεινή και άσχημη, που δεν μπορώ να τη βλέπω.
Του λέει η Θεοτόκος:
-Δεν είναι σοφή περισσότερο από όλους τους ρήτορες, πλούσια και ευγενής περισσότερο από όλες τις νέες όλων των πόλεων;
Και ο Χριστός αποκρίθηκε:
-Μητέρα μου, σου λέω ότι είναι άγνωστη, φτωχή και τόσο άξια περιφρονήσεως, εφόσον βρίσκεται σε τέτοια διάθεση, που δεν καταδέχομαι να με δει στο πρόσωπο.
Κι εκείνη Τού είπε:
-Σε παρακαλώ, γλυκύτατο Τέκνο μου, μην καταφρονήσεις το πλάσμα Σου, αλλά νουθέτησέ την και εξήγησέ της τι να πράξει, για να απολαύσει τη δόξα Σου και να δει το υπέρλαμπρο και πολυπόθητο πρόσωπό Σου, το οποίο επιθυμούν να βλέπουν οι άγγελοι.
Ο Χριστός τότε αποκρίθηκε:
-Ας πάει στον γέροντα, από τον οποίο πήρε την εικόνα, και ας κάνει όπως τη συμβουλέψει, και τότε, αφού βαπτισθεί, θα με δει και θα λάβει πολλή αγαλλίαση και ωφέλεια.
Όταν τα είδε αυτά η κόρη, ξύπνησε. Και, θαυμάζοντας για αυτήν την οπτασία έφυγε το πρωί με λίγες γυναίκες και πήγε στο κελί τού γέροντα και πέφτοντας με δάκρυα στα πόδια του, του διηγήθηκε το όραμα και τον παρακαλούσε θερμά να τη νουθετήσει τι να πράξει, για να απολαύσει αυτό που ποθεί. Και ο όσιος της διηγήθηκε λεπτομερώς όλα τα μυστήρια της αληθινής μας Πίστεως, αρχίζοντας από τη δημιουργία τού κόσμου και την πλάση τού Αδάμ μέχρι και τη Δευτέρα Παρουσία τού Δεσπότου Χριστού. Και για την απερίγραπτη δόξα τού Παραδείσου και για τη γεμάτη ωδίνες και ατελείωτη Κόλαση. Και την κατήχησε σε τέτοιο βαθμό, που γνώριζε σε λίγο διάστημα όλες τις λεπτομέρειες της Πίστεως, επειδή γνώριζε Γράμματα και είχε μεγάλη σοφία. Έτσι, πιστεύοντας με όλη της την καρδιά, έλαβε από αυτόν το Άγιο Βάπτισμα. Μετά τής παρήγγειλε να παρακαλέσει και πάλι με πόθο την Υπεραγία Θεοτόκο για να της εμφανιστεί όπως και πριν. Αφού, λοιπόν, με το Βάπτισμα απέβαλε τον «παλαιό» άνθρωπο και ενδύθηκε αδιάφθορη στολή, επέστρεψε στα ανάκτορα και όλη τη νύκτα παρακαλούσε νηστική και προσευχόταν με δάκρυα, μέχρι που και πάλι την έπιασε ο ύπνος. Και τότε βλέπει την ουράνια Βασίλισσα με το Θείο Βρέφος, το Οποίο έβλεπε την Αικατερίνη με πολλή ευσπλαχνία και ιλαρότητα. Και η μεν Θεομήτωρ ρώτησε τον Δεσπότη αν Του είναι αρεστή η Παρθένος, ο δε Υιός αποκρίθηκε:
-Τώρα έγινε ολόλαμπρη και ένδοξη, αυτή που πριν ήταν σκοτεινή και άχαρη· η φτωχή και άγνωστη έγινε πλούσια και πάνσοφη· η καταφρονεμένη και άσημη έγινε ευγενής και φημισμένη και είναι πλήρης με τόσα αγαθά και χάριτες και τόσο την επιθυμώ, που συμφωνώ να τη μνηστευθώ και να την πάρω για άφθορη νύφη μου.
Τότε η Αικατερίνη έπεσε στη γη με δάκρυα λέγοντας:
-Δεν είμαι άξια, Υπερένδοξε Δέσποτα, να βλέπω τη Βασιλεία Σου, αλλά αξίωσέ με να είμαι κι εγώ μαζί με τους δούλους Σου.
Και η Θεοτόκος πήρε το δεξί χέρι τής κόρης και λέει στον Χριστό:
-Τέκνο μου, δος της για αρραβώνα δακτυλίδι για να τη νυμφευθείς και να την αξιώσεις τής Βασιλείας Σου.
Τότε ο Δεσπότης Χριστός τής έδωσε ένα ωραιότατο δακτυλίδι, λέγοντάς της:
-Από σήμερα θεωρείσαι άφθορη και αιώνια Νύμφη μου και φύλαξε μέ ακρίβεια αυτή τη συμφωνία και να μη λάβεις ποτέ επίγειο νυμφίο.
Και μετά από αυτό τελείωσε το όραμα. Και όταν ξύπνησε η Κόρη, βλέπει ότι αληθινά υπήρχε στο δεξί της χέρι το δακτυλίδι. Και γέμισε από μεγάλη ευφροσύνη και αγαλλίαση, που αιχμαλωτίστηκε η καρδιά της από την ώρα εκείνη από τον Θείο Έρωτα. Και τόσο αλλοιώθηκε με την «καλή αλλοίωση», που δεν φρονούσε πλέον επίγεια πράγματα, αλλά μό-νο τα άφθαρτα κάλλη τού ποθουμένου Χριστού φανταζόταν. Αυτόν ποθούσε, Αυτόν μελετούσε, όταν κοιμόταν και όταν ήταν ξύπνια».
«-Βρείτε μου έναν νέο που να είναι όμοιός μου στα τέσσερα Χαρίσματα που ομολογείτε πως υπερέχω από τις άλλες κοπέλες, και τότε θα τον πάρω για σύζυγό μου, διότι δεν καταδέχομαι να πάρω κάποιον αναξιότερό μου. Ερευνήστε λοιπόν παντού αν υπάρχει κάποιος όμοιός μου στην ευγένεια, στον πλούτο, στη σοφία και στην ωραιότητα. Και αν του λείπει και ένα από αυτά τα Χαρίσματα, δεν μου είναι άξιος.
Και αυτοί, γνωρίζοντας ότι ήταν αδύνατον να βρεθεί τέτοιος άνθρωπος, αποκρίθηκαν ότι ο γιος τού βασιλιά τής Ρώμης και κάποιοι άλλοι ευγενείς και πλουσιότεροι από αυτήν μόνο στη σοφία και την ωραιότητα δεν της έμοιαζαν. Και εκείνη έλεγε ότι δεν καταδεχόταν να πάρει για σύζυγο κάποιον κατώτερό της.
Η μητέρα της είχε ως Πνευματικό της έναν αγιότατο άνθρωπο, που κατοικούσε έξω από την πόλη, κρυμμένος. Πήρε, λοιπόν, την Αικατερίνη και πήγαν σε αυτόν να συμβουλευθούν. Ο ασκητής, βλέποντας την ευταξία τής κόρης και ακούγοντας τα γνωστικά και μέτρια λόγια της, έβαλε στον νου του να την οδηγήσει προς την επίγνωση του Ουράνιου Βασιλιά Χριστού. Της λέει, λοιπόν:
-Γνωρίζω έναν θαυμάσιο άνθρωπο, ο οποίος σε υπερβαίνει ασύγκριτα σε όλα τα Χαρίσματα που είπες και σε άλλα αμέτρητα. Η ωραιότητά του υπερνικά σε λάμψη τον Ήλιο, η σοφία του κυβερνά όλα τα αισθητά και νοητά κτίσματα, ο πλούτος των θησαυρών του μοιράζεται σε όλον τον κόσμο και ποτέ δεν λιγοστεύει, αλλά, καθώς διαδίδεται, αυξάνεται. Η ευγένειά του είναι απερίγραπτη και ανεκλάλητη.
Αυτά και άλλα περισσότερα λέγοντας ο ασκητής, νόμισε η κόρη ότι έλεγε για κάποιον επίγειο άρχοντα, για αυτό άλλαξε γνώμη και ρωτούσε λεπτομέρειες, αν ήταν αληθινά όλα τα εγκώμια και οι τόσοι έπαινοι που είπε προς αυτήν για τον άνθρωπο εκείνο. Εκείνος βεβαίωνε όσα είπε και διηγούταν και τις υπόλοιπες χάρες του. Τότε τού λέει η κόρη:
-Τίνος γιος είναι αυτός που τόσο επαινείς;
Και ο ασκητής τής αποκρίθηκε:
-Αυτός δεν έχει πατέρα πάνω στη γη, αλλά γεννήθηκε απερίγραπτα και υπερφυσικά από μια ευγενέστατη Υπεραγία και Χαριτωμένη Παρθένο, η οποία αξιώθηκε για την υπερβολική της αγιότητα να μείνει αθάνατη στην ψυχή και το σώμα, αναλαμβανόμενη υπεράνω των ουρανών και προσκυνείται από όλους τους αγίους αγγέλους ως βασίλισσα όλης τής κτίσεως.
Του λέει τότε η Αικατερίνη:
-Είναι δυνατόν να δω αυτόν τον νέο, για τον οποίο διηγείσαι τέτοια θαυμάσια πράγματα;
Και της απάντησε ο γέροντας:
-Αν κάνεις όπως θα σου πω, θα αξιωθείς να δεις το υπέρλαμπρο και πάμφωτο πρόσωπό του.
Του είπε τότε εκείνη:
-Σε βλέπω άνθρωπο γνωστικό και σεβάσμιο γέροντα και πιστεύω ότι δεν ψεύδεσαι σε όσα είπες. Είμαι, λοιπόν, έτοιμη να πράξω όλα όσα θα μου προστάξεις.
Ο ασκητής τής έδωσε μια εικόνα στην οποία ήταν ζωγραφισμένη η Παναγία Θεοτόκος, που είχε αγκαλιά της το Θείο Βρέφος και της λέει:
-Αυτή είναι η Αειπάρθενος Μητέρα εκείνου για τον οποίο σου είπα τέτοια θαυμάσια πράγματα. Πάρ' την, λοιπόν, στο σπίτι σου και κλείνοντας την πόρτα τού δωματίου σου κάνε ολονύκτια προσευχή με ευλάβεια προς αυτήν, η οποία ονομάζεται Μαρία και παρακάλεσέ την να καταδεχτεί να δείξει σε εσένα τον Υιό της και ελπίζω ότι, αν προσευχηθείς με πίστη, θα σε υπακούσει να δεις εκείνον που ποθεί η ψυχή σου.
Τότε η κόρη, παίρνοντας την ιερή εικόνα, έφυγε για το παλάτι και τη νύκτα κλείστηκε μόνη στην κάμαρα και προσευχόταν, όπως τής είχε εξηγήσει ο γέροντας. Έτσι, λοιπόν, καθώς προσευχόταν, από τον κόπο την πήρε ο ύπνος και βλέπει στο όραμά της τη Βασίλισσα των αγγέλων, όπως ήταν ζωγραφισμένη με το Άγιο Βρέφος, το Οποίο ακτινοβολούσε πιο πολύ από τον Ήλιο, όμως έστρεφε το πρόσωπό Του προς τη Μητέρα Του. Για αυτό, η κόρη έβλεπε μόνο την πλάτη Του. Και, επιθυμώντας να Το δει και στο πρόσωπο, πήγε από το άλλο μέρος. Ο Χριστός, όμως, έστρεφε και πάλι το πρόσωπό Του από την άλλη μεριά. Όταν αυτό έγινε τρεις φορές, ακούει την Παναγία να Του λέει:
-Δες τέκνο μου τη δούλη Σου Αικατερίνη πόσο ωραία και πάγκαλος είναι.
Και Εκείνος αποκρίθηκε:
-Είναι μάλιστα τόσο σκοτεινή και άσχημη, που δεν μπορώ να τη βλέπω.
Του λέει η Θεοτόκος:
-Δεν είναι σοφή περισσότερο από όλους τους ρήτορες, πλούσια και ευγενής περισσότερο από όλες τις νέες όλων των πόλεων;
Και ο Χριστός αποκρίθηκε:
-Μητέρα μου, σου λέω ότι είναι άγνωστη, φτωχή και τόσο άξια περιφρονήσεως, εφόσον βρίσκεται σε τέτοια διάθεση, που δεν καταδέχομαι να με δει στο πρόσωπο.
Κι εκείνη Τού είπε:
-Σε παρακαλώ, γλυκύτατο Τέκνο μου, μην καταφρονήσεις το πλάσμα Σου, αλλά νουθέτησέ την και εξήγησέ της τι να πράξει, για να απολαύσει τη δόξα Σου και να δει το υπέρλαμπρο και πολυπόθητο πρόσωπό Σου, το οποίο επιθυμούν να βλέπουν οι άγγελοι.
Ο Χριστός τότε αποκρίθηκε:
-Ας πάει στον γέροντα, από τον οποίο πήρε την εικόνα, και ας κάνει όπως τη συμβουλέψει, και τότε, αφού βαπτισθεί, θα με δει και θα λάβει πολλή αγαλλίαση και ωφέλεια.
Όταν τα είδε αυτά η κόρη, ξύπνησε. Και, θαυμάζοντας για αυτήν την οπτασία έφυγε το πρωί με λίγες γυναίκες και πήγε στο κελί τού γέροντα και πέφτοντας με δάκρυα στα πόδια του, του διηγήθηκε το όραμα και τον παρακαλούσε θερμά να τη νουθετήσει τι να πράξει, για να απολαύσει αυτό που ποθεί. Και ο όσιος της διηγήθηκε λεπτομερώς όλα τα μυστήρια της αληθινής μας Πίστεως, αρχίζοντας από τη δημιουργία τού κόσμου και την πλάση τού Αδάμ μέχρι και τη Δευτέρα Παρουσία τού Δεσπότου Χριστού. Και για την απερίγραπτη δόξα τού Παραδείσου και για τη γεμάτη ωδίνες και ατελείωτη Κόλαση. Και την κατήχησε σε τέτοιο βαθμό, που γνώριζε σε λίγο διάστημα όλες τις λεπτομέρειες της Πίστεως, επειδή γνώριζε Γράμματα και είχε μεγάλη σοφία. Έτσι, πιστεύοντας με όλη της την καρδιά, έλαβε από αυτόν το Άγιο Βάπτισμα. Μετά τής παρήγγειλε να παρακαλέσει και πάλι με πόθο την Υπεραγία Θεοτόκο για να της εμφανιστεί όπως και πριν. Αφού, λοιπόν, με το Βάπτισμα απέβαλε τον «παλαιό» άνθρωπο και ενδύθηκε αδιάφθορη στολή, επέστρεψε στα ανάκτορα και όλη τη νύκτα παρακαλούσε νηστική και προσευχόταν με δάκρυα, μέχρι που και πάλι την έπιασε ο ύπνος. Και τότε βλέπει την ουράνια Βασίλισσα με το Θείο Βρέφος, το Οποίο έβλεπε την Αικατερίνη με πολλή ευσπλαχνία και ιλαρότητα. Και η μεν Θεομήτωρ ρώτησε τον Δεσπότη αν Του είναι αρεστή η Παρθένος, ο δε Υιός αποκρίθηκε:
-Τώρα έγινε ολόλαμπρη και ένδοξη, αυτή που πριν ήταν σκοτεινή και άχαρη· η φτωχή και άγνωστη έγινε πλούσια και πάνσοφη· η καταφρονεμένη και άσημη έγινε ευγενής και φημισμένη και είναι πλήρης με τόσα αγαθά και χάριτες και τόσο την επιθυμώ, που συμφωνώ να τη μνηστευθώ και να την πάρω για άφθορη νύφη μου.
Τότε η Αικατερίνη έπεσε στη γη με δάκρυα λέγοντας:
-Δεν είμαι άξια, Υπερένδοξε Δέσποτα, να βλέπω τη Βασιλεία Σου, αλλά αξίωσέ με να είμαι κι εγώ μαζί με τους δούλους Σου.
Και η Θεοτόκος πήρε το δεξί χέρι τής κόρης και λέει στον Χριστό:
-Τέκνο μου, δος της για αρραβώνα δακτυλίδι για να τη νυμφευθείς και να την αξιώσεις τής Βασιλείας Σου.
Τότε ο Δεσπότης Χριστός τής έδωσε ένα ωραιότατο δακτυλίδι, λέγοντάς της:
-Από σήμερα θεωρείσαι άφθορη και αιώνια Νύμφη μου και φύλαξε μέ ακρίβεια αυτή τη συμφωνία και να μη λάβεις ποτέ επίγειο νυμφίο.
Και μετά από αυτό τελείωσε το όραμα. Και όταν ξύπνησε η Κόρη, βλέπει ότι αληθινά υπήρχε στο δεξί της χέρι το δακτυλίδι. Και γέμισε από μεγάλη ευφροσύνη και αγαλλίαση, που αιχμαλωτίστηκε η καρδιά της από την ώρα εκείνη από τον Θείο Έρωτα. Και τόσο αλλοιώθηκε με την «καλή αλλοίωση», που δεν φρονούσε πλέον επίγεια πράγματα, αλλά μό-νο τα άφθαρτα κάλλη τού ποθουμένου Χριστού φανταζόταν. Αυτόν ποθούσε, Αυτόν μελετούσε, όταν κοιμόταν και όταν ήταν ξύπνια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου