ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΙΧΡΟΝΟ ΧΡΙΣΤΟ.
Κάποια κόρη, ενάρετη και ευλαβής, είχε πολύ πόθο να δει τον Κύριο παιδί τριών χρόνων, όπως Αυτός ήταν κατά σάρκα, όταν άρχισε να μιλάει. Προσευχήθηκε, λοιπόν, πολλές φορές στον Κύριο γι’ αυτό το θέμα. Τελικά, την άκουσε ο Πανοικτίρμων και Πολυέλεος Χριστός.
Μια μέρα πήγε στην εκκλησία να λειτουργηθεί· και όταν τελείωσε η Λειτουργία και έφυγε όλος ο λαός, έμεινε αυτή και προσευχόταν προς την Παναγία με ευλάβεια και κατάνυξη μέχρι την ώρα του γεύματος, όπως είχε πάντοτε συνήθεια να κάνει, λέγοντας τον «Αρχαγγελικό Χαιρετισμό» το: «Θεοτόκε Παρθένε») και όσα άλλα ήξερε, μελετώντας του Κυρίου τα θεία Μυστήρια, δηλαδή τη Σάρκωση, το Πάθος και την Ανάσταση.
Καθώς, λοιπόν, στεκόταν σε αυτή τη θεία μελέτη και την ουράνια θεωρία, είδε εκεί ένα παιδί περίπου τριών χρόνων που περιφερόταν γύρω από την αγία Τράπεζα, το οποίο έδειχνε πολύ όμορφο και ενδοξότατο. Και αυτή, επειδή νόμιζε ότι ήταν το παιδί κάποιου άρχοντα που το άφησαν εκεί από απροσεξία, το πήρε και έπαιζε μαζί του και το καταφιλούσε πολλή ώρα και το αγκάλιαζε, γιατί φαινόταν πολύ ωραίο και πιο χαριτωμένα απ’ όλα τα νήπια. Και όταν το ρώτησε ποιανού παιδί ήταν, αυτό δεν αποκρίθηκε καθόλου, μόνο την κοίταζε με βλέμμα γλυκύτατο και θαυμάσιο.
Και εκείνη νόμιζε ότι τούτο το παιδάκι δε μιλούσε, επειδή ήταν ακόμη μικρό στην ηλικία· και επειδή πόθησε να το κάνει να μιλήσει, του λέει: «Πες, παιδί μου, “Χαίρε Κεχαριτωμένη”!». Και το βρέφος επανέλαβε τα λόγια με ομιλία γλυκύτατη και χαριτωμένη. Και αυτή πάλι του έλεγε λέξη–λέξη όλο τον υπόλοιπο «Αρχαγγελικό Χαιρετισμό» και το θείο νήπιο τής αποκρινόταν λέγοντας τα ίδια λόγια με ομιλία γλυκύτατη και ωραία στην άρθρωση μέχρι που έφτασε στο «Εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου», λόγο τον οποίο, ο πραότατος και ταπεινός στην καρδιά Ιησούς Χριστός, δε θέλησε να τον πει.
Και αυτή η κοπέλα είπε στο παιδί άλλες δυο φορές τον «Αρχαγγελικό Χαιρετισμό», παρακινώντάς το να πει και αυτόν τον λόγο ως τιμιότερο απ’ όλους τους άλλους. Και το βρέφος την κοίταζε με βλέμμα ιλαρό και σπλαχνικότατο: «Χαίρε, αγαπημένη Μου θυγατέρα· γιατί αυτό που ποθούσες, το είδες!». Αυτά, είπε ο Δεσπότης Χριστός και έγινε άφαντος.
Τότε η ενάρετη κόρη κατάλαβε ότι τούτο το μικρό παιδί ήταν ο Δεσπότης Χριστός και μέσα της πληγώθηκε από τον έρωτά Του και Τον ευχαρίστησε για την ευσπλαχνία Του που καταδέχθηκε και την άκουσε και την εύφρανε με τη θεϊκή παρουσία Του. Και έμεινε η ενθύμησή Του τόσο πολύ μέσα στη διάνοιά της, ώστε κάθε ώρα Τον μελετούσε και Τον στοχαζόταν, με τόση ευχαρίστηση και απόλαυση, που ερχόταν πολλές σε θεία έκσταση. Ζώντας, λοιπόν, με παρθενία και καθαρότητα βίου, αναχώρησε από την πρόσκαιρη ζωή και απήλθε σε εκείνη τη μακάρια και αιώνια...
ΑΓΑΠΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ,
(1595–1656/7)
[Αγαπίου Μοναχού του Κρητός:
«Αμαρτωλών Σωτηρία»,
Κάποια κόρη, ενάρετη και ευλαβής, είχε πολύ πόθο να δει τον Κύριο παιδί τριών χρόνων, όπως Αυτός ήταν κατά σάρκα, όταν άρχισε να μιλάει. Προσευχήθηκε, λοιπόν, πολλές φορές στον Κύριο γι’ αυτό το θέμα. Τελικά, την άκουσε ο Πανοικτίρμων και Πολυέλεος Χριστός.
Μια μέρα πήγε στην εκκλησία να λειτουργηθεί· και όταν τελείωσε η Λειτουργία και έφυγε όλος ο λαός, έμεινε αυτή και προσευχόταν προς την Παναγία με ευλάβεια και κατάνυξη μέχρι την ώρα του γεύματος, όπως είχε πάντοτε συνήθεια να κάνει, λέγοντας τον «Αρχαγγελικό Χαιρετισμό» το: «Θεοτόκε Παρθένε») και όσα άλλα ήξερε, μελετώντας του Κυρίου τα θεία Μυστήρια, δηλαδή τη Σάρκωση, το Πάθος και την Ανάσταση.
Καθώς, λοιπόν, στεκόταν σε αυτή τη θεία μελέτη και την ουράνια θεωρία, είδε εκεί ένα παιδί περίπου τριών χρόνων που περιφερόταν γύρω από την αγία Τράπεζα, το οποίο έδειχνε πολύ όμορφο και ενδοξότατο. Και αυτή, επειδή νόμιζε ότι ήταν το παιδί κάποιου άρχοντα που το άφησαν εκεί από απροσεξία, το πήρε και έπαιζε μαζί του και το καταφιλούσε πολλή ώρα και το αγκάλιαζε, γιατί φαινόταν πολύ ωραίο και πιο χαριτωμένα απ’ όλα τα νήπια. Και όταν το ρώτησε ποιανού παιδί ήταν, αυτό δεν αποκρίθηκε καθόλου, μόνο την κοίταζε με βλέμμα γλυκύτατο και θαυμάσιο.
Και εκείνη νόμιζε ότι τούτο το παιδάκι δε μιλούσε, επειδή ήταν ακόμη μικρό στην ηλικία· και επειδή πόθησε να το κάνει να μιλήσει, του λέει: «Πες, παιδί μου, “Χαίρε Κεχαριτωμένη”!». Και το βρέφος επανέλαβε τα λόγια με ομιλία γλυκύτατη και χαριτωμένη. Και αυτή πάλι του έλεγε λέξη–λέξη όλο τον υπόλοιπο «Αρχαγγελικό Χαιρετισμό» και το θείο νήπιο τής αποκρινόταν λέγοντας τα ίδια λόγια με ομιλία γλυκύτατη και ωραία στην άρθρωση μέχρι που έφτασε στο «Εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου», λόγο τον οποίο, ο πραότατος και ταπεινός στην καρδιά Ιησούς Χριστός, δε θέλησε να τον πει.
Και αυτή η κοπέλα είπε στο παιδί άλλες δυο φορές τον «Αρχαγγελικό Χαιρετισμό», παρακινώντάς το να πει και αυτόν τον λόγο ως τιμιότερο απ’ όλους τους άλλους. Και το βρέφος την κοίταζε με βλέμμα ιλαρό και σπλαχνικότατο: «Χαίρε, αγαπημένη Μου θυγατέρα· γιατί αυτό που ποθούσες, το είδες!». Αυτά, είπε ο Δεσπότης Χριστός και έγινε άφαντος.
Τότε η ενάρετη κόρη κατάλαβε ότι τούτο το μικρό παιδί ήταν ο Δεσπότης Χριστός και μέσα της πληγώθηκε από τον έρωτά Του και Τον ευχαρίστησε για την ευσπλαχνία Του που καταδέχθηκε και την άκουσε και την εύφρανε με τη θεϊκή παρουσία Του. Και έμεινε η ενθύμησή Του τόσο πολύ μέσα στη διάνοιά της, ώστε κάθε ώρα Τον μελετούσε και Τον στοχαζόταν, με τόση ευχαρίστηση και απόλαυση, που ερχόταν πολλές σε θεία έκσταση. Ζώντας, λοιπόν, με παρθενία και καθαρότητα βίου, αναχώρησε από την πρόσκαιρη ζωή και απήλθε σε εκείνη τη μακάρια και αιώνια...
ΑΓΑΠΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ,
(1595–1656/7)
[Αγαπίου Μοναχού του Κρητός:
«Αμαρτωλών Σωτηρία»,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου