Τ Ο Θ Ε Ι Ο Δ Ω Ρ Ο
Των Χριστουγέννων την παραμονή
ο Θεός έστειλε έναν μικρούλη άγγελο στη γη:
«Σ' ελατοδάσος σαν βρεθείς»,
είπε χαμογελώντας,
«κόψε ένα έλατο και στο πιο μικρό γλυκό
μικρό παιδί πάνω στη Γη,
στο πιο ευαίσθητο και τρυφερό
να το χαρίσεις, από Εμένα ενθύμιο».
Στενοχωρήθηκε ο μικρούλης άγγελος:
«Σε ποιον να το δώσω;
Πώς θα καταλάβω ποιο απ' τα παιδάκια
έχει την ευλογία του Θεού;»
«Μόνος σου θα το καταλάβεις», απάντησε ο Θεός.
Κι έφυγε ο ουράνιος επισκέπτης.
Το φεγγάρι έφεγγε από ψηλά, ο δρόμος ήταν φωτεινός,
σε πολιτεία τεράστια οδηγούσε.
Παντού ακούγονταν λόγια γιορταστικά,
παντού περιμένει η ευτυχία τα παιδάκια...
Ρίχνοντας στον ώμο το μικρό έλατο,
βαδίζει ο άγγελος με χαρά...
Κοιτάξτε μόνοι σας στα παράθυρα,-
μεγάλη γίνεται γιορτή!
Τα έλατα φωτίζονται με λαμπιόνια,
όπως γίνεται πάντα τα Χριστούγεννα.
Από σπίτι σε σπίτι βιαστικά
ο άγγελος άρχισε να περνά,
για να βρει εκείνο το παιδί που πρέπει
το έλατο του Θεού να χαρίσει.
Όμορφα κι υπάκουα
πολλά είδε παιδάκια,
του Θεού το έλατο σαν έβλεπαν
ξεχνούσανε τα πάντα κι έτρεχαν προς αυτό.
Το ένα λέει: «Αξίζω το έλατο αυτό!»
Ένα άλλο του φωνάζει:
«Μη συγκρίνεσαι μ' εμένα,
είμαι καλύτερος από σένα!»
«Όχι, εγώ είμαι καλύτερη απ' όλους
δικό μου είναι το έλατο αυτό!»
Ο άγγελος ήρεμα ακούει,
κοιτώντας τους με θλίψη.
Όλοι εναντίον όλων,
καθένας παίνευε μόνο τον εαυτό του,
τον ανταγωνιστή κοιτάζοντας με τρόμο
ή με μίσος φοβερό.
Βγήκε ο άγγελος στο δρόμο,
τρομαγμένος... «Θεέ μου!
Δίδαξε με π’ως το δώρο το ανεκτίμητο
το δικό Σου να χαρίσω!»
Ο άγγελος στο δρόμο συναντάει
έναν μικρούλη –στέκεται τούτος και κοιτάει
το έλατο του Θεού–
και φλέγεται από ενθουσιασμό το βλέμμα του.
«Έλατο! Ελατάκι!», είπε χτυπώντας
παλαμάκια. «Τι κρίμα που δεν είμαι άξιος
το έλατο αυτό να πάρω,
μα ούτε κι αυτό για μένα είναι...
Να το πας όμως στην αδελφούλα μου
που στο κρεβάτι άρρωστη είναι.
Δώσ' της χαρά μεγάλη –
αξίζει το έλατο αυτό!
Άδικα να μην κλαίει!»
Ψιθύρισε στον άγγελο το αγοράκι
και ο άγγελος χαμογελώντας καθαρά
το έλατο του δίνει.
Θαύμα μεγάλο έγινε
αστέρια άρχισαν από τον ουρανό να πέφτουν
λάμποντας σμαραγδένια,
στου έλατου κάθισαν τα κλαδιά.
Φέγγει το έλατο, λαμποκοπά,
ουράνιο φέρει σημάδι·
τρέμει από ενθουσιασμό
ο έκπληκτος πιτσιρικάς...
Κι αγάπη έλαβε τόση
ο άγγελος, συγκινημένος δακρύζει,
στο Θεό κλαδάκι όμορφο
σαν δώρο ανεκτίμητο πήγε.
Φιοντόρ Ντοστογιέφκι μετάφραση Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη.
Των Χριστουγέννων την παραμονή
ο Θεός έστειλε έναν μικρούλη άγγελο στη γη:
«Σ' ελατοδάσος σαν βρεθείς»,
είπε χαμογελώντας,
«κόψε ένα έλατο και στο πιο μικρό γλυκό
μικρό παιδί πάνω στη Γη,
στο πιο ευαίσθητο και τρυφερό
να το χαρίσεις, από Εμένα ενθύμιο».
Στενοχωρήθηκε ο μικρούλης άγγελος:
«Σε ποιον να το δώσω;
Πώς θα καταλάβω ποιο απ' τα παιδάκια
έχει την ευλογία του Θεού;»
«Μόνος σου θα το καταλάβεις», απάντησε ο Θεός.
Κι έφυγε ο ουράνιος επισκέπτης.
Το φεγγάρι έφεγγε από ψηλά, ο δρόμος ήταν φωτεινός,
σε πολιτεία τεράστια οδηγούσε.
Παντού ακούγονταν λόγια γιορταστικά,
παντού περιμένει η ευτυχία τα παιδάκια...
Ρίχνοντας στον ώμο το μικρό έλατο,
βαδίζει ο άγγελος με χαρά...
Κοιτάξτε μόνοι σας στα παράθυρα,-
μεγάλη γίνεται γιορτή!
Τα έλατα φωτίζονται με λαμπιόνια,
όπως γίνεται πάντα τα Χριστούγεννα.
Από σπίτι σε σπίτι βιαστικά
ο άγγελος άρχισε να περνά,
για να βρει εκείνο το παιδί που πρέπει
το έλατο του Θεού να χαρίσει.
Όμορφα κι υπάκουα
πολλά είδε παιδάκια,
του Θεού το έλατο σαν έβλεπαν
ξεχνούσανε τα πάντα κι έτρεχαν προς αυτό.
Το ένα λέει: «Αξίζω το έλατο αυτό!»
Ένα άλλο του φωνάζει:
«Μη συγκρίνεσαι μ' εμένα,
είμαι καλύτερος από σένα!»
«Όχι, εγώ είμαι καλύτερη απ' όλους
δικό μου είναι το έλατο αυτό!»
Ο άγγελος ήρεμα ακούει,
κοιτώντας τους με θλίψη.
Όλοι εναντίον όλων,
καθένας παίνευε μόνο τον εαυτό του,
τον ανταγωνιστή κοιτάζοντας με τρόμο
ή με μίσος φοβερό.
Βγήκε ο άγγελος στο δρόμο,
τρομαγμένος... «Θεέ μου!
Δίδαξε με π’ως το δώρο το ανεκτίμητο
το δικό Σου να χαρίσω!»
Ο άγγελος στο δρόμο συναντάει
έναν μικρούλη –στέκεται τούτος και κοιτάει
το έλατο του Θεού–
και φλέγεται από ενθουσιασμό το βλέμμα του.
«Έλατο! Ελατάκι!», είπε χτυπώντας
παλαμάκια. «Τι κρίμα που δεν είμαι άξιος
το έλατο αυτό να πάρω,
μα ούτε κι αυτό για μένα είναι...
Να το πας όμως στην αδελφούλα μου
που στο κρεβάτι άρρωστη είναι.
Δώσ' της χαρά μεγάλη –
αξίζει το έλατο αυτό!
Άδικα να μην κλαίει!»
Ψιθύρισε στον άγγελο το αγοράκι
και ο άγγελος χαμογελώντας καθαρά
το έλατο του δίνει.
Θαύμα μεγάλο έγινε
αστέρια άρχισαν από τον ουρανό να πέφτουν
λάμποντας σμαραγδένια,
στου έλατου κάθισαν τα κλαδιά.
Φέγγει το έλατο, λαμποκοπά,
ουράνιο φέρει σημάδι·
τρέμει από ενθουσιασμό
ο έκπληκτος πιτσιρικάς...
Κι αγάπη έλαβε τόση
ο άγγελος, συγκινημένος δακρύζει,
στο Θεό κλαδάκι όμορφο
σαν δώρο ανεκτίμητο πήγε.
Φιοντόρ Ντοστογιέφκι μετάφραση Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου